Η νιοτοκορεατική εταιρεία τεχνολογιών της επικοινωνίας ELROIS μόλις δημιούργησε την εφαρμογή «Μαζί Μου» («With Me»). Με αυτήν μπορούμε να κατασκευάσουμε εύκολα και γρήγορα το άβαταρ, δηλαδή την προσομοίωση, ενός νεκρού προσώπου. Με αυτήν θα μπορούμε να συνομιλούμε όποτε θέλουμε. Τι χρειαζόμαστε; Μία φωτογραφία του νεκρού και με μια απλή ηχογράφηση της φωνής του.
Ξέρω ότι τώρα αυτή η είδηση σας προκαλεί ανατριχίλα. Ωστόσο δείτε το αλλιώς: το «Μαζί Μου» είναι η απάντηση της μεγάλης επανάστασης της εποχής μας, της επανάστασης της πληροφορικής και της επικοινωνίας, στην αρχέγονη μεγάλη επιθυμία της ανθρώπινης φύσης να νικήσει την απώλεια. Να φέρει πίσω τον άνθρωπο που χάθηκε. Να αλλάξει τη ροή του κόσμου. Αυτή η επιθυμία είναι πάντα ίδια σε όλες τις εποχές και σε όλους τους πολιτισμούς.
Μια ματιά τις εντυπωσιακές τοιχογραφίες των προϊστορικών σπηλαίων, αρκεί. Εκεί εικονίζονται νεκροί και ζωντανοί να συνομιλούν. Στην αρχαία ελληνική μυθολογία συναντάμε παρόμοιες ιστορίες. Νεκροί και ζωντανοί, μαζί, σπάνε τα όρια της λογικής και δημιουργούν μια άλλη ενδιάμεση «πραγματικότητα». Ανάλογες δυνατότητες δίνουν φυσικά όλες οι θρησκείες.
Στους μοντέρνους καιρούς, στα τέλη του 19ου αιώνα, αυτή η επιθυμία εκφράστηκε με τα «τραπεζάκια». Στις σανίδες με τα γράμματα και τους αριθμούς, γύρω από τα οποία κάθονταν ο πνευματιστής μαζί με τους ενδιαφερόμενους. Οι ενδιαφερόμενοι ήταν πλούσιοι, διότι το σπορ κόστιζε ακριβά.
Ο καλοπληρωμένος, λοιπόν, πνευματιστής υπνωτιζόταν. Επικοινωνούσε με το πνεύμα του νεκρού. Οι ενδιαφερόμενοι έκαναν τις ερωτήσεις. Ο νεκρός άκουγε και απαντούσε – είτε κουνώντας το τραπέζι, είτε σβήνοντας το αναμμένο κερί, είτε μετακινώντας το ποτήρι με το νερό πάνω στα γράμματα για να σχηματίσει λέξεις. Η πρώτη διάσημη πνευματίστρια του δυτικού κόσμου ήταν η ιταλίδα Εουζάπια Παλαντίνο (1954-1918).
Τη μεγαλύτερη άνθηση πάντως τα «τραπεζάκια» τη γνώρισαν στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, στις δεκαετίες 1920 και 1930. Ηταν τα χρόνια της μεγάλης απώλειας (γιών, συζύγων, αδελφών, πατεράδων). Ναι, πιο επιρρεπείς στον πνευματισμό ήταν οι γυναίκες, αυτές που έμειναν πίσω. Δεν ήταν όμως μόνο η ακαταμάχητη επιθυμία τους να επικοινωνήσουν με τα χαμένα πρόσωπα που τις ωθούσε στις ελπίδες που πρόσφερε ο πνευματισμός. Υπήρχαν και πιο πραγματιστικοί λόγοι που τις έκαναν να κλείνουν τα μάτια και να ακουμπάνε τα χέρια πάνω στο «τραπεζάκι».
Ηταν το νέο ότι ο Φρόιντ (1956-1939), δια της μετάβασης, μπορούσε να γιατρέψει τα άρρωστα μυαλά. Ηταν η πρόοδος της ιατρικής και της φαρμακολογίας, που μπορούσαν να γιατρέψουν ασθένειες, μέχρι χθες, θανατηφόρες. Ηταν η τεχνολογία που άλλαζε τις πόλεις, τα χωριά, την καθημερινότητα. Τη δεκαετία του 1920 ανακαλύφθηκαν η ινσουλίνη, οι βιταμίνες C &Ε, κατασκευάστηκε το ψυγείο και η πρώτη ηλεκτρική τηλεόραση, μπήκαν φανάρια στους δρόμους. Όλα αυτά ήταν μικρές και μεγάλες επαναστάσεις, που ενώνονταν σε μια τεράστια, παγκόσμια και απόλυτη: την επιστημονική επανάσταση.
Επόμενο λοιπόν ήταν οι άνθρωποι, να ελπίζουν ότι αυτή η επανάσταση, ίσως θα μπορούσε, να ικανοποιήσει την πάντοτε ανικανοποίητη επιθυμία να μιλήσουν με τον νεκρό τους.
Βεβαίως τα «τραπεζάκια» δεν συνδέονταν στην πραγματικότητα με την επιστημονική επανάσταση. Αυτά ήταν άλλη μία έκφραση της ανθρώπινης φύσης: κάποιος εκμεταλλεύεται κάποιον άλλο και κερδίζει.
Ο μάγος Χάρι Χουντίνι (1874-1926), γρήγορα κατάλαβε ότι κάτι πάει στραβά με τα τους πνευματιστές και τις μαζώξεις των πλουσίων γύρω από τις κινούμενες τάβλες. Στις παραστάσεις του λοιπόν, το έβαλε σκοπό να ξεμπροστιάσει τους αγύρτες. Αντέγραφε τις μεθόδους τους στη σκηνή και έδειχνε στους θεατές του ότι δεν πρέπει να πιστεύουν «σ’ αυτά». Ωστόσο, μέσα του κι αυτός, ήθελε, λίγο, να πιστέψει… Ετσι υπέγραψε μια συμφωνία με τους φίλους του: αν όταν πέθαινε έβλεπε ότι μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί τους, θα το έκανε. Και για να σιγουρευτεί, σχημάτισε έναν κωδικό επικοινωνίας τον οποίο μοιράστηκε μόνο με τη γυναίκα του, που της είχε απόλυτη εμπιστοσύνη. Μετά τον θάνατό του όμως, από περιτονίτιδα, δεν της έστειλε ούτε ένα μήνυμα.
Η ιστορία του Χουντίνι, φαίνεται να ενέπνευσε την πρόσφατη ταινία του Γούντι Αλεν «Μαγεία στο Σεληνόφως» (2014) με πρωταγωνιστές την Εμα Στόουν και τον Κόλιν Φερθ. Ο φημισμένος μάγος (Φερθ) προσκαλείται σε πλουσιόσπιτο της Νότιας Γαλλίας όπου ήταν καλεσμένη η πνευματίστρια (Στόουν) για να την ξεσκεπάσει.
Αλλά μέσα στον πνευματισμό εκείνης της εποχής, τη δεκαετία του 1920, κινήθηκε και ο βρετανός συγγραφέας Αρθουρ Κόναν Ντόιλ (1859-1930) με τον διάσημο, κάπως μεταφυσικό, ήρωά του Σέρλοκ Χολμς. Ο Ντόιλ στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο έχασε έναν γιο. Ο τραγικός πατέρας λοιπόν ήθελε να πιστέψει στη μετά θάνατον ζωή. Και πείστηκε από την απατεώνα φωτογράφο-πνευματίστρια Ελσι Ράιτ ότι μπορούσε να απεικονίσει τις νεράϊδες (των νεκρών). Στις νεράιδες της Ράιτ, ο ιδιοφυής συγγραφέας πίστευε, μέχρι που πέθανε κι ο ίδιος, ότι έβλεπε τον χαμένο γιο του.
Κοιτάζοντας τελικά στο παρελθόν και βλέποντας και στο παρόν, μπορούμε τουλάχιστον να παραδεχθούμε μια αλήθεια: η δική μας επανάσταση, δεν απαντά στη σφοδρή επιθυμία της νεκρανάστασης με απάτη. Η επανάσταση των τεχνολογιών και της επικοινωνίας που έχει κάνει τη ζωή μας σχεδόν εικονική, μας λέει τουλάχιστον πως μόνο εικονικά μπορεί να μας φέρει σε επικοινωνία με τους νεκρούς.
Το «Μαζί Μου» είναι ένα άβαταρ – μια τρισδιάστατη φωτογραφία που κινείται, ανοιγοκλείνει το στόμα και λέει μερικές λέξεις. Το «Μαζί Μου» είναι μόνο μια τεχνολογική παρηγοριά. Ισως τιμιότερη ακόμη και από τη θρησκεία.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News