Οι παλιοί τον θυμούνται μπασκετμπολίστα -του Ολυμπιακού και της Εθνικής- με εξειδίκευση στα σουτ από τη γωνία: ταμπλό και μέσα. Στην Ελλάδα των 70’s ο αθλητισμός ήταν ερασιτεχνικός ακόμη, και ο μπον-βιβέρ Στιβ Γιατζόγλου υπήρξε από τους πρώτους εισαγωγείς του life style.
Οι νεώτεροι τον γνώρισαν ως προπονητή. Τίποτα το σπουδαίο, αν και πέρασε από μια ντουζίνα συλλόγους. Τον περασμένο Νοέμβριο, όταν ανέλαβε την Καβάλα στα 66 του (έπειτα από οκτώ χρόνια αποχής από τα γήπεδα), διάβασε την απορία στα μάτια των παικτών του: τι δουλειά έχει εδώ, αυτός ο θείος; «Οσοι δεν με ξέρετε, ψάξτε με στο Google», τους απάντησε χωρίς να τον ρωτήσουν.
Αλλά, αν τον «γκουγκλάρεις», μπάσκετ θα βρεις μόνο… στο βάθος. Εδώ και 28 χρόνια, από τότε που σταμάτησε να παίζει, άλλαξε επάγγελμα. Εγινε σόουμαν. Διασκεδαστής. Χαβαλές, αθυρόστομος και σπεσιαλίστας της προσβλητικής χοντράδας. Του τύπου, «εάν αναθέσω στον Ζευγώλη να μαρκάρει τον τοίχο, ο τοίχος θα βάλει ξεκούραστα τριάντα πόντους». Μαγκιά, ατάκα και «αμερικανιά». Και, στα διαλείμματα, κόουτς.
Βλέποντας ότι το greeklish στιλάκι του πουλάει, σε μια κοινωνία που αγοράζει ό,τι να ‘ναι, το καλλιέργησε. Στις ΗΠΑ, όπου γεννήθηκε και έζησε τις δυο πρώτες δεκαετίες της ζωής του, θα ήταν μια διάσημη και ακριβοπληρωμένη τηλεπερσόνα. Εδώ, έγινε… ο Αλέφαντος του μπάσκετ. Το λαϊκό παιδί που τα λέει «χύμα και τσουβαλάτα». Από τη Β’ Πειραιά ο ένας, από τη… Β’ Νέας Υόρκης ο άλλος.
Εθνικιστής ήταν ανέκαθεν. Στην Ελευθεροτυπία του 2010, ο Φίλιππος Συρίγος είχε αφηγηθεί την περιπέτεια της Εθνικής μπάσκετ όταν είχε ταξιδέψει στην Αγκυρα για να αγωνιστεί με την Τουρκία, το 1974, περίπου 20 ημέρες πριν από την εισβολή στην Κύπρο. Σε ένα γήπεδο που έβραζε από ιερό φανατισμό, ο Γιατζόγλου έπιασε επιδεικτικά τα γεννητικά του όργανα την ώρα που παιζόταν ο τουρκικός εθνικός ύμνος. Το πώς έφυγαν σώοι από ‘κει μέσα, ήταν θαύμα.
Είναι και ρατσιστής, αν και μεγάλωσε στην πολυφυλετική πλευρά των ΗΠΑ κάνοντας παρέα με τους μαύρους και τους πορτορικανούς. Αλλά με μια δική του, ταξική παραλλαγή: οι πλούσιοι μετανάστες είναι καλοί, ιδίως αν παίζουν καλό μπάσκετ. Οι υπόλοιποι, είναι φύρα. Ενας Ντόναλντ Τραμπ τους χρειάζεται, να τους πάρει φαλάγγι. Για όποιον μπορούσε να δει πίσω από το «χιούμορ» του, τα δείγματα υπήρχαν.
Ο κατάλογος των αθλητών που προκάλεσαν θύελλα όταν «ακούμπησαν» την πολιτική, είναι μακρύς
Πέρα από το μπάσκετ δεν σκαμπάζει πολλά, κι ας παριστάνει τη «γάτα». Οταν ο Γουλανδρής τον έφερε στην Ελλάδα ως Στιβ Γιάνγκ, το 1972, πήρε μαζί του όσα ρολά από χαρτιά υγείας μπορούσε να χωρέσει σε μια βαλίτσα. Είχε πιστέψει ότι οι άνθρωποι εδώ είναι τόσο φτωχοί, που δεν έχουν τουαλέτες και κάνουν την ανάγκη τους στα χωράφια.
Εθνικιστής, ρατσιστής, ημιμαθής, ευκολόπιστος, λάτρης των πάσης φύσεως προκλήσεων (ήταν ο μόνος που δέχτηκε να αναλάβει τον Αρη την εποχή που ο πρόεδρος Θεόφιλος Μητρούδης είχε διώξει τον Γκάλη) και «επιθετικός», τουλάχιστον στον λόγο του. Η τυπική σταγόνα του νερού που ποτίζει την εγκληματική οργάνωση – κόμμα του Μιχαλολιάκου. Για όσους τον γνωρίζουν από παλιά, η χθεσινή ακροδεξιά του παράσταση δεν ήταν έκπληξη.
Ο κατάλογος των αθλητών που προκάλεσαν θύελλα όταν «ακούμπησαν» την πολιτική, είναι μακρύς. Το τιτίβισμα της Βούλας Παπαχρήστου για τα κουνούπια του Δυτικού Νείλου, ο ναζιστικός χαιρετισμός του Γιώργου Κατίδη σε ένα ματς της ΑΕΚ με τη Βέροια, η φωτογραφική πόζα του αλβανού μέσου του ΠΑΟΚ, Εργκούς Κάτσε, με την μπλούζα της παραστρατιωτικής οργάνωσης UCK. Μακρύς, αλλά και διεθνής.
Τον τερματοφύλακα της Γιουβέντους και της Ιταλίας, τον Μπουφόν, ακόμη και σήμερα -στα 38 του- τον καταδιώκει μια ιστορία από τότε που ήταν 21 και έπαιζε στην Πάρμα. Κι ας απολογήθηκε, πολλές φορές, ότι δεν γνώριζε πως το νούμερο «88», που διάλεξε για τη φανέλα του, ήταν το «Heil Hitler» των Ναζί. Για ‘κείνον, ήταν απλώς τέσσερα μηδενικά που συμβόλιζαν τέσσερις μπάλες.
Ο Ρομπέρτο Κάρλος διόρθωσε αμέσως το λάθος του, να υπογράψει φανέλα στον Χοσέ Λουίς Οτσαΐτα, αρχηγό των «Ultra Sur», οργανωμένων οπαδών με ακροδεξιές πολιτικές πεποιθήσεις.
Ο Νικολά Ανελκά, όταν έπαιζε στη Γουέστ Μπρομ, ισχυρίστηκε ότι δεν γνώριζε πως το κενέλ (quenelle) -το πέρασμα του ενός χεριού μπροστά από το στήθος για να αγγίξεις τον ώμο του άλλου χεριού, είχε πολιτικο-θρησκευτικό χαρακτήρα.
Το νεαρό της ηλικίας και η άγνοια είναι δυο σημαντικά ελαφρυντικά. Μόνο που, στην περίπτωση του γεννημένου το 1949 Γιατζόγλου (ο οποίος, μάλιστα, το 2006 κατέβηκε στις αυτοδιοικητικές εκλογές με υποψήφιο υπερνομάρχη τον Αργύρη Ντινόπουλο), δεν ισχύουν. Εδώ δεν πρόκειται για λάθος, αλλά για συνειδητή επιλογή.
Ο Γιατζόγλου ανήκει στην κατηγορία του Αμπιάτι. Του 40χρονου ιταλού γκολκίπερ που τον Αύγουστο του 2007 είχε προκαλέσει την κοινή γνώμη δηλώνοντας υπέρμαχος της πολιτικής του Μουσολίνι. Ή του Πάολο Ντι Κάνιο, πρώην ποδοσφαιριστή και νυν προπονητή που εμφανίστηκε στην ιταλική τηλεόραση επιδεικνύοντας το τατουάζ του «Dux» (Δούκας, δηλαδή Μουσολίνι) και δεν έκρυψε ποτέ τα ακροδεξιά του αισθήματα.
Αλλά, το πρόβλημα δεν είναι οι ακραίες πολιτικές πεποιθήσεις του κάθε άμυαλου αθλητή ή ενός παλαίμαχου που φασιστοφέρνει στα γεράματα. Είναι ο τίτλος της αυθεντίας που απονέμουμε σε όσους κλωτσάνε καλά, σουτάρουν καλά, πηδάνε καλά ή τραγουδάνε καλά. Οτι πέφτουμε από τα σύννεφα, όταν διαπιστώνουμε το σκοτάδι που κρύβουν στο κεφάλι τους. Οτι τους καλούμε σε πολιτικά πάνελ και τους βάζουμε στα ψηφοδέλτια. Σαν να δίνουμε στη Θεανώ Φωτίου να προπονήσει μια ομάδα μπάσκετ.
Οπως θα έλεγε και ο ίδιος ο Στιβ στον καθρέφτη του, μετά την εμφύτευση της νέας… χαίτης του, άντε και καλή μεταμόσχευση… μυαλών.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News