Υπάρχει μία χαριτωμένη άσκηση πολιτικής φαντασίας που φέρει τον μακαριστό Χριστόδουλο υγιή και ακμαίο στον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Αυτή είναι η βασική συνθήκη-μαγνήτης. Πάνω της μπορεί να κολλήσει όποιο σενάριο σας κάνει κέφι ή ταιριάζει καλύτερα με αυτό που πίνετε. Τι θα έκανε, ας πούμε, ο μακαριστός σε αυτά τα χρόνια της κρίσης; Τον Μακάριο, είναι μία προφανής απάντηση.
Μόνο ο Θεός ξέρει στα σίγουρα, αλλά και για αυτό μη βάζετε το χέρι σας στο Ευαγγέλιο. Ο Χριστόδουλος αναπαύεται στο Α’ Νεκροταφείο, μόλις μπεις αριστερά, δύο βήματα από τον Ανδρέα. Αν δεν βρισκόταν εκεί, τα πολιτικά πράγματα της χώρας, πιθανότατα, θα είχαν πάρει άλλη τροπή. Πιο συναρπαστική ή και πιο διασκεδαστική, ανάλογα με τη γωνιά που θα τα έβλεπε κανείς. Το βέβαιον είναι πώς θα είχαμε πολλές, πάρα πολλές, ευκαιρίες για να σταυροκοπηθούμε.
Πώς θα ήταν η σχέση του Χριστόδουλου με την κυβέρνηση της Πρώτης Φοράς; Εξαρτάται. Υπό συνθήκες μπορεί να συγκυβερνούσαν –σιγά μην άφηνε ο Χριστόδουλος τους Καμμένους να έχουν ρόλο και λόγο, κάτι τέτοιους μπορούσε να τους μοιράσει σαν αντίδωρο. Αν όμως ο Υψιστος έκανε τώρα ένα θαύμα και τοποθετούσε τον Χριστόδουλο στη θέση του Ιερώνυμου, αυτή τη στιγμή στο Σύνταγμα ένα εκατομμύριο άνθρωποι θα ήταν με τον Ακάθιστο Υμνο στο στόμα. Στην Πρώτη Φορά είναι τυχεροί που έχουν τον Ιερώνυμο στον θρόνο. Δεν θα τους βγάλει κόσμο στον δρόμο, αλλά, αν χρειαστεί, την κρίσιμη στιγμή, που συνήθως είναι Κυριακή πρωί, οι ιερείς της χώρας θα πουν δύο λόγια στο ποίμνιο.
Ο Αρχιεπίσκοπος διεμήνυσε προς την κυβέρνηση ότι αν εξετάζει το διαχωρισμό του Κράτους από την Εκκλησία, τότε καλόν είναι να δώσει τον λόγο στον λαό, δηλαδή να κάνει δημοψήφισμα –αν μη τι άλλο έχει τεχνογνωσία, συν τη θεία φώτιση που γενναιόδωρα θα χορηγηθεί. Μεταξύ μας, κανένας δεν πιστεύει ότι η κυβέρνηση σκέφτεται κάτι τέτοιο. Φωτιές καταπίνει μπροστά στο σκληρό πυρήνα των ψηφοφόρων της και το τελευταίο που θα επιθυμούσε τώρα θα ήταν ένα μέτωπο με την Εκκλησία. Και, εδώ που τα λέμε, αν το δούμε ψύχραιμα και χωρίς καμία ιδεολογική φόρτιση, η κουβέντα για τον διαχωρισμό Κράτους και Εκκλησίας είναι απολύτως απαραίτητη, μόνο που χρειάζεται ακόμα μια γενιά για να ξεκινήσει.
Δεν είναι μόνο η ιστορική διασύνδεση. Το κράτος αυτό θεμελιώθηκε με το κριτήριο της ορθόδοξης πίστης να χρησιμοποιείται στον προσδιορισμό του νέου Ελληνα.
Δεν είναι μόνο η βαθιά διείσδυση της Εκκλησίας στην ελληνική κοινωνία και στη συντηρητική της φύση.
Δεν είναι τα κόμματα του συντηρητικού φάσματος που λειτουργούν ως εξαπτέρυγα.
Δεν είναι ούτε ο υψηλός βαθμός επιρροής προς το ποίμνιο.
Αυτό που εμποδίζει την εκκίνηση μίας αληθινής συζήτησης για το διαχωρισμό Κράτους-Εκκλησίας είναι το έντονο θρησκευτικό συναίσθημα των Ελλήνων. Είναι οι γεμάτες εκκλησίες τα πρωινά της Κυριακής και στις θρησκευτικές γιορτές. Είναι η ενστικτώδης προσήλωση σε ένα πλαίσιο ιδεών που, ακόμα και σήμερα, ταυτίζει το εθνικό με το θρησκευτικό συναίσθημα. Είναι η εμπιστοσύνη ων ανθρώπων προς την Εκκλησία. Είναι αυτό που έμαθαν και δεν θέλουν να αλλάξουν. Είναι η αποστροφή τους προς τον κοσμοπολιτισμό και την παγκοσμιοποίηση.
Αν, εντελώς θεωρητικά, η κυβέρνηση έκανε δημοψήφισμα, ζητώντας από τους πολίτες να αποφασίσουν για το διαχωρισμό Κράτους και Εκκλησίας, η ιεραρχία δεν θα χρειαζόταν να κουνήσει ούτε το δαχτυλάκι της για να κερδίσει ένα θεαματικό αποτέλεσμα. Θα τελείωνε η κυριακάτικη λειτουργία και μέχρι το πρώτο exit poll θα είχε τελειώσει και η σχετική συζήτηση. Αυτές είναι μάχες που κερδίζονται μέρα με τη μέρα. Με τη διαβεβαίωση αντί του όρκου. Με την καύση των νεκρών. Με τα σύμφωνα συμβίωσης. Με την κατάργηση ή την αλλαγή των Θρησκευτικών. Με την έξωση του Ιησού από τα δικαστήρια. Και όταν κάποτε απομείνει μόνο η μισθολογική σχέση των ιερέων με το κράτος, τα πράγματα θα είναι πιο απλά. Πρώτα ο Θεός, κάποιοι από μας μπορεί να το δουν αυτό στις εσχατιές του βίου τους.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News