Από το Facebook ανακοινώθηκαν την περασμένη εβδομάδα τα ονόματα των πρώτων είκοσι προσωπικοτήτων από ολόκληρο τον κόσμο που πρόκειται να απαρτίσουν την επιτροπή η οποία στην πράξη θα αποτελεί το «Ανώτατο Δικαστήριο» εποπτείας περιεχομένου (content moderation) του παγκόσμιου κολοσσού των μέσω κοινωνικής δικτύωσης.
Τα μέλη του θα αποφαίνονται τρόπον τινά για την καταλληλότητα ή την ακαταλληλότητα των αναρτήσεων που πραγματοποιούν καθημερινά οι δισεκατομμύρια χρήστες του Facebook. Πώς; Μέσω της εξέτασης προσφυγών των χρηστών κατά της εταιρείας για κατάργηση περιεχομένου ενώ θα έχουν και λόγο επί των όποιων προτάσεων/ αποφάσεων καταθέτει το Facebook αλλά και ο ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλός του Μαρκ Ζάκερμπεργκ στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας όσον αφορά το τι επιτρέπεται και το τι απαγορεύεται να αναρτάται μέσω της πλατφόρμας της στο Διαδίκτυο.
Τόσο η προϋπηρεσία όσο και οι συστάσεις των μελών αυτής της ανεξάρτητης επιτροπής εποπτείας του Facebook είναι απλά εξαιρετικές. Μεταξύ των είκοσι πρώτων (από τα σαράντα συνολικά) μελών της συγκαταλέγονται ο διακεκριμένος ούγγρος νομικός επιστήμονας και πρώην αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Αντρας Σαγιό, η ακτιβίστρια και κάτοχος Νομπέλ Ειρήνης από την Υεμένη Ταουακούλ Κάρμαν, η πρώην γενική διευθύντρια του ισραηλινού υπουργείου Δικαιοσύνης Εμι Παλμόρ, η εκτελεστική διευθύντρια της ΜΚΟ Internet Sans Frontières Ζουλί Ουουονό, η πρώην πρωθυπουργός της Δανίας Χέλε Τόρινγκ Σμιτ και ο Αλαν Ράσμπριτζερ, διευθυντής του Guardian επί είκοσι συναπτά έτη, από το 1995 έως το 2015.
Προκάλεσε αίσθηση, ωστόσο, η απουσία από την επιτροπή καταξιωμένων ειδικών στο φαινόμενο της παραπληροφόρησης το οποίο εξακολουθεί να ταλανίζει ιδιαίτερα το Facebook. «Προσπαθήσαμε να λάβουμε υπόψη όλες τις απόψεις ακόμα και ατόμων που επέκριναν το Facebook κατά το παρελθόν», εξήγησε η Χέλε Τόρινγκ Σμιτ ως ένα από τα μέλη της επιτροπής που εκτελούν και χρέη προέδρου. Και πρόσθεσε ότι μεταξύ των επόμενων είκοσι μελών που θα επιλεγούν κατά τη διάρκεια του έτους θα συμπεριλαμβάνονται και ειδικοί στην αντιμετώπιση διασποράς ψευδών ειδήσεων (fake news) που όχι μόνον δηλητηριάζουν τον δημόσιο διάλογο αλλά και επηρεάζουν εκλογικές αναμετρήσεις.
Η σύσταση της εν λόγω επιτροπής εποπτείας αποτέλεσε προσωπική επιθυμία του Μαρκ Ζάκερμπεργκ, ο οποίος κοινοποίησε τις προθέσεις του πρώτη φορά πριν από μία διετία, υπογραμμίζοντας τότε την ανάγκη δημιουργίας «κάποιου είδους δομής που θα μοιάζει με Ανώτατο Δικαστήριο» και τα μέλη του οποίου θα αποφαίνονται τελεσίδικα έπειτα από την προσφυγή των χρηστών όσον αφορά το τι είναι αποδεκτό και τι απαράδεκτο να αναρτάται στο Διαδίκτυο μέσω της πλατφόρμας του Facebook.
Τα ηγετικά στελέχη των μεγαλύτερων μέσων κοινωνικής δικτύωσης του κόσμου έχουν αποπειραθεί πάρα πολλές φορές να συντάξουν ένα επαρκές κανονιστικό πλαίσιο λειτουργίας το οποίο θα είναι και ευκολονόητο και εφαρμόσιμο, καλύπτοντας συγχρόνως όλο το φάσμα αναρτήσεων των χρηστών. Οι όποιοι κανόνες έχουν θεσπιστεί έως σήμερα, συμπεριλαμβανομένων και των αποκαλούμενων «κοινοτικών προτύπων» (community standards) του Facebook, αναπροσαρμόζονται διαρκώς, με αποτέλεσμα σήμερα να απαγορεύεται, για παράδειγμα, η ανάρτηση περιεχομένου παιδικής πορνογραφίας, ρητορικής μίσους, βίας και αυτοτραυματισμού, τρομοκρατικής προπαγάνδας και παραπληροφόρησης, ακόμα και όσον αφορά την πανδημία του κορονοϊού.
Πολλές φορές, ωστόσο, διάφορα ζητήματα που προέκυψαν είχαν ως αποτέλεσμα, ειδικά όσον αφορά το Facebook, να κατηγορηθεί το δημοφιλές μέσο κοινωνικής δικτύωσης – από απλούς χρήστες αλλά ακόμη και από νομοθέτες των ΗΠΑ και άλλων χωρών – για άδικη και αναιτιολόγητη λογοκρισία.
Πάντως ο Μάικλ ΜακΚόνελ, πρώην ομοσπονδιακός δικαστής των ΗΠΑ και διευθυντής του Κέντρου Συνταγματικού Δικαίου του Στάνφορντ, ο οποίος συμμετέχει επίσης στην επιτροπή θέλησε να υπογραμμίσει πως «δεν είμαστε η αστυνομία του Διαδικτύου. Μην μας σκέφτεστε ως μια ομάδα άμεσης δράσης που θα σπεύδει να αντιμετωπίσει εν εξελίξει προβλήματα. Δεν είναι αυτή η δουλειά μας», σημείωσε, εξηγώντας πως δουλειά τους είναι η εξέταση προσφυγών κατά αποφάσεων που έχουν ήδη ληφθεί από τη Facebook. Τόνισε, όμως, πως απώτερος σκοπός της επιτροπής είναι να καταστεί το Facebook όχι μόνον πιο ασφαλές για τους χρηστές του και την ευρύτερη κοινωνία αλλά και όσο το δυνατόν περισσότερο ουδέτερο τόσο σε πολιτισμικό όσο και σε πολιτικό/ ιδεολογικό επίπεδο.
«Ενα από τα πράγματα που ενοχλεί τους ανθρώπους σχετικά με το Facebook έγκειται στο γεγονός πως αισθάνονται ότι προωθεί μια ιδεολογία ή κάποιο πολιτικό κίνημα εις βάρος άλλων. Φιλοδοξία μας και στόχος μας είναι να μην καθορίζει εκλογικά αποτελέσματα το Facebook, να μην αποτελεί μέσο ανάδειξης μιας άποψης εις βάρος μιας άλλης, θα πρέπει να ισχύουν οι ίδιοι κανόνες για τους υποστηρικτές της αριστεράς, της δεξιάς και του κέντρου», ανέφερε ο συντηρητικός αμερικανός ακαδημαϊκός.
Πάντως στη Βρετανία βουλευτές των κυβερνώντων Συντηρητικών σχεδόν αμέσως μετά την κοινοποίηση των ονομάτων των πρώτων μελών της επιτροπής έσπευσαν να κατηγορήσουν το Facebook για πολιτική μεροληψία, εξαιτίας της συμμετοχής στην επιτροπή του «αριστερού» Αλαν Ράσμπριτζερ, «η θητεία του οποίου στον Guardian χαρακτηρίστηκε από τις ανελέητα αντι – συντηρητικές απόψεις του», σύμφωνα τουλάχιστον με το σχετικό ρεπορτάζ της συντηρητικής Telegraph.
Ο Ντέμιαν Γκριν, βουλευτής των Τόρις και μέλος της επιτροπής Ψηφιοποίησης, Πολιτισμού, ΜΜΕ και Αθλητισμού της βρετανικής Βουλής υποστήριξε πως η σύσταση της επιτροπής κάθε άλλο παρά εμπνέει εμπιστοσύνη όσον αφορά την πολιτική αμεροληψία της. «Σε παγκόσμιο επίπεδο το Facebook διαδραματίζει πολύ πιο σημαντικό ρόλο από τις εφημερίδες και τα κανάλια, οπότε υποχρεούται να επιδεικνύει ότι είναι ανοιχτό σε ένα ευρύ φάσμα απόψεων», ανέφερε.
Ο 66χρονος Αλαν Ράσμπριτζερ, αρκέστηκε να σημειώσει από την πλευρά του πως «το Facebook αποτελεί μια οντότητα που δεν περιγράφεται. Είναι ένας φίλος όλων όσοι υπό κανονικές συνθήκες δεν έχουν φωνή αλλά είναι επίσης και συνεργός του σκότους. Επιφέρει την αρμονία σε μερικούς και τη διαφωνία μεταξύ των πολλών. Προωθεί την τάξη και ενισχύει την αναρχία. Και κάνοντάς το αυτό, αποκομίζει τεράστια κέρδη, αποκτώντας, συγχρόνως, πάρα πολλούς εχθρούς. Για την αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού είναι απαραίτητη η ανεξάρτητη, εξωτερική εποπτεία».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News