Θυμάμαι τον παππού μου στο χωριό, να φοράει τα απογεύματα το καλοσιδερωμένο του σακάκι και να με αποχαιρετά με τη φράση «πάω στην αγορά». Αισθανόμουν ανταγωνιστικά απέναντι σε αυτή την «αγορά», διεκδικούσαμε εξάλλου και οι δύο το ενδιαφέρον του παππού μου τα απογεύματα κι εγώ έχανα, αυτή κέρδιζε. Ως λέξη μου θύμιζε την αγορά των προϊόντων, τη λαϊκή αγορά. Στην πορεία, όταν άρχισε να με παίρνει μαζί του, κατάλαβα ότι επρόκειτο για κάτι εντελώς διαφορετικό: ήταν το μέρος όπου συγκεντρώνονταν μετά τις αγροτικές εργασίες όλοι και συζητούσαν. Η πολιτική είχε ξεχωριστή θέση σε αυτές τις κουβέντες, που συχνά γίνονταν έντονες, πολύ συχνά γεμάτες φωνές, αλλά κανείς ποτέ δεν έφευγε μαλωμένος. Υπήρχε μια βαθιά αίσθηση της πολιτικής ως συγκέντρωσής και συνύπαρξης, ακόμα και για τη γενιά των παππούδων μου, που είχαν πολεμήσει κυριολεκτικά ο ένας εναντίον του άλλου σε έναν Εμφύλιο Πόλεμο.
Γιατί τα θυμάμαι όλα αυτά; Γιατί σκέφτομαι πως στο περιβάλλον ενός ημιορεινού χωριού της Φθιώτιδας τη δεκαετία του ’90 ο χώρος που γινόταν η πολιτική συζήτηση, από την πλατεία ως το Κοινοβούλιο, αντιμετωπιζόταν με την αρχαία ελληνική του διάσταση, αυτή της «αγοράς»: μιας συγκέντρωσης ανθρώπων που συζητούσαν και συνυπήρχαν μέσα από τη συζήτηση για το κοινό καλό. Και σκέφτομαι ακόμα πόσο διαφορετική είναι μια τέτοια αντίληψη της πολιτικής ως «αγοράς» από την προσέγγιση της πολιτικής ως λαφύρου εξουσίας, ως «μαγαζιού». Μια προσέγγιση που τόσο άδικα για τον αρχαίο ελληνικό όρο θα μπορούσε να ονομαστεί «αγοραία».
Στην επικαιρότητα τώρα: μέχρι στιγμής, γνωρίζαμε ότι η σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με τους συνταγματικούς θεσμούς είναι προβληματική. Είχαμε την εικόνα της περιφρόνησης της έννοιας των θεσμικών αντιβάρων και των περιορισμών που απορρέουν από τη διάκριση των εξουσιών, συνδυασμένη με έντονες τάσεις συνταγματικού λαϊκισμού. Τώρα, με τη δημοσίευση της συνομιλίας Παππά έρχονται στην επιφάνεια οι βαθύτεροι λόγοι πίσω από την απαξιωτική στάση του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στους θεσμούς. Αυτό που όμως ξαφνιάζει είναι ότι οι λόγοι αυτοί δεν είναι συγκυριακοί ή έστω ιδεολογικοί αλλά έγκεινται στην ίδια την πρόσληψη της πολιτικής από μεριάς των στενότερων μελών του ηγετικού πυρήνα της σημερινής αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η εξουσία γίνεται αντιληπτή ως μαγαζί, η πολιτική ως σχέση πελατείας.
Τι να υποθέσουμε λοιπόν ως πολίτες; Ότι ένα κόμμα εξουσίας διεκδίκησε και πέτυχε το 2015 την εκλογική νίκη υποσχόμενο στους πάντες τα πάντα για να ανοίξει ένα τέλει ένα «μαγαζί»;
Οσο λυπηρό κι αν ακούγεται αυτό κι όσο κι αν θέλουμε ανθρώπινα να κρατάμε τη θετικότερη δυνατή εκδοχή των πραγμάτων, η συνομιλία Παππά δεν γίνεται παρά να σοκάρει. Η εξουσία ως εμπόρευμα και ως μέσο για την εξυπηρέτηση αμιγώς προσωπικών κινήτρων είναι κάτι που μπορεί να προκαλέσει αποστροφή σε κάθε πολίτη που ανοίγει την τηλεόραση και ακούει τον σχετικό διάλογο. Μπροστά στον κίνδυνο διολίσθησης προς την απαξίωση της πολιτικής στρέφομαι λοιπόν σε εκείνη την «αγορά» που πήγαινε ο παππούς μου. Και καταλαβαίνω πως εν τέλει, όσο και αν κάποιοι το 2015 δίχασαν και φώναξαν για να ανέλθουν στην εξουσία και να γίνουν ευκαιριακά «μαγαζάτορες», η πολιτική δε θα πάψει να ασκεί τη γοητεία της. Γιατί δεν πιστεύω ότι η ιστορία των πραγμάτων είναι η ιστορία των παραφθορών και του ευτελισμού τους: αγορά λοιπόν και όχι μαγαζί.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News