Πριν από ακριβώς πενήντα χρόνια, ο Φράνσις Φορντ Κόπολα ανησυχούσε. Και δικαίως. Επρόκειτο να κυκλοφορήσει «Ο Νονός», μία από τις δύο μεγαλύτερες ταινίες της καριέρας του, όπως θα αποδεικνυόταν στη συνέχεια, και τα σχόλια των υπευθύνων του στούντιο ήταν φειδωλά. Ελεγαν συνέχεια ότι η ταινία του νεαρού σκηνοθέτη ήταν «πολύ μεγάλη» και «βαρετή»… Ο Κόπολα ήταν μόλις 29 ετών όταν υπέγραψε με την Paramount ως σκηνοθέτης του «Νονού». Η ταινία, ωστόσο, ξεχώρισε το 1972: ήταν ένα τρίωρο έπος που είχε απέναντί του την ευπώλητη «Περιπέτεια του Ποσειδώνα» (νούμερο 1 στο box office του 1973) και το πρωτοποριακό πορνό «Βαθύ λαρύγγι».
Το έπος του Κόπολα όχι μόνο θα κατακτούσε την κορυφή του αμερικανικού box office, αλλά θα έφτανε να θεωρείται μία από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών και θα επηρέαζε στο μέλλον κάθε άλλο σκηνοθέτη ταινιών και σειρών αυτού του είδους. Το 1990, ο «Νονός» χαρακτηρίστηκε από τη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου ταινία «πολιτιστικά, αισθητικά και ιστορικά σημαντική» και εντάχθηκε στο Εθνικό Μητρώο Κινηματογράφου των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής. Επιπλέον, τιμήθηκε με περισσότερα από 20 βραβεία, μεταξύ των οποίων τρία Οσκαρ, καλύτερης ταινίας, σεναρίου και Α’ Ανδρικού Ρόλου για τον Μάρλον Μπράντο (με συνολικά 11 υποψηφιότητες), 5 Χρυσές Σφαίρες και 1 Grammy. (Δείτε το επετειακό trailer της ταινίας)
«Αν και μεγάλωσα με τις ταινίες του “Νονού”, πάντα εντυπωσιάζομαι όταν τις βλέπω», λέει στους The Times η Σοφία Κόπολα, κόρη, ξέρετε βέβαια, τίνος. Η Σοφία, εξάλλου, εμφανίζεται σε όλες τις ταινίες της σειράς: Είναι το μωρό στη βάφτιση, που γίνεται στο τέλος της ταινίας, το παιδί στο πλοίο στο σίκουελ «Νονός ΙΙ» και η Μαίρη Κορλεόνε στο «Νονός ΙΙΙ». «Κάθε φορά που τις βλέπεις, παρατηρείς κάποια νέα λεπτομέρεια. Και είναι τόσο αυθεντικές, γιατί ο μπαμπάς μου ξέρει πραγματικά τις λεπτομέρειες μιας ιταλοαμερικανικής οικογένειας», προσθέτει η κόρη του διάσημου σκηνοθέτη, που ακολούθησε και η ίδια τα βήματά του. Βραβεύτηκε μάλιστα με Οσκαρ για τη σκηνοθεσία της ταινίας της «Χαμένοι στη μετάφραση» (2003).
Ο «Νονός» έχει να κάνει με την οικογένεια γιατί, φυσικά, η Μαφία είναι μια οικογενειακή επιχείρηση. Στην προκειμένη περίπτωση οι Κορλεόνε, με επικεφαλής τον Βίτο (Μάρλον Μπράντο), παραδίδουν απρόθυμα τα ηνία στον γιο του Μάικλ (Αλ Πατσίνο). Η οικογένεια σφάζει ενωμένη και παραμένει ενωμένη.
Φέτος, γιορτάζοντας γενέθλια μισού αιώνα, η ταινία, που βασίστηκε στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Μάριο Πούζο, αμερικανού συγγραφέα ιταλικής καταγωγής, επανακυκλοφορεί έπειτα από μικροδιορθώσεις που επιδιώκουν την τελειότητα. Και αν ο Κόπολα φοβόταν ότι η ταινία του ξέφευγε από τα στάνταρντ του 1972, σήμερα μοιάζει κυριολεκτικά «εξωγήινη», σε κινηματογράφους γεμάτους υπερήρωες, επισημαίνει στους Times ο Τζόναθαν Ντιν.
Το ισχυρό DNA του «Νονού»
Αν ο «Νονός» γυριζόταν σήμερα, το πιθανότερο είναι ότι θα τον βλέπαμε στο Netflix, ίσως, μάλιστα, σε αμέτρητα επεισόδια. Και δεν θα ήταν η πρώτη φορά. Το 1977, κυκλοφόρησε η ξεχασμένη, πια, μίνι σειρά «The Godfather Saga». Ωστόσο, είναι εύκολο να διακρίνει κανείς πόσο επιδραστικό υπήρξε το έπος του Κόπολα. Από την οικογένεια και τη βία μέχρι την επανάληψη των ιταλοαμερικανικών στερεοτύπων, το DNA του «Νονού» διατρέχει τους «Sopranos», τη σειρά που άλλαξε τον κινηματογράφο και την τηλεόραση για πάντα. Για την ακρίβεια, χωρίς τους Κορλεόνε δεν θα υπήρχαν οι Σοπράνο. Και χωρίς τους Σοπράνο δεν θα υπήρχαν οι σειρές «The Wire», «Mad Men», «Breaking Bad», ούτε η υπεροχή της μικρής οθόνης έναντι της μεγάλης, σήμερα. Ακόμη και το«Succession», τι είναι αν όχι ο «Νονός» της εταιρικής ελίτ;
Την εποχή που κυκλοφόρησε η ταινία του Κόπολα ήταν μια δύσκολη περίοδος για τη Μαφία στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι Ιταλοαμερικανοί αποτελούσαν το 4% του πληθυσμού των ΗΠΑ και η προκατάληψη ήταν διάχυτη, σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας της Μαφίας. Πολλοί πίστευαν, εξάλλου, ότι πίσω από τη δολοφονία του JFK ήταν οι μαφιόζοι. Η δεκαετία του 1970 ξεκίνησε με την ψήφιση από το Κογκρέσο του R.I.C.O., ενός νόμου για τον έλεγχο του οργανωμένου εγκλήματος στη χώρα, ο οποίος οδήγησε στις καταδίκες βασικών μαφιόζων και σηματοδότησε την αρχή του τέλους για το οργανωμένο έγκλημα, που είχε ευδοκιμήσει από την εποχή της ποτοαπαγόρευσης τη δεκαετία του 1920.
Πριν από τον Κόπολα οι μαφιόζοι παρουσιάζονταν σαν τραμπούκοι. «Στο “Scarface” (1932) οι Ιταλοί είναι πλάσματα από άλλο πλανήτη. Μιλούν τρομερά και φορούν απαίσια ρούχα. Στον “Νονό” εξακολουθούν να είναι μαφιόζοι, αλλά επίσης εξελιγμένοι και αληθινοί άνθρωποι», είχε πει ο Τομ Σαντοπιέτρο στο περιοδικό Smithsonian, σε συνέντευξή του με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του «The Godfather Effect». (Δείτε το trailer του «Scarface»)
Ο Σαντοπιέτρο –επίσης Ιταλοαμερικανός– ήταν 18 ετών όταν είδε πρώτη φορά τον «Νονό». Χρόνια αργότερα, έγραψε το «The Godfather Effect» για τον αντίκτυπο που είχαν η τριλογία και το βιβλίο του Πούζο στην αμερικανική κουλτούρα. Το βιβλίο του είναι μέρος τού πώς η χώρα κατανοεί την δική της ιστορία των μεταναστών, το έχουν μάλιστα επικαλεστεί οι πρόεδροι Κλίντον, Ομπάμα και Τραμπ.
Πληροφορίες από δεύτερο χέρι
Γιος ιταλών μεταναστών, ο Μάριο Πούζο γεννήθηκε το 1920 στο Χελς Κίτσεν, μια από τις πιο σκληρές γειτονιές της Νέας Υόρκης, μέρος ζοφερό και τρομακτικό, γεμάτο θόρυβο, φτώχεια και θυμό. Οπως έγραψε αργότερα: «Δεν άκουσα ποτέ Ιταλό να τραγουδάει. Οι ενήλικες που γνώριζα δεν ήταν γοητευτικοί ή αγαπητοί, ούτε είχαν κατανόηση… Ηταν μάλλον χυδαίοι, χοντροκομμένοι και προσβλητικοί», γράφει στην Telegraph ο Αλεξάντερ Λάρμαν.
Ωστόσο, ο Πούζο ήταν αποφασισμένος να ξεφύγει από αυτό το περιβάλλον: «Από πολύ μικρό παιδί με τρόμαζε (η ιδέα) ότι μεγαλώνοντας θα γινόμουν σαν τους μεγάλους γύρω μου». Και το αποφάσισε: «Θα γινόμουν πλούσιος, διάσημος, ευτυχισμένος. Θα κυριαρχούσα στη μοίρα μου» σαν καλλιτέχνης ή συγγραφέας. Επειτα από ένα σύντομο διάστημα στους σιδηροδρόμους, ο Πούζο υπηρέτησε στον στρατό στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και άρχισε να γράφει το 1950. Πέντε χρόνια αργότερα, κυκλοφόρησε το πρώτο του μυθιστόρημα, «The Dark Arena», και το 1965 το «Luckunate Pilgrim».
Η καριέρα του ήταν μέτρια και στα τέλη της δεκαετίας του 1960 είχε αρχίσει να απελπίζεται. Ωστόσο, δεν ασπάστηκε την εγκληματικότητα, που ήταν η δεύτερη επιλογή του. Αντίθετα, δημιούργησε την πιο εμβληματική μυθιστορηματική εγκληματική δυναστεία του 20ού αιώνα, την οικογένεια Κορλεόνε. Ο ίδιος δεν πίστευε στο βιβλίο του. Οπως είπε με ειλικρίνεια: «Ο “Νονός” δεν είναι τόσο καλός όσο τα προηγούμενα. Το έγραψα για να βγάλω λεφτά».
Τα δύο πρώτα βιβλία του είχαν αναγνωριστεί από τους κριτικούς, αλλά δεν είχαν πουλήσει. Ο εκδότης του, όμως, παρατήρησε ότι θα είχε επιτυχία αν στο δεύτερο –τον «Τυχερό προσκυνητή»– είχε δώσει μεγαλύτερη έμφαση στον χαρακτήρα ενός αφεντικού της Μαφίας. Πικραμένος, ο Πούζο, που ήταν τότε στα 40 του, πίστεψε ότι θα ξεπουλούσε αν έκανε αυτό που ήθελε η αγορά. Εγραψε, λοιπόν, μια περίληψη δέκα σελίδων και την έστειλε στον εκδότη του, που όμως δεν ενδιαφέρθηκε. «Ημουν αρκετά αφελής ώστε να πιστέψω ότι οι εκδότες νοιάζονταν για την τέχνη. Οχι. Ηθελαν να βγάλουν χρήματα», είπε ο Πούζο, ο οποίος, όμως, δεν πτοήθηκε από την απόρριψη. Συνέχισε τις προσπάθειες και τελικά ο οίκος GP Putnam’s Sons ενθουσιάστηκε με τις ιστορίες του: «Εμπρός, ξεκίνα», του είπαν, του έδωσαν μάλιστα και «μια προκαταβολή 5.000 δολαρίων».
Αν και οι εκδότες του πίστευαν ότι οι περιγραφές του ήταν από πρώτο χέρι, στην πραγματικότητα ο Πούζο δεν είχε καμία σχέση με τη Μαφία και ό,τι έγραφε ήταν αποτέλεσμα έρευνας και διηγήσεις άλλων. Οπως είπε αργότερα: «Ποτέ δεν συνάντησα έναν αληθινό, ειλικρινή γκάνγκστερ. Αφού έγινε διάσημο το βιβλίο, μου γνώρισαν μερικούς κυρίους που είχαν σχέση με το υλικό. Ηταν κολακευτικοί. Δεν ήθελαν να πιστέψουν ότι ποτέ δεν είχα πάρει μέρος σε μαφιόζικες δράσεις, ούτε ότι δεν είχα σχέσεις με κάποιον Ντον. Αλλά σε όλους άρεσε το βιβλίο».
Από τα βιβλιοπωλεία στη μεγάλη οθόνη
Ο Πούζο ολοκλήρωσε το μυθιστόρημά του το καλοκαίρι του 1968 και το γιόρτασε με ένα ταξίδι στην Ευρώπη. Η επιτυχία του ήταν τεράστια, αποφέροντας στον συγγραφέα πάνω από ένα εκατομμύριο δολάρια, τα οποία σπατάλησε δεόντως. Το μεγάλο λάθος του, ωστόσο, ήταν ότι πούλησε τα δικαιώματα της ταινίας στην Paramount για 50.000 δολάρια ενώ έγραφε το βιβλίο, παίρνοντας προκαταβολή 12.500 δολάρια. Οπως είπε: «Χρειαζόμουν τα μετρητά και τα 12.500 δολάρια έμοιαζαν με το Fort Knox».
Γράφοντας το βιβλίο, ο Πούζο είχε πάντα στο μυαλό του τον Μάρλον Μπράντο για τον κεντρικό ρόλο του χαρισματικού αλλά αδίστακτου άρχοντα του εγκλήματος, Ντον Βίτο. Αλλά εκείνη την εποχή, ο Μπράντο φαινόταν τελειωμένος και δεν θεωρήθηκε καλή επιλογή για την ταινία. Από την άλλη πλευρά, η Paramount άρχισε να χάνει το ενδιαφέρον της, γιατί το «Σάντα Μάμα» («The Brotherhood», 1968) του Μάρτιν Ριτ, με θέμα τις σχέσεις μεταξύ των μελών της Μαφίας και πρωταγωνιστές τον Κερκ Ντάγκλας και την Ειρήνη Παπά, αποδείχτηκε εμπορική καταστροφή.
Αλλά η επιτυχία του βιβλίου τούς έκανε να αποδεχθούν, τελικά, ότι μια διασκευή του θα είχε εμπορική προοπτική. Προσέλαβαν, λοιπόν, τον Πούζο για να γράψει το σενάριο και ενημέρωσαν ότι η ταινία θα ήταν χαμηλού προϋπολογισμού και αντίστοιχα μικρή η αμοιβή του.
Ο Πούζο πρότεινε τον Μπράντο για τον ρόλο του Ντον Βίτο και σε αντάλλαγμα, το στούντιο είπε ότι ήθελε τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ για τον ρόλο του Μάικλ, πράγμα που προκάλεσε την αντίδραση του συγγραφέα. Πώς θα μπορούσε ένας ξανθός WASP Ρέντφορντ να παίξει τον ιταλοαμερικανό γόνο της οικογένειας Κορλεόνε;
Στα μαχαίρια με τον Φρανκ Σινάτρα
Σύντομα, ο Πούζο αντιμετώπισε δυσκολίες. Ενας από τους χαρακτήρες του μυθιστορήματος, ο Τζόνι Φοντέιν, ένας τραγουδιστής που έχει σχέσεις με τη Μαφία, ήταν μια μεταμφιεσμένη εκδοχή του Φρανκ Σινάτρα. Παρόλο που ο Σινάτρα δεν τον μήνυσε για συκοφαντική δυσφήμηση όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο, ήταν ιδιαίτερα δυσαρεστημένος με την καρικατούρα του και όταν του πρότειναν να το παρουσιάσει, είπε «Δεν νομίζω».
Αιφνιδιασμένος, ο Πούζο βρέθηκε να ζητά συγγνώμη από τον Σινάτρα, λέγοντας απεγνωσμένα ότι «δεν ήταν δική μου ιδέα», κάτι που ο διάσημος τραγουδιστής ερμήνευσε ως mea culpa για τον χαρακτήρα του Φοντέιν. Ρώτησε τον Πούζο: «Ποιος σου είπε να το βάλεις στο βιβλίο σου, ο εκδότης;» Ωστόσο, ο συγγραφέας, έχοντας εν τω μεταξύ συνέλθει, είπε προκλητικά: «Εννοούσα την παρουσίαση»…
Ο Σινάτρα άρχισε, τότε, να βρίζει τον Πούζο, αποκαλώντας τον μαστροπό και απειλώντας τον με σωματική βία, προτού του πει «άντε πνίξου». Ωστόσο, οι εκδοχές του καβγά, που εμφανίστηκαν κατόπιν στις εφημερίδες, επεξεργασμένες από την ομάδα δημοσίων σχέσεων του Σινάτρα, εμφάνιζαν τον διάσημο τραγουδιστή σαν ηρωική φιγούρα και τον Πούζο σαν τσαμπουκά.
Από αυτό τον καβγά, όμως, προέκυψαν εμμέσως δύο καλά πράγματα. Πρώτον, η Paramount προσέλαβε τον Φράνσις Φορντ Κόπολα ως σκηνοθέτη, αφού το βραβευμένο με Οσκαρ σενάριό του για το «Πάτον» είχε βελτιώσει τη θέση του στο Χόλιγουντ. Και δεύτερον, ο Κόπολα ανέφερε ότι ο Σινάτρα τον πλησίασε σε ένα κλαμπ στο Λος Αντζελες και του είπε: «Φράνσις, θα έπαιζα τον “Νονό” για σένα. Δεν θα το έκανα για αυτούς τους τύπους στην Paramount, αλλά θα το έκανα για σένα». Ο Σινάτρα αργότερα τηλεφώνησε στον Κόπολα για να του πει τις σκέψεις του για τον τρόπο που τον παρουσίαζε το βιβλίο. Δεν αμφισβήτησε την περιγραφή των διασυνδέσεών του με τη Μαφία, αλλά προσβλήθηκε από την ιδέα ότι είχε αποκαλέσει τη δεύτερη σύζυγό του αλήτισσα, σκηνή η οποία βεβαίως δεν παρουσιάστηκε στην οθόνη.
Ενα Οσκαρ ερμηνείας για τον… τελειωμένο Μπράντο
Μέσω του παραγωγού Αλ Ράντι, ο Κόπολα διαβεβαίωσε τον Πούζο ότι δεν σκόπευε να ξαναγράψει το σενάριό του, «όλοι είναι ευχαριστημένοι με τη δουλειά σου», του μήνυσε. Η συνεργασία τους υπήρξε αρμονική, παρά το γεγονός ότι ο Κόπολα αφαίρεσε τελικά από το σενάριο μερικές υπερβολές του Πούζο, σκηνές που θεωρούσε ότι ήταν άκομψες και επιδεικτικές. Και παρά τις αντιρρήσεις του στούντιο, ο σκηνοθέτης επέμεινε να προσληφθεί ο Μάρλον Μπράντο για τον ρόλο του Ντον Βίτο, μιας και ο Λόρενς Ολίβιε (η δεύτερη επιλογή) δεν ήταν διαθέσιμος. Είχε απόλυτο δίκιο: η εκπληκτική ερμηνεία του τιμήθηκε με Οσκαρ.
Ο Κόπολα επέμεινε επίσης στην επιλογή του Αλ Πατσίνο για τον ρόλο του Μάικλ, παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με τον Πούζο, ο Πατσίνο «δεν καταλάβαινε καθόλου τον χαρακτήρα… ήταν τρομερός».
Η παραγωγή πραγματοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό χωρίς τον Πούζο, στον οποίο προσφέρθηκε ο περιθωριακός τίτλος του «συμβούλου». Κατάλαβε ότι ήταν δάκτυλος της Ενωσης των Ιταλοαμερικανών, που ήταν δυσαρεστημένοι επειδή το βιβλίο τούς παρουσίαζε σαν εγκληματίες. Αντιτάχθηκαν στη χρήση της λέξης «Μαφία», την οποία ο Ράντι υποσχέθηκε να αφαιρέσει από το σενάριο. Ο Πούζο παρατήρησε, μάλιστα, ότι «ο Ράντι αποδείχθηκε έξυπνος διαπραγματευτής, επειδή η λέξη “Μαφία” δεν ήταν ποτέ στο σενάριο, εξαρχής». Ο Πούζο απέφυγε την «πιο βαρετή δουλειά στον κόσμο», δηλαδή την παρακολούθηση των γυρισμάτων, είπε τις σκέψεις του για την τελική ταινία και εισέπραξε την αμοιβή του, που ήταν το ζητούμενο για εκείνον.
Πριν από την κυκλοφορία της ταινίας, ο Πούζο σχολίασε: «Από ό,τι έχω δει, θα πρέπει να βγάλει χρήματα… αλλά ποτέ δεν είδα την τελική κόπια, οπότε δεν μπορώ πραγματικά να πω κάτι». Ιδιωτικά, ωστόσο, όπως γράφει στην Telegraph ο Αλεξάντερ Λάρμαν, ήταν ενθουσιασμένος με τη βασική τριάδα των πρωταγωνιστών, λέγοντας: «Ως Μάικλ, ο Αλ Πατσίνο ήταν όλα όσα ήθελα να είναι αυτός ο χαρακτήρας στην οθόνη… ήταν, στα μάτια μου, μια τέλεια παράσταση, ένα έργο τέχνης». Ηθελε να παραδεχτεί και δημόσια την αρχική λανθασμένη εκτίμησή του για τον Πατσίνο, αλλά ο Ράντι τον συμβούλευσε να μην το κάνει.
Ο συγγραφέας έγινε πολύ πλούσιος από το μερίδιο του 2,5% στα τεράστια κέρδη της ταινίας, ενώ μοιράστηκε και το Οσκαρ Καλύτερου Διασκευασμένου Σεναρίου με τον Κόπολα. Αργότερα θα έγραφε τα σενάρια και για τα δύο σίκουελ, χρησιμοποιώντας μη κινηματογραφημένο υλικό από το μυθιστόρημά του για το «Νονός II», και θα κέρδιζε άλλο ένα Οσκαρ, δύο χρόνια αργότερα. Πέρασε τις υπόλοιπες δεκαετίες της ζωής του σαν περιζήτητος μυθιστοριογράφος και σεναριογράφος, δουλεύοντας πάνω σε οτιδήποτε, από τον «Σούπερμαν» (1978) του Ρίτσαρντ Ντόνερ, μέχρι λιγότερο επιτυχημένες αστυνομικές ταινίες όπως το «The Cotton Club» (1984) του Κόπολα και «Ο Σικελός» (1987) του Μάικλ Τσιμίνο, με τον Κριστόφ Λαμπέρ, πριν πεθάνει από καρδιακή ανεπάρκεια το 1999, σε ηλικία 78 ετών.
Ο «Νονός» ήταν το κορυφαίο έργο του. Ο Μάριο Πούζο ήταν ο δημιουργός του Ντον Βίτο, του Μάικλ, του Σόνι, του Κέι και τον λοιπών μαφιόζων της οικογένειας Κορλεόνε και βασικά ο δημιουργός ενός έπους που έβαλε τη σφραγίδα του στον 20ό αιώνα.
Ο Κόπολα εξάλλου χρειάστηκε άλλη μια δεκαετία μετά τον «Νονό» για να κάνει το «Αποκάλυψη τώρα», τη δεύτερη –και τελευταία– μεγάλη ταινία του. Αλλά δεν είναι και οι καιροί πια κατάλληλοι για τέτοιες επικές ταινίες. Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, ότι ο σπουδαίος σκηνοθέτης ασχολείται πλέον με το κρασί στο τεράστιο κτήμα του στην Καλιφόρνια: «Συνειδητοποίησα ότι πιθανότατα δεν θα έκανα άλλη ταινία που θα μπορούσε να γίνει επιτυχία, εμπορικά ή δημιουργικά, όπως ο “Νονός” ή το “Αποκάλυψη, Τώρα!”», είπε σε πρόσφατη συνέντευξή του στο περιοδικό Empire, αν και σχεδιάζει να επιστρέψει φέτος με το «Megalopolis» ένα φιλόδοξο έπος επιστημονικής φαντασίας.
Στις μέρες μας, η επιρροή της Μαφίας έχει εξασθενήσει, όχι όμως και η γοητεία του «Νονού». Ετσι, η Paramount γιορτάζει τα 50 χρόνια από την κυκλοφορία του στις αμερικανικές αίθουσες με μια νέα επεξεργασμένη κόπια της ταινίας, στην οποία θα προστεθούν στη συνέχεια και τα δύο σίκουελ. Εφτιαξε, επίσης το «The Offer», μια δραματική, μίνι σειρά 10 επεισοδίων, για το πώς γυρίστηκε η πρώτη ταινία της τριλογίας «Ο Νονός», που θα αρχίσει να προβάλλεται στις ΗΠΑ στις 28 Απριλίου, μέσω της πλατφόρμας Paramount+.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News