Το ότι οι ολλανδοί πολιτικοί αρέσκονται να επικρίνουν τους ομολόγους τους από τη Νότια και την Ανατολική Ευρώπη για την περιορισμένη φορολογική συνείδηση που επιδεικνύουν οι συμπολίτες τους, είναι γνωστό. Συγχρόνως, όμως, οι ολλανδοί πολιτικοί απεχθάνονται να ακούν τους ομολόγους τους από ολόκληρη την Ευρώπη αλλά και τον υπόλοιπο κόσμο να κατηγορούν την πατρίδα τους ότι έχει καταστεί ένας φορολογικός παράδεισος προς όφελος μερικών εκ των πιο ισχυρών εταιρειών του πλανήτη.
Το ότι, όμως, η Ολλανδία είναι επί δεκαετίες ένα φορολογικό καταφύγιο αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός το οποίο αποδεικνύουν όχι οι αιτιάσεις των υπόλοιπων Ευρωπαίων αλλά τα νούμερα. Αυτό τουλάχιστον υποστηρίζουν ο Γιόζαν Λανερόκ, σύμβουλος της ολλανδικής Oxfam επί ζητημάτων φορολόγησης και ανισοτήτων, και ο Μάρτεν Χίιτλαντ, ερευνητής στο ολλανδικό Κέντρο Μελέτης Πολυεθνικών Εταιρειών (SOMO). «Το 2017 οι άμεσες επενδύσεις από το εξωτερικό στην Ολλανδία ανήλθαν στα 5,2 τρισεκατομμύρια δολάρια. Αλλά τα περισσότερα από αυτά τα χρήματα δεν επενδύθηκαν καθόλου: στην ολλανδική οικονομία εισήλθαν μόνον 836 δισεκατομμύρια. Τα υπόλοιπα 4,3 τρισεκατομμύρια δολάρια κατέληξαν σε εταιρείες – κέλυφος ή θυγατρικές που ιδρύθηκαν για την αποφυγή καταβολής φόρων αλλού», σημειώνουν οι δύο ειδικοί σε εκτενές κείμενό τους στο Foreign Affairs.
Τα νούμερα αποδεικνύουν επίσης ότι στο εν λόγω παιχνίδι της φοροαποφυγής συμμετέχουν μερικές από τις πιο ισχυρές εταιρείες της παγκόσμιας οικονομίας, όπως η IBM και η Google, οι οποίες ίδρυσαν παραρτήματα στην Ολλανδία ούτως ώστε να πληρώνουν λιγότερους φόρους στις ΗΠΑ. Αρκεί να σημειωθεί πως το 2016 στην Ολλανδία αντιστοιχούσε το 16% επί των κερδών που αποκόμισαν όλες οι αμερικανικές εταιρείες στο εξωτερικό.
Οχι, φυσικά, γιατί οι αμερικανικές πολυεθνικές πωλούν πληθώρα αγαθών και υπηρεσιών στους λιγότερους από 17 εκατομμύρια Ολλανδούς, αλλά γιατί «η Ολλανδία επιτρέπει σε αυτές τις χώρες να παρκάρουν τα χρήματα που κερδίζουν αλλού σε ολλανδικές θυγατρικές ή εταιρείες – κέλυφος, ή να μεταφέρουν αυτά τα κέρδη μέσω εικονικών εταιρειών στην Ολλανδία σε άλλους φορολογικούς παραδείσους». Το 2016, για παράδειγμα, η Google μετέφερε στην Ολλανδία κέρδη άνω των 22 δισεκατομμυρίων δολαρίων που αποκόμισε εκτός των ΗΠΑ και τα απέστειλε στις Βερμούδες, ούτως ώστε να μην φορολογηθούν συνολικά.
Από την πλευρά τους οι Ολλανδοί υποστηρίζουν πως όλες αυτές οι εικονικές εταιρείες και τα χρήματα που καταλήγουν ή περνούν από αυτές, αποτελούν τα τυχαία υποπροϊόντα καινοτόμων φορολογικών πολιτικών που εφαρμόστηκαν και συνεχίζουν να εφαρμόζονται με στόχο την αρωγή των ολλανδικών εταιρειών στο πλαίσιο μιας εξαιρετικά ανταγωνιστικής παγκόσμιας οικονομίας. Σύμφωνα με τους δύο ολλανδούς ειδικούς, ωστόσο, «η αλήθεια είναι ότι η Ολλανδία κατέστη σκοπίμως ένα φορολογικό καταφύγιο, ζημιώνοντας άμεσα τους ευρωπαίους γείτονές της, τις ΗΠΑ και τις αναπτυσσόμενες χώρες».
Λειτουργώντας ως φορολογικός παράδεισος, η Ολλανδία εμμέσως στερεί πόρους ζωτικής σημασίας από κυβερνήσεις άλλων κρατών. Το πρόβλημα, όμως, είναι εντονότερο στις αναπτυσσόμενες χώρες όπου υπάρχουν σημαντικά κενά που πρέπει να καλυφθούν, όσον αφορά τις υποδομές, την παιδεία και την υγεία. Ο αγγλο-αυστραλιανός μεταλλευτικός κολοσσός Rio Tinto, για παράδειγμα, χάρη στη φορολογική επιείκεια της Ολλανδίας και του Λουξεμβούργου, μπόρεσε να περιορίσει σημαντικά τους φόρους που κατέβαλε επί των κερδών που αποκόμισε από τις μεταλλευτικές του δραστηριότητες στη Μογγολία, πληρώνοντας 230 εκατομμύρια δολάρια λιγότερα, χρήματα με τα οποία η τοπική κυβέρνηση θα μπορούσε να διπλασιάσει τις δαπάνες της για την υγεία ή την παιδεία.
Η Ολλανδία κατέστη ένας φορολογικός παράδεισος με τη στήριξη όλων πολιτικών δυνάμεων της χώρας και με τη σιωπηρή αποδοχή, τουλάχιστον, έως πρόσφατα, του Τύπου και της ακαδημαϊκής κοινότητας. Σε κάθε επίκριση η απάντηση ήταν πάντα η ίδια: οποιαδήποτε αλλαγή στη σχετική φορολογική νομοθεσία θα υπονόμευε την εξαιρετική θέση της Ολλανδίας εντός της παγκόσμιας οικονομίας.
Στην πραγματικότητα, ωστόσο, οι Ολλανδοί που επωφελούνται από το ότι η χώρα τους είναι ένα φορολογικό καταφύγιο για μερικές από τις μεγαλύτερες πολυεθνικές του πλανήτη, είναι πολύ λίγοι, «οι περίπου 10.000 λογιστές, δικηγόροι και σύμβουλοι που απασχολούνται στη βιομηχανία της φοροαποφυγής». Η ολλανδική οικονομία στο σύνολό της κερδίζει ελάχιστα, δεδομένου ότι οι εικονικές εταιρείες καταβάλλουν κάθε χρόνο σε μισθούς και κυβερνητικά κοινωνικά προγράμματα περί το 1,1 δισεκατομμύριο δολάρια, ποσό σχετικά μικρό σε σχέση με το ετήσιο ΑΕΠ της Ολλανδίας που ξεπερνά τα 820 δισεκατομμύρια.
Πρώτη φορά κατά των Ολλανδών οι Ευρωπαίοι στράφηκαν το 1999, όταν έπειτα από σχετική μελέτη της ΕΕ διαπιστώθηκε πως η Ολλανδία ήταν η χώρα με το πιο ζημιογόνο φορολογικό σύστημα εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ο τότε υπουργός Οικονομικών Βάουτερ Μπος απέρριψε τον ισχυρισμό κάνοντας λόγο, μάλιστα, για «καθαρή ζήλεια» και για περισσότερο από μια δεκαετία κανένας δεν ενόχλησε ξανά την πατρίδα του.
Το 2013, ωστόσο, ο ΟΟΣΑ άρχισε εκ νέου να ασχολείται με το φαινόμενο της φοροαποφυγής, αναγκάζοντας, έτσι, και τους Ευρωπαίους να επανεξετάσουν με ιδιαίτερη προσοχή το ζήτημα. Και φέτος, τελικά, τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έπραξαν το αυτονόητο, αναγνωρίζοντας επίσημα την Ολλανδία ως φορολογικό παράδεισο. Πρέπει να σημειωθεί ότι μεταξύ όλων όσοι υπερψήφισαν τη σχετική διάταξη συμπεριλαμβάνονταν και ολλανδοί ευρωβουλευτές, οι οποίοι στην πατρίδα τους αντιμετωπίστηκαν από μερίδα πολιτικών ως προδότες.
Αναπόφευκτα, οπότε, η ολλανδική κυβέρνηση ξεκίνησε κατά τους προηγούμενους μήνες να αλλάζει κάποιους από τους κανόνες του φορολογικού συστήματός της. Σύμφωνα, όμως, με τους δύο ειδικούς πρόκειται για ημίμετρα που δεν θα περιορίσουν ουσιαστικά την φοροαποφυγή. «Οι προτεινόμενες αλλαγές είναι κυρίως για τα μάτια του κόσμου: είναι ξεκάθαρο πως η ολλανδική κυβέρνηση ευελπιστεί πως θα σταματήσουν όλοι να ενδιαφέρονται μόλις προβεί σε λίγες σχετικά ανώδυνες παραχωρήσεις. Οπότε, εάν θέλουν το οριστικό σφράγισμα του ολλανδικού φορολογικού παραδείσου, η ΕΕ, ο ΟΟΣΑ, ο Τύπος και ΜΚΟ θα πρέπει να συνεχίσουν να ασκούν πιέσεις».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News