Σχεδόν όλα τα μονοκλωνικά αντισώματα που έχουν αναπτυχθεί και έχουν χρησιμοποιηθεί έως τώρα για την αποτροπή της σοβαρής λοίμωξης Covid-19 φαίνεται να μην έχουν την ίδια αποτελεσματικότητα έναντι της νέας παραλλαγής Ομικρον, σύμφωνα με τις πρώτες εργαστηριακές –όχι κλινικές– μελέτες.
Σύμφωνα με το «Nature», οι αρχικές προδημοσιεύσεις των επιστημόνων αναφέρουν ενδείξεις από τα εργαστηριακά πειράματά τους ότι η Ομικρον είναι ανθεκτική, πλήρως ή εν μέρει, απέναντι ουσιαστικά σε όλες τις υπάρχουσες θεραπείες μονοκλωνικών αντισωμάτων,
Εφόσον αυτό επιβεβαιωθεί, τότε τα ήδη επιβαρυμένα νοσοκομεία, που προετοιμάζονται για το επερχόμενο νέο επιδημικό κύμα κρουσμάτων λόγω της Ομικρον, πιθανώς να μην μπορούν να «ποντάρουν» στα μονοκλωνικά αντισώματα, τουλάχιστον στον βαθμό που το έκαναν έως τώρα.
Τα αντισώματα αυτά είναι τεχνητές απομιμήσεις φυσικών αντισωμάτων και προορίζονται συνήθως για ασθενείς υψηλού κινδύνου για βαριά Covid-19.
Ηδη εταιρείες που παράγουν τέτοια αντισώματα, όπως η αμερικανική Regeneron, παραδέχονται ότι τα προϊόντα τους έχουν μικρότερη αποτελεσματικότητα κατά της Ομικρον σε σχέση με τις άλλες παραλλαγές. Με βάση τις έως τώρα δημοσιεύσεις ερευνητών, μόνο δύο μονοκλωνικά αντισώματα φαίνεται να διατηρούν κάποια αποτελεσματικότητα κατά της Ομικρον: το sotrovimab της αμερικανικής εταιρείας βιοτεχνολογίας Vir Biotechnology και της βρετανικής GSK, καθώς και το DXP-604 που τώρα περνάει από κλινικές δοκιμές στην Κίνα και αναπτύχθηκε από τις κινεζικές εταιρείες BeiGene και Singlomics.
Ηδη οι αμερικανικές υγειονομικές αρχές δήλωσαν ότι θα αξιοποιήσουν ευρύτερα το sotrovimab και θα το κατανείμουν στις πολιτείες των ΗΠΑ, ανάλογα με τον αριθμό των λοιμώξεων και νοσηλειών και την εξάπλωση της Ομικρον σε κάθε πολιτεία. Ομως, πολλές χώρες είτε αδυνατούν να καλύψουν την αναμενόμενη ζήτηση για το sotrovimab είτε δεν μπορούν να έχουν καθόλου πρόσβαση σε αυτό.
Μερικές θεραπείες βασίζονται σε ένα μόνο μονοκλωνικό αντίσωμα, ενώ άλλες σε ένα «κοκτέιλ» από περισσότερα τέτοια αντισώματα. Ολα, πάντως, προσδένονται στην πρωτεΐνη ακίδα του κορονοϊού, μειώνοντας έως 85% την πιθανότητα να προκαλέσει σοβαρή νόσο. Ομως η Ομικρον έχει πολλαπλές μεταλλάξεις στη συγκεκριμένη πρωτεΐνη, κάτι που εξασθενεί ή αναιρεί τη δράση των συγκεκριμένων θεραπειών, σε βαθμό μεγαλύτερο από τους αρχικούς φόβους των επιστημόνων. «Δεν περιμέναμε να δούμε τέτοια αλλαγή στην αποτελεσματικότητα των αντισωμάτων», δήλωσε ο ιολόγος Ολιβιέ Σβαρτς του Ινστιτούτου Παστέρ στο Παρίσι.
Ακόμη και το sotrovimab, που τα πάει καλύτερα, χρειάζεται περίπου τριπλάσια δοσολογία σε σχέση με τις άλλες παραλλαγές του κορονοϊού, για να μειώσει στο μισό τη δυνατότητα πολλαπλασιασμού της Ομικρον μέσα στο σώμα του ασθενούς. Η σχετική ανθεκτικότητα του συγκεκριμένου μονοκλωνικού αντισώματος, σύμφωνα με τον ιολόγο Στούαρτ Τέρβιλ του Ινστιτούτου Κίρμπι του Σίδνεϊ, πιθανώς οφείλεται στο ότι το sotrovimab στοχεύει σε ένα τμήμα της πρωτεΐνης-ακίδας που παραμένει αμετάβλητο σε πολλές παραλλαγές του ιού.
Μερικές μελέτες βρήκαν ότι και δύο αντισώματα που ανέπτυξε η AstraZeneca στο Κέιμπριτζ διατηρούν κάποια –αν και σημαντικά μειωμένη– εξουδετερωτική δράση κατά του ιού. Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τον δρα Σβαρτς του Παστέρ, τα εργαστηριακά στοιχεία πρέπει να επιβεβαιωθούν από κλινικά, δηλαδή πραγματικά, δεδομένα.
Αν όντως διαπιστωθεί ότι το «οπλοστάσιο» των μονοκλωνικών αντισωμάτων είναι σχετικά ανίσχυρο έναντι της Ομικρον, οι γιατροί θα χάσουν ένα εργαλείο-κλειδί για την αποτροπή της σοβαρής νόσησης. «Αν η Ομικρον “δαγκώνει” τόσο σκληρά, θα είναι συνταγή καταστροφής», δήλωσε ο Τέρβιλ.
Από την άλλη, τα αντιικά χάπια της Pfizer (Paxlovid, ένας συνδυασμός των nirmatrelvir και ritonavir) και της Merck (molnupiravir), τα οποία είναι πολύ φθηνότερα από τα μονοκλωνικά αντισώματα, αναμένεται να είναι αρκετά αποτελεσματικά κατά της Ομικρον, καθώς έχουν διαφορετικό μηχανισμό δράσης. Ειδικά το Paxlovid, με βάση την ανακοίνωση της Pfizer στις 14 Δεκεμβρίου, έχει αποτελεσματικότητα 89% στην αποτροπή της νοσηλείας και του θανάτου στους ασθενείς υψηλού κινδύνου, αρκεί η χορήγηση της θεραπείας να γίνει λίγο μετά την εμφάνιση των συμπτωμάτων.
Μια άλλη πρόκληση, σύμφωνα με τον λοιμωξιολόγο δρα Ρατζές Γκάντι του Γενικού Νοσοκομείου της Μασαχουσέτης, θα είναι οι γιατροί να διακρίνουν εγκαίρως αν ένας νοσηλευόμενος ασθενής έχει μολυνθεί από Δέλτα ή Ομικρον, επειδή αυτό θα καθορίσει ποιες θεραπείες είναι πιθανότερο να είναι πιο αποτελεσματικές στην περίπτωσή του. Ιδεατά, οι γιατροί θα έπρεπε να έχουν πρόσβαση σε ένα γρήγορο τεστ για την ανίχνευση της παραλλαγής. Χωρίς όμως αυτό το εργαλείο, θα πρέπει να πάρουν τις αποφάσεις τους πιο «τυφλά», με βάση το πόσο εξαπλωμένη είναι η Oμικρον στην περιοχή τους.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News