Στις εθνικές εκλογές, γενικά, ψηφίζουμε για το 100% των εθνικών αντιπροσώπων, δηλαδή του νομοθετικού σώματος της χώρας, και συνάμα, βάσει του εκλογικού συστήματος, για το ποιο κόμμα ή κόμματα, κατόπιν συμφωνίας τους, θα κυβερνήσουν.
Στις ευρωεκλογές, αντίθετα, ψηφίζουμε για σκάρτο 3% των αντιπροσώπων που θα συμμετέχουν στη νομοθετική δουλειά του ευρωκοινοβουλίου και διόλου για τη διακυβέρνηση, το εκτελεστικό μέρος, για το οποίο αποφασίζουν οι κυβερνήσεις των χωρών μελών. Αν το δούμε κάπως κυνικά, με άλλα λόγια, η ψήφος μας συνολικά δεν είναι και τόσο καθοριστική για την πορεία της Ευρώπης. Είναι όμως απαραίτητη, στον βαθμό που είμαστε και θέλουμε να είμαστε Ευρωπαίοι, να αποφασίζουμε και εμείς, στον βαθμό που ορίζει η πληθυσμιακή αναλογία μας, και άρα πρέπει να προσπαθήσουμε να εκλέξουμε τους καταλληλότερους ανθρώπους για να μας εκπροσωπήσουν, ακριβώς, στην Ευρώπη: όποιο κόμμα και να διαλέξουμε, ψηφίζοντας ευρωπαϊκά, πρέπει να διαλέξουμε ανθρώπους με γνώση των θεμάτων και ικανότητα κρίσης.
Από εκεί και πέρα, κάθε ευρωεκλογές, έχουν ένα άλλο ζητούμενο, και για την Ευρώπη αλλά και για κάθε χώρα ξεχωριστά. Το ευρωπαϊκό ζητούμενο αυτή τη στιγμή ο καθένας το βλέπει αλλιώς –κι ανάλογα το πώς βλέπει την Ευρώπη– και άρα είναι πολύ δύσκολο να ορίσουμε κάποια συνισταμένη, κάποιο κοινό όραμα. Σίγουρα πάντως, το πιο καίριο για όσους πιστεύουμε στην ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, είναι να ψηφιστούν κόμματα και παρατάξεις που θα υπηρετήσουν την ιδέα της, και που δεν συμμετέχουν στις εκλογές με πρόγραμμα αντιευρωπαϊκό. Γιατί είναι όσο παράλογο να ψηφίζεις στις Ευρωεκλογές κόμμα που δεν πιστεύει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όσο να ψηφίζεις στις εθνικές εκλογές κόμμα που δεν πιστεύει στην ανάγκη της ύπαρξης της Ελλάδας, ως κράτους, και επιθυμεί τη διάλυσή της.
Από εκεί και πέρα, οι ευρωεκλογές έχουν άλλη πολιτική σημασία, ανάλογα την εποχή που γίνονται. Σε έναν λαό εξόχως πολιτικοποιημένο, αν όχι στην πράξη πάντως στο κουβεντολόι, όπως είναι ο δικός μας, κάθε φορά οι ευρωεκλογές γίνονται με την οπτική και των εθνικών εκλογών: δεν διαλέγουμε δηλαδή μόνο ποιοι είναι καλύτερο να πάνε στο Ευρωκοινοβούλιο, αλλά και το ποιοι είναι καλύτεροι να κυβερνήσουν τη χώρα.
Ειδικά στις εκλογές της Κυριακής 26ης Μαΐου του 2019, η εθνική διάσταση προέχει. Και αυτό δεν είναι τυχαίο: οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο ότι είναι οι πρώτες εκλογές οποιουδήποτε είδους που γίνονται στον τόπο μας ύστερα από σχεδόν τέσσερα χρόνια. Υπάρχει, κατά συνέπεια, έντονη η ανάγκη του κόσμου να εκφράσει τις κύριες πολιτικές πεποιθήσεις του, για τη διακυβέρνηση της χώρας από το 2015 ως σήμερα.
Κατά τη δική μου γνώμη, άρα, όταν ο Πρωθυπουργός λέει ότι «οι ευρωεκλογές θα είναι ψήφος εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση» έχει δίκιο. Εκ των πραγμάτων έτσι θα είναι: όλοι θα θέλουμε να εκφράσουμε τη γνώμη μας, όπως μας λέει και ο Πρωθυπουργός, για την κυβέρνησή του, δηλαδή την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, που κυβέρνησε τη χώρα στη μέγιστη διάρκεια της τετραετίας, και την ΣΥΡΙΖΑ-συν-κάποιοι-άλλοι, στη μικρότερη. Η γνώμη αυτή πρέπει να εκφραστεί και πρέπει να εκφραστεί με καθαρότητα.
Παρακάτω, δεν μπορώ παρά να μιλήσω για τη δική μου. Δεν είμαι πολιτικός, δεν έχω πολιτικό γραφείο, ούτε εταιρεία πολιτικού μάρκετινγκ, ούτε άλλους μηχανισμούς να επηρεάζω ψηφοφόρους. Εχω μία ψήφο και μόνο, όπως όλοι οι πολίτες, και άρα μόνο γι’ αυτήν μπορώ να δώσω λόγο.
Η ψήφος μου αυτή θα είναι καταδικαστική για την κυβέρνηση. Κι αυτό γιατί πιστεύω ότι συνολικά έκανε μεγάλο κακό στη χώρα, σε δύο κυρίως τομείς, που έχουν ο καθένας πολλές υποδιαιρέσεις, που δεν συζητήσω εδώ: τον αξιακό τομέα και τον οικονομικό.
Στον οικονομικό, μας πήγε πίσω αρκετά χρόνια. Αυτό δεν το δείχνουν μόνο οι αντικειμενικοί δείκτες αλλά κυρίως η πασιφανής σε κάθε επίπεδο εχθρότητα της κυβέρνησης στην ιδιωτική επιχειρηματικότητα, την κύρια πλουτοπαραγωγική βάση της οικονομίας σε μια ελεύθερη χώρα, η πίστη της ότι η κύρια μέριμνα του κράτους είναι να φορολογεί τους πολίτες, αλλά και η ενθάρρυνση της ανομίας σε πολλές όψεις του δημόσιου βίου, που αποθαρρύνει την υγιή επιχειρηματικότητα. Και χωρίς υγιή επιχειρηματικότητα, που πάει να πει δουλειές και προκοπή, μια χώρα είναι καταδικασμένη στην παρακμή και την υποτέλεια —όπως ολοένα και περισσότερο είμαστε και εμείς.
Στον αξιακό τομέα, η κυβέρνηση κατάφερε πλήγματα σχεδόν σε κάθε βάση της κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης, και κάθε αρχή προόδου. Ηταν μια κυβέρνηση που συνδύασε τα χειρότερα στοιχεία από κάθε προηγούμενη, δεξιά, κεντρώα, ή κεντροαριστερή. Από την παλιά καραμανλική Δεξιά πήρε τον κρατισμό, από το Κέντρο την χαλαρότητα που επιβάλλουν καμιά φορά οι ίσες αποστάσεις, και από την Κεντροαριστερά την παλαιοπασοκική λογική του κράτους ως παρόχου οικονομικής στήριξης, την οποία, βέβαια, ολόκληρη, χρεώνονται οι εργαζόμενοι, μέσω των φόρων τους. Να χαρίζουμε δηλαδή με το ένα χέρι ενώ παίρνουμε τα διπλά με το άλλο.
Ανθρωποι που κυβέρνησαν χωρίς να τηρούν τον λόγο τους σε τίποτε, και πήγαιναν από πάνω να βγάλουν τρελούς όσους τους κατηγορούσαν ότι λένε και ξελένε
Η δηλωμένη θέση του κυβερνώντος κόμματος, πολλαπλά επαναλαμβανόμενη, έμμεσα και άμεσα, είναι θέση κατά της αξιοκρατίας, που πάει να πει κατά της δικαιοσύνης, ατομικής και κοινωνικής. Το έμαθα αυτό από τον αείμνηστο φίλο μου, τον σοφό Σταύρο Τσακυράκη: «Η αξιοκρατία είναι η βάση της δικαιοσύνης». Γιατί όταν δεν υπάρχει αξιοκρατία, κυριαρχεί η προσωπική σχέση, το ρουσφέτι, η διαπλοκή, το «ο δικός μου και ο ξένος», το συμφέρον των εχόντων (χρήματα, μέσα, ισχύ) και όχι των υπολοίπων. Αξιοκρατία δεν σημαίνει να ρίχνουμε στον Καιάδα τους μη-άξιους, αφού όλοι οι πολίτες σε μια δημοκρατία έχουν ίσα δικαιώματα. Αξιοκρατία σημαίνει να βασίζουμε την κοινωνία μας στις αρχές της προκοπής, της καλής και τίμιας εργασίας, της προόδου σε κάθε τομέα της ζωής. Το αντίθετο της αξιοκρατίας δεν είναι η δημοκρατία. Το αντίθετο της αξιοκρατίας είναι ο νόμος του ισχυροτέρου. Η κυβέρνηση που πολεμά την αξιοκρατία είναι μια κυβέρνηση που αντιπροσωπεύει το χειρότερο είδους συντηρητισμού, ολοταχώς πίσω στον νόμο της ζούγκλας.
Μα η μεγαλύτερη αποτυχία της κυβέρνησης στον αξιακό τομέα είναι η εγκαθίδρυση, ως κυρίαρχου ύφους εξουσίας, της υποκρισίας, της ψευτιάς και του θράσους. Ανθρωποι που κυβέρνησαν χωρίς να τηρούν τον λόγο τους σε τίποτε, και πήγαιναν από πάνω να βγάλουν τρελούς όσους τους κατηγορούσαν ότι λένε και ξελένε. Ανθρωποι που ανήγαγαν σε παλικαριά την αλητεία στον δημόσιο λόγο, που ανέχθηκαν υπουργούς τους να μιλάνε με γλώσσα αγοραία, έως και απειλητική, άνθρωποι που μόλις στρογγυλοκάθισαν στις καρέκλες της εξουσίας μιλούν και φέρονται με μια αλαζονεία που βλέπει κανείς μόνο σε δικτάτορες.
Καμαρώνει η κυβέρνηση ότι έχει επιτυχία στους ξένους. Πράγματι, σε πολλούς έχει, και ετούτο γιατί υπακούει πειθήνια σε πολλές εντολές τους. Αυτό καθαυτό δεν είναι κακό για τη χώρα: αν κάποιες επιταγές των ξένων είναι σωστές, γιατί να μην τις αποδεχτούμε; (Αυτό άλλωστε είναι μέρος της έννοιας ότι ανήκουμε σε ένα ευρύτερο σύνολο, την Ευρωπαϊκή Ενωση). Αλλά το ζήτημα με την κυβέρνηση αυτή είναι ότι μένει πιστή και πειθήνια στο γράμμα των εντολών, χωρίς όμως διόλου να έχει επηρεαστεί από το πνεύμα τους, από ό,τι καλό έχει να μας δώσει το άνοιγμά μας στη δημοκρατική Δύση. Γιατί μπορεί να υπακούει η κυβέρνηση τη Γερμανία ή τη Γαλλία ή την Αμερική σε πέντε πράγματα που ζητούν, κάποια από αυτά καλά, αλλά δεν έχει υιοθετήσει καμία από τις αξίες που έχουν κάνει αυτές τις χώρες μεγάλες. Αντίθετα, όπου μπορεί, στην εθνική ζωή, της υπονομεύει.
Ποιο ηθικό πλεονέκτημα; Του νταραβεριού με τους ολιγάρχες ενώ παριστάνουν τα παιδιά του λαού; Των στρατοπέδων συγκεντρώσεως για τους πρόσφυγες;
Δυστυχώς, το μοντέλο της ιδανικής κοινωνίας που έχει αυτή η κυβέρνηση δεν είναι το ευρωπαϊκό δημοκρατικό. Στον βαθμό που έχει ένα μοντέλο, και η γραμμή της δεν υπαγορεύεται από τη λυσσασμένη δίψα για εξουσία, είναι το σατράπικο μοντέλο των αυταρχικών καθεστώτων, του «έτσι κάνω γιατί έτσι γουστάρω, εγώ ο ηγέτης, ο από πάνω», της καταπάτησης των θεσμών, στο όνομα της εξουσίας. Αυτό για άλλους στην κυβέρνηση κατάγεται από την κομμουνιστική τους παιδεία, για άλλους καλλιεργείται και από τις φιλίες τους με αυταρχικά καθεστώτα, τύπου Μαδούρο και Ερντογάν, και για άλλους αποτελεί απλή εξωτερίκευση του έμφυτου εγωισμού τους, προσωπικού και κομματικού, που τους οδηγεί σε όλα.
Προσοχή: δεν πιστεύω στους ιδανικούς ή τέλειους πολιτικούς. Είμαι πραγματιστής, και θεωρώ ότι στις εκλογές διαλέγουμε τους λιγότερο κακούς. Και βάσει αυτού πιστεύω ότι σίγουρα, αν εξαιρεθούν κάποια ακραία κόμματα που αποκλείεται να πάρουν την εξουσία να κυβερνήσουν, η χειρότερη επιλογή σε ετούτες τις εκλογές είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα της υποκρισίας, της ψευτιάς, της έλλειψης μπέσας και του θράσους.
Δεν έχουν πει ως τώρα αλήθεια σε τίποτε, δεν έχουν τηρήσει καμία υπόσχεση και καμία αρχή τους. Το ηθικό πλεονέκτημα που τάχα προβάλλουν, μόνο ως μακάβριο αστείο μπορεί να εννοηθεί. Ποιο ηθικό πλεονέκτημα; Του νταραβεριού με τους ολιγάρχες ενώ παριστάνουν τα παιδιά του λαού; Των στρατοπέδων συγκεντρώσεως για τους πρόσφυγες, ενώ δισεκατομμύρια κονδυλίων για τον σκοπό αυτό ρέουν προς άγνωστη κατεύθυνση—και εκείνοι κομπάζουν ως ανθρωπιστές; Το ηθικό πλεονέκτημα της αφαίμαξης της χώρας από τον πλούτο που παράγουν οι εργαζόμενοι για να πηγαίνει σε κομματικούς διορισμούς; Το ηθικό πλεονέκτημα της ανοχής, ή και εγκαθίδρυσης παρακρατικών ομάδων κάθε λογής, με κρατική ανοχή, που είτε καταστρέφουν τον δημόσιο πλούτο, είτε διαλύουν την κοινή μας ζωή, είτε αρπάζουν αθώους ανθρώπους, που ζητούν άσυλο στη χώρα μας και σα μαφιόζοι τους στέλνουν στα μπουντρούμια των τυράννων που μας τους ζητάνε; Ή μήπως το ηθικό πλεονέκτημα τού να πετάνε δυο τρία κατοστάρικα ευρώ σε ανθρώπους τους οποίους στράγγισαν για τέσσερα χρόνια από το υστέρημά τους, προσβάλλοντας εκτός από το ήθος και το φιλότιμό μας, κάνοντάς το μια βδομάδα πριν από τις εκλογές. Μπαξίσι θέλουν μας δώσουν δηλαδή για να τους ψηφίσουμε; Ε, δεν το θέλουμε. Θα ψηφίσουμε ό,τι θέλουμε εμείς, όχι αυτοί.
Καταλήγω. Θα καταψηφίσω τον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν τους εμπιστεύομαι, δεν τους πιστεύω σε τίποτε πια, γιατί έχουν δείξει ότι είναι ανάξιοι πίστης και εμπιστοσύνης σε χίλιες δυο ευκαιρίες. Θα ψηφίσω στις εκλογές κυρίως για να χάσει ο ΣΥΡΙΖΑ, το λέω καθαρά. Μα η πιο αποτελεσματική ψήφος σε αυτή την κατεύθυνση θα είναι προς το δημοκρατικό και φιλοευρωπαϊκό κόμμα, ή τα κόμματα, που θα μπορούν να κυβερνήσουν, όταν έρθει η ώρα η καλή να τους διώξουμε, στις εθνικές εκλογές.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News