Το οικονομικό ρεπορτάζ έχει για σήμερα δύο βασικές ειδήσεις. Η πρώτη μας λέει ότι ένα στα τρία εκκαθαριστικά της Εφορίας είναι χρεωστικό με τη μέση οφειλή στα 590 ευρώ. Η δεύτερη μας ενημερώνει ότι σήμερα, εκτός από τις συντάξεις του Ιουνίου, που θα καταβληθούν νωρίτερα, θα μπουν στους λογαριασμούς των δικαιούχων τα επιδόματα και οι ενισχύσεις που επρόκειτο να χορηγηθούν στο τέλος του μήνα.
Αναμενόμενο και εξόχως πολιτικάντικο. Είναι άλλο να πηγαίνεις στην κάλπη με άδειο τον τραπεζικό σου λογαριασμό και άλλο να βλέπεις στο πιστωτικό υπόλοιπο τη γενναιοδωρία του κράτους, έτσι όπως την περιέγραψε ο Πρωθυπουργός. Από την πλευρά της κυβέρνησης λέγεται ότι υπάρχει πρόνοια για τους ετεροδημότες που θα μετακινηθούν. Κοροϊδευόμαστε, αλλά, εντάξει, δεν είναι η πρώτη, ούτε η τελευταία φορά. Μιλάμε, άλλωστε, για το βασικό κυβερνητικό όπλο στην εκλογική αρένα: «εμείς σας τα δίνουμε, ο Μητσοτάκης θα έρθει για να σας τα πάρει». Και από δίπλα παίζουν τα ρεπορτάζ με αυθόρμητους συνταξιούχους να δηλώνουν ότι τώρα ανάσαναν. Σαν να βλέπεις διαφήμιση ορθοπεδικής ζώνης στο τηλεμάρκετινγκ.
Στην κυβέρνηση αισιοδοξούν ότι οι παροχές και η σχετική ρητορική θα λειάνουν σε μεγάλο βαθμό τις προθέσεις του εκλογικού σώματος που, ενδεχομένως, στέκεται με δυσθυμία μπροστά στον απολογισμό της τελευταίας τετραετίας. Δεν είμαι σίγουρος κατά πόσο αυτό είναι σωστό. Όταν οι παροχές δίδονται σε μία περίοδο κατά την οποία η κυβέρνηση αισθάνεται πίεση, οι ψηφοφόροι αντιλαμβάνονται και τον δόλο και τον κίνητρο. Ασφαλώς και είναι καλοδεχούμενο οτιδήποτε πάρουν, αλλά δεν αποκλείεται να αξιολογήσουν αρνητικά τον ταπεινό χαρακτήρα του κινήτρου. Αντιθέτως, όταν η κυβέρνηση είναι ισχυρή, οι παροχές δύναται να ενισχύσουν την ακτινοβολία του ηγέτη της.
Βλέποντας, λοιπόν, τις ειδήσεις δίπλα-δίπλα, από τη μία η πρόωρη καταβολή συντάξεων και επιδομάτων και από την άλλη τα εκκαθαριστικά της Εφορίας, αντιλαμβάνομαι ότι η επικείμενη αναμέτρηση αντιπροσωπεύει ένα σαφή διαχωρισμό στο εκλογικό σώμα. Αυτοί που εισπράττουν επιδόματα και εκείνοι που τα πληρώνουν. Όλοι τους βρίσκονται σε κατάσταση ομηρίας, αλλά υπό διαφορετικό καθεστώς.
Οι δικαιούχοι των επιδομάτων είναι σε μεγάλο ποσοστό άνθρωποι που φτωχοποιήθηκαν στη διάρκεια της κρίσης ή, τέλος πάντων, δεν είχαν την ευκαιρία για να διεκδικήσουν μία καλύτερη ζωή. Ανεργοι ή σε καθεστώς ημιαπασχόλησης, υπάλληλοι επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν υψηλότατο φορολογικό και ασφαλιστικό κόστος. Και φυσικά συνταξιούχοι που συντηρούν ολόκληρες οικογένειες. Και από την άλλη είναι εκείνοι με το χρεωστικό εκκαθαριστικό. Από αυτούς, το 20% καλείται να πληρώσει μεγαλύτερο φόρο σε σχέση με πέρσι. Και, φυσικά, οι επιχειρήσεις που, λόγω φορολόγησης και εισφορών, δουλεύουν συνεταιρικά με το κράτος.
Και κάπως έτσι, το δίλημμα τίθεται σχεδόν απλουστευτικά. Από τη μία είναι ο Τσίπρας που λέει ότι θα αυξήσει τα επιδόματα. Και από την άλλη είναι ο Μητσοτάκης που λέει ότι θα μειώσει τους φόρους για να δώσει ευκαιρία στην ανάπτυξη. Ποιος από τους δύο είναι πιο πειστικός; Θα το μάθουμε όταν κλείσουν οι κάλπες. Βέβαια αν ήταν μόνο αυτό το δίλημμα που μπαίνει στο τραπέζι, τα πράγματα θα ήταν καλύτερα για την κυβέρνηση. Είναι όμως η πρώτη κάλπη μετά από, σχεδόν, τέσσερα χρόνια. Μία κανονική, συνολική αποτίμηση πεπραγμένων, μία πλήρης αξιολόγηση.
Η αντιπολίτευση μετριέται κυρίως για τις προθέσεις της και δευτερευόντως για το παρελθόν της. Η κυβέρνηση θα μετρηθεί για τα πεπραγμένα και το παρόν της. Οσο και αν προσπαθεί να κρύψει τώρα τον Πολάκη, τα κότερα, το Μάτι, την έπαρση και τις εκτροπές, ο συνολικός λογαριασμός θα περιλαμβάνει και αυτά. Εκτός και αν το μάσημα ενός επιδόματος προκαλεί απώλεια μνήμης. Θα το μάθουμε και αυτό την Κυριακή.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News