Αν ζούσε, ο Τσαρλς Μπρόνσον θα γινόταν φέτος 100 ετών. Ο πιο διάσημος σταρ ταινιών δράσης όλων των εποχών ήταν ο πιο αινιγματικός, ο πιο λακωνικός, και ο πιο όμορφος άσχημος ηθοποιός του καιρού του, που έπαιξε επίσης σε μερικές από τις πιο κακές ταινίες που είδαμε ποτέ στο σινεμά, χωρίς όμως να επηρεαστεί στο ελάχιστο η φήμη του. Ο σούπερ μάτσο μινιμαλισμός έγινε το σήμα κατατεθέν του Μπρόνσον, αποδείχτηκε, μάλιστα, ότι είχε εξαιρετικά μεγάλη επιρροή σε νεώτερους συναδέλφους του: ηθοποιοί όπως ο Μπρους Γουίλις, ο Λίαμ Νίσον και ο Τζέισον Στάθαμ έχουν παίξει εξίσου ανέκφραστους ήρωες σε πιο πρόσφατες ταινίες δράσης χωρίς όμως ποτέ να φτάσουν την απόκοσμη ηρεμία του Μπρόνσον.
Ο Μπρόνσον, ο οποίος πέθανε το 2003 σε ηλικία 82 ετών, δεν δείχνει ποτέ ανοιχτά θλίψη ή θυμό στην οθόνη, ωστόσο πολλοί από τους χαρακτήρες που υποδύεται έχουν υποστεί ακραία τραύματα στο παρελθόν τους, μας θυμίζει στον Independent, ο Τζέφρι Μακνάμπ. Γενικά, οι ήρωές του θέλουν να πάρουν εκδίκηση. Το πρόσωπο του Μπρόνσον παραμένει διαρκώς απαθές, αλλά, στις καλύτερες ερμηνείες του μεταφέρει τον πόνο και τη λαχτάρα του με το εκφραστικό βλέμμα του ή απλά παίζοντας φυσαρμόνικα, όπως στο «Κάποτε στη Δύση» (1968), το επικό σπαγγέτι γουέστερν του Σέρτζιο Λεόνε, που αναδείχτηκε σε μια από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. Μιλάει πάντα πολύ απαλά, πράγμα χρήσιμο για να γίνεται αρεστός στο κοινό –φαίνεται τόσο ευγενικός- αλλά και ακόμη πιο απειλητικός: Θα μπορούσε να γίνει βίαιος ανά πάσα στιγμή.
Στις λιγότερο σπουδαίες ταινίες του, ιδίως εκείνες του σκηνοθέτη Μάικλ Γουίνερ, η συμπεριφορά του φαίνεται συχνά περίεργη. Μοιάζει σαν να του λείπει βασική ανθρώπινη ενσυναίσθηση. Σε μια από τις πιο γελοίες σκηνές στην ταινία «Σε νόμιμη άμυνα» (1985) -το τρίτο σίκουελ του «Εκτελεστή της Νύχτας» (1974)-, η γυναίκα (Ντέμπορα Ράφιν), με την οποία μόλις ξεκίνησε μια σχέση, τον περιμένει στο αυτοκίνητο ενώ εκείνος πηγαίνει να πάρει την αλληλογραφία του. Νεαροί κακοποιοί της επιτίθενται και τη σκοτώνουν. Βγαίνοντας από το ταχυδρομείο, ο Μπρόνσον αντιδρά τυπικά ως Μπρόνσον, δείχνοντας μια ελαφριά ενόχληση, σαν να πήρε μια κλήση για παράνομη στάθμευση.
Αλλά ούτε ο σωματικός πόνος επηρέασε τον χαρακτήρα, που υποδύθηκε ο Μπρόνσον. Στην ίδια ταινία, όταν ένας από τους γκάνγκστερ τού καρφώνει ένα μαχαίρι στην πλάτη, βγάζει τη λεπίδα και την κοιτάζει με περιέργεια σαν να μην μπορεί να πιστέψει ότι προοριζόταν γι’ αυτόν.
Ο Μπρόνσον «είναι το πεπρωμένο… ένα είδος βράχου από γρανίτη, αδιαπέραστος αλλά σημαδεμένος από τη ζωή. Γνώρισα πολλούς ανθρώπους στις Ηνωμένες Πολιτείες – επιχειρηματίες, επικεφαλής εταιρειών -, άτομα που ειλικρινά ήταν ακόμη πιο σκληρά από τον χαρακτήρα του Μπρόνσον. Και έχουν ακριβώς το ίδιο χαμόγελο με τον Τσαρλς Μπρόνσον: απειλητικό, ανησυχητικό», γράφει ο Κρίστοφερ Φρέιλινγκ στη βιογραφία του Σέρτζιο Λεόνε αναφέροντας τι έχει πει ο ιταλός σκηνοθέτης για τον αμερικανό ηθοποιό.
Οταν ο Μπρόνσον πήρε τον αναμφισβήτητα σημαντικότερο ρόλο της καριέρας του στο «Κάποτε στη Δύση», τα αφεντικά της Paramount ένιωσαν αμηχανία. Τον γνώριζαν από τους δεύτερους ρόλους, που είχε παίξει στις ταινίες «Και οι επτά ήταν υπέροχοι» (1960) και «Και οι 12 ήταν καθάρματα» (1967), στις οποίες έδειχνε μεν κακός και χαρισματικός ως μέρος μιας μεγαλύτερης ομάδας, αλλά όχι ικανός να πάρει πάνω του μια ταινία μεγάλου προϋπολογισμού. Ο Λεόνε, ωστόσο, είδε τον αμερικανό ηθοποιό ως την τέλεια επιλογή για τον οπλοφόρο με τη φυσαρμόνικα.
Και πράγματι ο Μπρόνσον αποδείχτηκε τόσο ανεξιχνίαστος, που γοήτευσε το κοινό. Ηταν τόσο σιωπηλός όσο ο «Ανθρωπος χωρίς όνομα», όπως είναι γνωστός ο Κλιντ Ιστγουντ στην περίφημη «Τριλογία των Δολαρίων» (τα τρία σπαγγέτι γουέστερν «Για Μια Χούφτα Δολάρια», 1964, «Μονομαχία στο Ελ Πάσο», 1965 και «Ο Καλός, ο Κακός και ο Ασχημος» 1966) του Σέρτζιο Λεόνε Λεόνε. Ηταν προφανές ότι κάτι κρυβόταν πίσω από το θλιμμένο, μυστηριώδες βλέμμα του. Δεν χρειαζόταν να πει πολλά. Χάρη στις κοντινές λήψεις του Λεόνε, το πρόσωπο του Μπρόνσον έκανε όλη τη δουλειά.
Οπως και ο Χάμφρεϊ Μπογκάρτ, γράφει στον Independent ο Τζέφρεϊ Μακνάμπ, ο Μπρόνσον ήταν ήδη μεσήλικας όταν έγινε σταρ. Περιστασιακά είχε παίξει σε b-movies όπως το νουάρ του Ρότζερ Κόρμαν «Ο γκάνγκστερ με το μυστηριώδες αυτόματο» («Machine-Gun Kelly», 1958), αλλά βασικά περιοριζόταν σε δεύτερους ρόλους σε μεγάλες ταινίες.
Δεν ήταν ψηλός. Και τόσο στην οθόνη όσο και εκτός αυτής, δεν ήταν καθόλου εξωστρεφής. Παρόλα αυτά, είχε τον ναρκισσισμό του (όπως άλλωστε όλοι οι ηθοποιοί). Γυμναζόταν ασταμάτητα, προσπαθώντας να διατηρηθεί στην καλύτερη δυνατή φόρμα. Σύμφωνα με τον Μάικλ Γουίνερ, είχε κάνει, επίσης, πολλές πλαστικές χειρουργικές επεμβάσεις: «Εκείνο το υπέροχα ρυτιδωμένο πρόσωπο γίνεται όλο και πιο αδιάφορο» παρατήρησε ο σκηνοθέτης, όταν άρχισαν να αλλάζουν τα χαρακτηριστικά του σταρ μετά τον «Εκτελεστή της Νύχτας» (1974).
Στο δράμα του Γουόλτερ Χιλ «Ο βίαιος» (1975), που ορισμένοι βλέπουν ως τον καθοριστικό του ρόλο, ο Μπρόνσον υποδύθηκε έναν μποξέρ που έπαιρνε μέρος σε παράνομους αγώνες πυγμαχίας χωρίς γάντια στην Αμερική του 1930. Επαιζε τόσο φυσικά απέναντι σε ηθοποιούς πολλά χρόνια νεότερούς του, ώστε λίγοι κριτικοί συνειδητοποιήσαν ότι ήταν ήδη στα 50 του. Μέρος της γοητείας του έγκειται και στο πόσο διαφορετικός ήταν σε σχέση με άλλους σταρ της εποχής όπως ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, ο Πολ Νιούμαν και ο Στιβ ΜακΚουίν.
Το πραγματικό του όνομα ήταν Τσαρλς Μπουτσίνσκι. Ηταν το ενδέκατο από τα 15 παιδιά λιθουανών μεταναστών και μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια σε μια βιομηχανική πόλη της Πενσυλβανίας. «Τα μάτια του Μπρόνσον είναι μάτια γάτας, παρατηρητικά και επιφυλακτικά», σημείωσε το 1974 ο κριτικός Ρότζερ Εμπερτ σε ένα κείμενό του για τον ηθοποιό, στο οποίο έγραφε ότι πρόκειται για «τον πιο δημοφιλή σταρ του κόσμου».
Στο σπίτι του μιλούσαν ρωσικά και ο Μπρόνσον έμαθε τη γλώσσα της χώρας, στην οποία ζούσε σχεδόν στην εφηβεία του. Και το μόνο, που σκεφτόταν, ήταν πώς θα ξεφύγει από τα ανθρακωρυχεία, όπου δούλευε όπως οι γονείς του και τα αδέλφια του. Ετσι, το 1943 σε ηλικία 22 ετών κατατάχτηκε στην Αεροπορία των ΗΠΑ, εκπαιδεύτηκε ως πολυβολητής και πετούσε με τα βομβαρδιστικά Β-29 εναντίον ιαπωνικών στόχων. Μετά από τρία χρόνια, 25 αποστολές και παρασημοφορημένος για πράξεις ξεχωριστής ανδρείας, αποστρατεύτηκε.
Πέρασε άλλα τρία χρόνια κάνοντας περιστασιακές δουλειές πριν αντιληφθεί ότι του άρεσε η υποκριτική, οπότε πήγε στην Καλιφόρνια για να σπουδάσει. Οι πρώτοι ρόλοι του ήταν μικροί και εμφανιζόταν στους τίτλους πάντα με το λιθουανικό του όνομα. Το 1954, ωστόσο, εποχή που ο Μακαρθισμός ήταν στο φόρτε του, το άλλαξε σε Μπρόνσον (από την Μπρόνσον Γκέιτ των στούντιο της Paramount) ελπίζοντας ότι δεν θα τον ενοχλήσουν οι μακαρθικοί, όπως και έγινε.
Ωστόσο, ακόμα και όταν η καριέρα του απογειώθηκε, ο Τσαρλς Μπρόνσον παρέμεινε ένας outsider, εχθρικός προς τον Τύπο: δεν έγινε ποτέ ο τύπος, που θα συμμετείχε στα κόλπα του Χόλιγουντ για να ενισχύσει τη δημοτικότητά του. «Είμαι απλά ένα προϊόν σαν ένα κομμάτι σαπούνι, για να πουληθώ όσο γίνεται καλύτερα», είπε κάποτε στον Εμπερτ μιλώντας του πολύ απρόθυμα.
Ερμήνευσε σχεδόν αποκλειστικά ρόλους μάτσο, εμφανιζόταν πάντα ως σκληροτράχηλος και αδίστακτος, Ινδιάνος, κατάδικος, καουμπόι, μποξέρ, γκάνγκστερ ή στρατιωτικός, και τελικά ως φύλακας άγγελος της λευκής, μεσαίας τάξης των προαστίων των ΗΠΑ, στην οποία, όμως, δεν ανήκε ποτέ. Συντηρούσε, μάλιστα, τον μύθο του «σκληρού» και εκτός οθόνης.
Ηταν μια απειλητική φιγούρα. «Δεν είμαι βίαιος. Ημουν, αλλά όχι τώρα», είπε σε τηλεοπτική του συνέντευξη στον Ντικ Κάβετ. Ντυμένος με μαύρο πουκάμισο και καπνίζοντας, ο Μπρόνσον, μιλούσε με τόσο απαλή φωνή, που τα λόγια του ηχούσαν πολύ απειλητικά. Και το περίτεχνο μουστάκι του τον έκανε να μοιάζει ακόμα περισσότερο με τον ξένο στο σαλούν, που όλοι οι ντόπιοι φοβούνται να προσβάλουν.
«Διέφερε από κάθε άλλον άντρα που γνώρισα ποτέ, σκεπτικός, σιωπηλός και έντονος, με έναν εκρηκτικό αέρα βίας να τον περιβάλλει», έγραψε αργότερα η Τζιλ Αϊρλαντ, η οποία άφησε τον σύζυγό της Ντέιβιντ ΜακΚάλουμ για τον Μπρόνσον. Χώρισε κι εκείνος, παντρεύτηκαν και συνέχισαν να εμφανίζονται μαζί (σε 15 ταινίες), σχεδόν όλες θρίλερ ή γουέστερν. Και όταν ο Μπρόνσον –αλλάζοντας για λίγο πορεία- έπαιξε στην «Lola» (1969) του Ρίτσαρντ Ντόνερ έναν συγγραφέα πορνογραφικών μυθιστορημάτων, που έχει σχέση με μια έφηβη (Σούζαν Τζορτζ), προκάλεσε αμηχανία στο κοινό. Ωστόσο, παρά το σκληρό ύφος, στην πραγματικότητα ο Μπρόνσον ήταν ένας τρυφερός οικογενειάρχης, με πάθος για τη ζωγραφική.
Η επιρροή του συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Το 1987, ο πιο διαβόητος μακροχρόνιος φυλακισμένος του Ηνωμένου Βασιλείου δανείστηκε το όνομά του, και αργότερα η ζωή του έγινε ταινία με πρωταγωνιστή τον Τομ Χάρντι. Οι ταινίες δράσης των τελευταίων ετών, όπως η εξωφρενική περιπέτεια του Μπομπ Οντενκερκ «Nobody» (2021), το «Μονοπάτι του θανάτου» (2014) και ο «Εντιμος κλέφτης» του Λίαμ Νίσον, έχουν παρόμοιο «άρωμα» με τα θρίλερ του Μπρόνσον. Ο Μπρους Γουίλις του αποτίει φόρο τιμής πρωταγωνιστώντας σε ένα ριμέικ του «Εκτελεστή της Νύχτας» (« Death Wish», 2018), ενώ και ο Κουέντιν Ταραντίνο δηλώνει θαυμαστής του.
Ο Τσαρλς Μπρόνσον συνδέει δύο διαφορετικούς κόσμους: το παλιό σύστημα των στούντιο του Χόλιγουντ, στο οποίο ξεκίνησε την καριέρα του, συνεργαζόμενος με σκηνοθέτες όπως ο Χένρι Χάθαγουέι και ο Αντρέ ντε Τροθ, με την πολύ διαφορετική, πιο ελεύθερη κινηματογραφική βιομηχανία των ΗΠΑ της δεκαετίας του 1970 και του 1980. Είχε μια απίστευτη εργασιακή ηθική, καλύπτοντας μια σειρά τηλεοπτικών και κινηματογραφικών ρόλων, αλλά σπάνια μιλούσε για τη δουλειά του. Οπως είπε στον Εμπερτ, «Παρέχω παρουσία».
Στην πενηντάχρονη καριέρα του δεν έλαβε ούτε μια υποψηφιότητα για Οσκαρ, ενώ πολλές από τις ταινίες του, ειδικά εκείνες που σκηνοθέτησε ο Μάικλ Γουίνερ, αποδοκιμάστηκαν από τους κριτικούς. Παρ ‘όλα αυτά, το έργο του αντέχει. Παραμένει το πρώτο σημείο αναφοράς για όποιον κάνει σήμερα θρίλερ εκδίκησης. Εκατό χρόνια μετά τη γέννησή του και σχεδόν δύο δεκαετίες μετά τον θάνατό του το 2003, ο Τσαρλς Μπρόνσον εξακολουθεί να είναι ο πιο σκληρός από τους σκληρούς, ο σκληρός που όλοι σέβονται περισσότερο.
*Η ταινία « Death Wish 3» είναι διαθέσιμη τώρα στο Amazon Prime
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News