Τι θα ήταν η Βενετία χωρίς τον τουρισμό της; Η πανδημία κατάφερε να μετατρέψει αυτό το υπαρξιακό ερώτημα που αφορούσε ένα αόριστο μέλλον σε ένα δίλημμα που θα πρέπει να απαντηθεί γρήγορα.
Η αναγκαστική διακοπή —ή έστω υποβάθμιση— της τουριστικής δραστηριότητας από την άνοιξη του 2020 ως περίπου το καλοκαίρι του 2021 έδωσε μια μεγάλη ανάσα στην παραμυθένια πόλη των 260.000 κατοίκων αλλά των δεκάδων εκατομμυρίων τουριστών, με το πολύ ιδιαίτερο περιβάλλον των καναλιών.
Το καλοκαίρι που μας πέρασε, οπότε και η ιταλική κυβέρνηση ήρε πολλά από τα απαγορευτικά για εγχώριους και ξένους επισκέπτες, ο τουρισμός πήρε ξανά τα πάνω του. Ηρθαν πρώτα οι Ιταλοί, έπειτα Κροάτες και Αυστριακοί, έπειτα οι Αμερικανοί και, όταν χαλαρώσουν τα μέτρα, θα έρθει και η πλημμυρίδα των Κινέζων.
Και μετά, όταν πια με βεβαιότητα θα λέμε ότι τελείωσε η πανδημία ή ότι έπαψε να είναι κίνδυνος, τι θα γίνει; Πώς θα συμβιώνουν κάτοικοι και τουρίστες, πώς θα ξεφύγει η πόλη από την μονοκαλλιέργεια του τουριστικού προϊόντος; Οι εμπλεκόμενοι –δήμος, πολίτες, επιχειρηματίες— έχουν ο καθένας και από μία απάντηση και αντικρουόμενα συμφέροντα, γράφει ο Monde.
Ο μπερλουσκονικών τόνων δεξιός δήμαρχος Λουίτζι Μπρουνιάρο, που εξελέγη από τον πρώτο γύρο το 2020, ζει στη στεριά, όπως οι περισσότεροι Βενετσιάνοι, μακριά από τα κανάλια. Υποσχέθηκε ότι θα υλοποιήσει το παλιό σχέδιο για αντίτιμο 3-10 ευρώ, ανάλογα την ημέρα, ώστε να μπει κανένας στο ιστορικό κέντρο. Κάτι αντίστοιχο με μια προκράτηση για ένα επισκεφτούμε το μουσείο.
Το σχέδιο έχει πάει πίσω σχεδόν δύο χρόνια. Θα ίσχυε από την 1η Ιουλίου 2020, μετά αναβλήθηκε για το 2021 και πλέον, εκτός απροόπτου, θα εφαρμοστεί τον Απρίλιο του 2022. Οι Αρχές υποστηρίζουν ότι ο τουρίστας που έρχεται σε μια μοναδική πόλη πρέπει να έχει και την ψυχολογία ότι έρχεται σε μια μοναδική πόλη και όχι σε μια «πόλη φαστ-φουντ». Οι γονδολιέρηδες που ρώτησε η γαλλική εφημερίδα φαίνονται τουλάχιστον σκεπτικοί.
Η ιδέα, πάντως, δεν είναι καθόλου νέα. Ηδη από το 1969 η Unesco έχει επισημάνει προβλήματα από τον τουρισμό στην πόλη τα οποία ουδέποτε διορθώθηκαν. Από τη δεκαετία του ’90, εξηγεί στον Monde ο οικονομολόγος Γιαν φαν ντερ Μποργκ, η Βενετία και άλλες πόλεις με ιδιαίτερο ιστορικό κέντρο (όπως η Μπρυζ στο Βέλγιο) άρχισαν να αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα υπερτουρισμού.
Οι επιπτώσεις στους κατοίκους (οικονομικές, κοινωνικές), στο περιβάλλον, ακόμη και στο πολιτιστικό περιβάλλον ουδέποτε αξιολογήθηκαν ή θεραπεύθηκαν. Προείχε το κέρδος από τους τουρίστες το οποίο σταδιακά άδειασε από κατοίκους το ιστορικό κέντρο. Το 1951 ζούσαν 175.000 άνθρωποι που υποδέχτηκαν 500.000 τουρίστες· το 1987 είχαν μείνει 83.000 κάτοικοι και οι τουρίστες έγιναν 6 εκατομμύρια· σήμερα είναι περίπου 50.000 και οι τουρίστες ήταν 30 εκατομμύρια το 2019. Από την ανεκτή αναλογία του ενός κάτοικου για τρεις τουρίστες φτάσαμε στο ένας κάτοικος για 600 τουρίστες. Σταδιακά αδειάζει και το Μέστρε, η πόλη στην απέναντι στεριά. Ένα ενοχλητικό παράδοξο έκανε την εμφάνισή του τις ημέρες της πανδημίας λόγω αυτής της ερήμωσης από τους κατοίκους: η απουσία τουριστών έκανε την πόλη να μοιάζει ακατοίκητη.
Εν τω μεταξύ, τα ξενοδοχεία γιγαντώνονταν, η προσφορά κλινών υπερείχε της ζήτησης και η Βενετία (και πάλι: όχι μόνο αυτή) υπέκυψε στα πλήθη των τουριστών της μιας ημέρας ή της μιας βραδιάς που αφήνουν λίγα χρήματα στην πόλη και πιάνουν χώρο από όσους θέλουν να χαρούν την τουριστική εμπειρία με τους δικούς τους ρυθμούς.
Η λύση είναι, λοιπόν, περίπλοκη, εξηγεί ο Ντερ Μποργκ. Οι δημοτικοί σύμβουλοι εκτιμά ότι εξαρτώνται αφενός από τους ξενοδόχους και τους γονδολιέρηδες και αφετέρου από την Unesco. Μετά την εγγραφή της λιμνοθάλασσας της Βενετίας στους τόπους παγκόσμιας κληρονομιάς το 1987, οι έλεγχοι είναι συνεχείς και ο φορέας απειλεί ότι θα την εντάξει στους τόπους που κινδυνεύουν.
Ετσι ο βιώσιμος τουρισμός γίνεται μια χίμαιρα για την πόλη, γράφει ο Monde. Οι πολίτες καταλαβαίνουν και αυτοί πως ούτε γίνεται κάτι για τα πλήθη των τουριστών ούτε για την απεξάρτηση της οικονομίας της πόλης από τον τουρισμό.
Ως τότε (αν και εφόσον ληφθούν μέτρα), οι Βενετσιάνοι καταγράφουν τα πλήθη των τουριστών που αυξάνονται και πληθύνονται χάρη στο προηγμένο σύστημα παρακολούθησης που μετρά σε πραγματικό χρόνο πόσοι είναι και πού. Η «έξυπνη» αίθουσα ελέγχου παρακολουθεί μέχρι και την ταχύτητα που έχουν οι γόνδολες και τα καραβάκια στα κανάλια γιατί βέβαια εμφανίζεται και συνωστισμός. Παρακολουθώντας τη ροή των τουριστών οι Αρχές δηλώνουν ότι παίρνουν καλύτερες αποφάσεις για το πώς να διευθετηθεί όλο αυτό το πλήθος, αν και στην πράξη αναθέτουν στην τεχνητή νοημοσύνη να παίρνει τις δύσκολες αποφάσεις.
Ο γρίφος για το μέλλον της πόλης, ούτως η άλλως, δεν έχει εύκολη λύση. Η Βενετία δεν είναι η μόνη πόλη που ασφυκτιά από τους τουρίστες, ούτε η μόνη που εξαρτάται τόσο πολύ από αυτούς, αλλά η περίπλοκη γεωγραφία της (όπως η απειλή από την άνοδο της στάθμης των θαλασσών) απαιτεί δύσκολες αποφάσεις και επώδυνες λύσεις. Ο κάθε εμπλεκόμενος έχει και μια άλλη Βενετία στο μυαλό του.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News