Το πρωί της 5ης Απριλίου -σαν σήμερα- του 1902 η Γλασκώβη ξύπνησε με την προσμονή ενός σπουδαίου ποδοσφαιρικού αγώνα. Η Σκωτία υποδεχόταν την Αγγλία για το British Home International Championship, μια ετήσια διοργάνωση που μαγνήτιζε το ενδιαφέρον όλων των φιλάθλων του Ηνωμένου Βασιλείου, και η συγκεκριμένη αναμέτρηση είχε δυο ιδιαιτερότητες που την έκαναν ακόμη πιο ξεχωριστή. Για πρώτη φορά οι δύο ομάδες απαρτίζονταν, αποκλειστικώς, από επαγγελματίες παίκτες. Και, επίσης για πρώτη φορά, η εθνική ομάδα της Σκωτίας δεν θα χρησιμοποιούσε την επίσημη έδρα της, το γήπεδο της Σέλτικ, αλλά το «Αϊμπροξ». Το στάδιο της Ρέιντζερς, του οποίου η χωρητικότητα είχε, μόλις, αυξηθεί με την κατασκευή μιας νέας εξέδρας στη δυτική του πλευρά: της «Γουέστ Τρίμπιουν».
Παρά τις αντίξοες καιρικές συνθήκες, που δεν θύμιζαν Ανοιξη, αλλά βαρύ Χειμώνα, την ώρα έναρξης του αγώνα (15:30) είχαν συγκεντρωθεί πάνω από 68.000 θεατές. Η ατμόσφαιρα ήταν γιορτινή, όμως λίγα λεπτά μετά το ημίχρονο η γιορτή μετατράπηκε σε τραγωδία. Η νεόκτιστη εξέδρα υποχώρησε, εν μέσω τρομακτικού θορύβου, και εκατοντάδες άνθρωποι που κάθονταν στο ψηλότερο σημείο της έπεσαν στο κενό από ύψος, περίπου, 12 μέτρων. Οι υπόλοιποι, έντρομοι, μη γνωρίζοντας τι είχε συμβεί, μπήκαν στον αγωνιστικό χώρο. Και οι παίκτες, νομίζοντας ότι επρόκειτο για εισβολή ταραξιών, έτρεξαν στα αποδυτήρια. Το παιχνίδι διακόπηκε για 20 λεπτά. Συνεχίστηκε και ολοκληρώθηκε (1-1) με εντολή της αστυνομίας, που φοβήθηκε ότι σε αντίθετη περίπτωση θα επικρατούσε πανικός.
Στο μεταξύ, άρχισε να αποκαλύπτεται το μέγεθος της συμφοράς. Εικοσιπέντε άνθρωποι είχαν χάσει τη ζωή τους -οι περισσότεροι πέθαναν ακαριαία, άλλοι από τα χαλάσματα που τους καταπλάκωσαν, ενώ δυο υπέστησαν καρδιακή προσβολή- και 517 είχαν τραυματιστεί. Αιτία του δυστυχήματος θεωρήθηκε η δυνατή βροχή που έπεφτε όλη την προηγούμενη εβδομάδα, η οποία μαλάκωσε τα ξύλινα στηρίγματα της εξέδρας, ώσπου υποχώρησαν. Μάλιστα, ο κατασκευαστής, Αλεξάντερ ΜακΝτούγκαλ, κατηγορήθηκε ότι στο έργο χρησιμοποίησε κατώτερης ποιότητας ξυλεία (κίτρινο πεύκο, αντί για κόκκινο). Αλλά το δικαστήριο τον έκρινε αθώο. Η εφημερίδα Scotsman απέδωσε την τραγωδία στη μαζική μετακίνηση των θεατών μπρος – πίσω. Μπροστά όταν η Σκωτία έβγαινε στην επίθεση, και πάλι πίσω όταν γύριζε στην άμυνα.
Ηταν το πρώτο πολύνεκρο δυστύχημα στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Τα έσοδα του αγώνα – ρεβάνς, που διεξήχθη στις 3 Μαΐου 1902 στο Μπέρμιγχαμ, δόθηκαν ως αποζημίωση στις οικογένειες των θυμάτων, ενώ οι κατασκευαστές άρχισαν να χρησιμοποιούν τσιμέντο, αντί για ξύλο, στα γήπεδα που έχτιζαν, ή ανακαίνιζαν.
Το 1931 στο «Αϊμπροξ» έλαβε χώρα άλλο ένα τραγικό συμβάν. Στις 5 Σεπτεμβρίου ο 22χρονος γκολκίπερ της Σέλτικ, Τζον Τόμσον, έχασε τη ζωή του όταν, σε διεκδίκηση της μπάλας ένας αντίπαλός του, ονόματι Ινγκλις, τον χτύπησε με το γόνατο στο κεφάλι. Ο άτυχος παίκτης μεταφέρθηκε εκτός γηπέδου με φορείο, στη συνέχεια διακομίστηκε με ασθενοφόρο στο νοσοκομείο, κι εκεί κρίθηκε απαραίτητο να υποβληθεί σε μια επέμβαση υψηλού κινδύνου. Δυστυχώς, δεν βγήκε ζωντανός από το χειρουργείο.
Τριάντα χρόνια μετά, στις 16 Σεπτεμβρίου 1961, δύο νέοι άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στις σκάλες εξόδου του «Αϊμπροξ», καθώς έφευγαν από το γήπεδο. Στο ίδιο σημείο τραυματίστηκαν οκτώ φίλαθλοι το 1967, και άλλοι 26 το 1969. Το κλιμακοστάσιο «Stairway 13», που σε έβγαζε κοντά στον σταθμό του Μετρό «Copland Road», είχε θεωρηθεί επικίνδυνο σε συνθήκες συνωστισμού, όμως κανένας υπεύθυνος δεν πήρε τις προειδοποιήσεις στα σοβαρά. Το αποτέλεσμα ήταν μια δεύτερη πολύνεκρη τραγωδία, χειρότερη από την πρώτη.
Στις 2 Ιανουαρίου 1971, στο φινάλε του «Old Firm» της Γλασκώβης (Ρεϊντζερς – Σέλτικ), στη θύρα «13» του «Αϊμπροξ» εκτυλίχθηκε ένα σκηνικό φρίκης. Εξήντα έξι άνθρωποι ποδοπατήθηκαν μέχρι θανάτου, και πάνω από 200 τραυματίστηκαν. Το ματς πλησίαζε προς τη λήξη του ισόπαλο (0-0), όταν, στο 90′, η φιλοξενούμενη ομάδα πέτυχε γκολ. Απογοητευμένοι και οργισμένοι από αυτή την εξέλιξη, εκατοντάδες οπαδοί της Ρέιντζερς εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και έτρεξαν να φύγουν από το γήπεδο, με αποτέλεσμα να προκληθεί πανικός στις σκάλες. Αμέσως μετά, στις καθυστερήσεις του αγώνα, οι γηπεδούχοι ισοφάρισαν. Σύμφωνα με μια θεωρία, το δυστύχημα οφείλεται στο γεγονός ότι κάποιοι από τους φιλάθλους που αποχωρούσαν βιαστικά, ακούγοντας τους πανηγυρισμούς των οπαδών που παρέμειναν στις θέσεις τους, προσπάθησαν να επιστρέψουν στο γήπεδο κόντρα στο ρεύμα εκείνων που αποχωρούσαν.
Αυτή η τραγωδία, η δεύτερη μεγαλύτερη στα χρονικά του βρετανικού ποδοσφαίρου μετά το «Χίλσμπορο», έγινε αφορμή να εκδοθεί -το 1973- ο πρώτος Οδηγός για την ασφάλεια των γηπέδων. Το ίδιο το «Αϊμπροξ» άλλαξε ριζικά. Τόσο, ώστε η χωρητικότητά του μειώθηκε στις 44.000 θέσεις, από 80.000 που ήταν το 1971. Αλλά δεν έπαψε, ποτέ, να θεωρείται «καταραμένο». Σε τέσσερις διαφορετικές περιπτώσεις ξεψύχησαν εκεί, συνολικά, 94 άνθρωποι.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News