Το «πνεύμα του τόπου» ως συνέχεια, και… το διάταγμα της Θεσσαλονίκης
Το «πνεύμα του τόπου» ως συνέχεια, και… το διάταγμα της Θεσσαλονίκης
Με τη χαρακτηριστική έκφραση «Genius Loci» προσδιορίζεται η αίσθηση και η διάχυτη ατμόσφαιρα που αποπνέει ένας τόπος. Το «πνεύμα του τόπου» είναι ό,τι διαφαίνεται και ό,τι αναδύεται ως χαρακτηριστικό του στοιχείο, η αύρα που τον περιβάλλει, κάτι που αποδίδει τη συνολική του ταυτότητα αλλά και τους τρόπους της δημιουργικής του δυναμικής. Για τη Θεσσαλονίκη αυτή η αίσθηση έχει να κάνει εν πολλοίς με την ανάδειξη μνημείων που αφορούν τη συνολική διάρκεια της ιστορίας της. Με παραπάνω από είκοσι τρεις αιώνες ζωή, η πόλη έχει διατηρήσει κτίρια συνυφασμένα με την πορεία της ήδη από τη ρωμαϊκή ακόμη εποχή. Η σημερινή της φυσιογνωμία, μια μείξη διαχρονικών στοιχείων μνήμης μαζί με μεσοπολεμικές και σύγχρονες αρχιτεκτονικές προτάσεις και πολεοδομικές αναπλάσεις, με διαρκείς μεταμορφώσεις και μετασχηματισμούς, προσπαθεί να διατηρήσει μια πολιτισμική συνέχεια με ό,τι έχει απομείνει από το παρελθόν αλλά και να αναδείξει στοιχεία δημιουργικού παρόντος.

Από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά, η ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης ανατολικά στην περιοχή της Λεωφόρου των Εξοχών, όπως παλαιότερα ονομάζονταν η σημερινή Βασιλίσσης Όλγας, έδωσε εξαιρετικές προτάσεις επαύλεων και μονοκατοικιών. Κάποια χρονολογικά ορόσημα επίσης, όπως το 1870 (χρονιά που κατεδαφίστηκε το θαλάσσιο τείχος) ή το 1917 (χρονιά της μεγάλης πυρκαγιάς που κατέστρεψε μεγάλο μέρος του ιστορικού κέντρου), αποτελούν αποφασιστικά σημεία με ριζικές αλλαγές για την εικόνα της πόλης. Το νέο πολεοδομικό σχέδιο και η διαμόρφωση του αστικού χώρου με το νεο-βυζαντινισμό του Hebrard στην ανάπλαση του κέντρου καθώς και οι αρχιτεκτονικές προτάσεις του πολυσύνθετου μεσοπολεμικού εκλεκτικισμού είναι οι πλέον χαρακτηριστικές στιλιστικές τάσεις για τη Θεσσαλονίκη του ’20 και του ’30.

Όλος αυτός ο συνολικός κτιριακός πλούτος αποτύπωσε κατά το μεσοπόλεμο ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον προς την αρχιτεκτονική σε σχέση και με τις τότε οικονομικές και κοινωνικές προκλήσεις. Η απορρόφηση του προσφυγικού κύματος και οι μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών, οι μεγάλες απαιτήσεις στέγασης και η αυξημένη κυκλοφορία συνδυάστηκαν με την επιχειρηματικότητα του εμπορικού κόσμου σε μια πόλη με μεγάλο λιμάνι και αναμφισβήτητη αστική υπόσταση για χιλιετίες. Ως αποτέλεσμα, από το 1930 έως το 1960 η Θεσσαλονίκη αποτελεί ένα ιδιαίτερα πετυχημένο δείγμα περιφερειακής, ευρωπαϊκής ‘μητρόπολης’ της ανατολικής Μεσογείου. Οι τρεις αυτές δεκαετίες ανήκουν σε μία σχετικά πρόσφατη εποχή, από την οποία όμως δυστυχώς ελάχιστα και μόνο σποραδικά δείγματα έχουν απομείνει.

Αν διατρέξουμε την ιστορία της πόλης μέσα από γκραβούρες και φωτογραφικό υλικό και κάνουμε συγκρίσεις με τη σημερινή της εικόνα, διαπιστώνουμε το απολύτως παράδοξο—την κατεδάφιση κτιρίων προτού κλείσει ο φυσιολογικός τους κύκλος ζωής, μόλις μετά από τριάντα ή το πολύ σαράντα χρόνια από την ανέγερσή τους και δίχως βέβαια να έχει μεσολαβήσει κάποια φυσική ή ανάλογη καταστροφή. Αυτό που πλέον παρατηρεί κανείς είναι μια αρχιτεκτονική δυστοπία: η ολοσχερής καταστροφή αναρίθμητων κτιρίων δίνοντας τη θέση τους σε εξαμβλώματα, η αλλοίωση των προσόψεων εξ αιτίας ανοίκειων επεμβάσεων, η συνολική παραμόρφωση λόγω επιθετικών—κατ’ ουσίαν βάρβαρων—επεκτάσεων καθ’ ύψος, η πνιγηρή δόμηση στενών δρόμων με αλλόκοτες γειτνιάσεις παλαιοτέρων με νεότερες κατασκευές και σε σημεία η πλήρης εγκατάλειψη. Ο ιστορικός του μέλλοντος ίσως κάποτε αναρωτηθεί τι αλήθεια συνέβη;

Ο νέος πολεοδομικός νόμος του 1958 με ονομασία «Διάταγμα Θεσσαλονίκης» επιφέρει ραγδαία αύξηση των συντελεστών δόμησης. Οι αξίες της γης εκτινάσσονται, πυροδοτείται η λαίλαπα της ανοικοδόμησης, μιας άναρθρης στην πραγματικότητα δόμησης η οποία, στο όνομα μιας ψευδεπίγραφης και απολύτως εφήμερης «ανάπτυξης», μέσα σε λίγα χρόνια ‘καταφέρνει’ να καταστρέψει ανεπανόρθωτα ένα τεράστιο οικοδομικό ντεπό νεοτέρων μνημείων. Ό,τι υπήρχε και όπως υπήρχε συνομιλούσε αρμονικά με τα ρωμαϊκά, με τα βυζαντινά και με τα οθωμανικά μνημεία της πόλης. Ό,τι έχει απομείνει ας φροντίσουμε να διατηρηθεί με κάθε θυσία. Είναι σημαντικό για ένα ολοκληρωμένο και χωρίς ασυνέχειες «Πνεύμα του Τόπου».










* O Πέτρος Δημητρακόπουλος είναι αρχιτέκτων μηχανικός, πρόεδρος Α’ Δημοτικού Διαμερίσματος Δήμου Θεσσαλονίκης και πρόεδρος Βαφοπουλείου Πνευματικού Κέντρου
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News