Η ρωσική εισβολή στη Ουκρανία, η μεγαλύτερη στρατιωτική σύγκρουση στην Ευρώπη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, σκορπά τις ελπίδες για μια ισχυρή μεγέθυνση της παγκόσμιας οικονομίας μετά την κρίση της πανδημίας.
Έγκυροι αναλυτές συγκρίνουν την ρωσική επίθεση με την εισβολή του Χίτλερ στην Πολωνία το 1939. Ωστόσο, με οικονομικούς όρους, μοιάζει με την κρίση στη Μέση Ανατολή το 1979, που εκτόξευσε τις τιμές του πετρελαίου και έπληξε σοβαρά τις ανεπτυγμένες οικονομίες.
Η ρωσική στρατιωτική επέμβαση, προκάλεσε μεγάλες αναταράξεις στις παγκόσμιες χρηματαγορές, οι μετοχές έκαναν μεγάλη βουτιά και οι τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου έκαναν άλμα. Ξεπέρασαν τα 100 δολ/βαρέλι οι πρώτες (97,93 δολ/βαρέλι το Σάββατο), και τα 100 ευρώ/MWh οι δεύτερες (92,5 ευρώ/MWh το Σάββατο) ).
Παρά το αρχικό σοκ, η αντίδραση των αγορών, μέχρι τώρα, θεωρείται ελεγχόμενη, αν κρίνει κανείς και από τον αντίκτυπο στην αγορά ομολόγων, όπου τα επιτόκια και τα σπρεντ παρέμειναν σχετικά σταθερά. Θα μπορούσε να είναι χειρότερη λένε οι αναλυτές, αλλά μπορεί να γίνει (πολύ) χειρότερη το επόμενο διάστημα, οδηγώντας την παγκόσμια οικονομία σε μιά δεύτερη ύφεση μέσα στα τελευταία τρία χρόνια. Σε κάθε περίπτωση, θεωρείται βέβαιο ότι οι τιμές των καυσίμων θα παραμείνουν υψηλές για τους επόμενους μήνες και ο πληθωρισμός θα αυξηθεί περαιτέρω, μειώνοντας την κατανάλωση και την ανάπτυξη. Για τη χώρα μας, έγκυροι οικονομικοί αναλυτές και ινστιτούτα εκτιμούν ότι ο πληθωρισμός ( 6,2% τον Ιανουάριο) θα αυξηθεί τουλάχιστον κατά 2-3 μονάδες, αν η κρίση διαρκέσει για 1-2 μήνες. Αλλά είναι ασαφές ακόμη πόσο θα περιοριστεί η ανάπτυξη.
Σε παγκόσμιο επίπεδο (και στη χώρα μας) όλα θα κριθούν από τις απαντήσεις σε σύνθετα ερωτήματα: Πόσο χειρότερα μπορεί να εξελιχθεί αυτός ο πόλεμος; Πόσο θα διαρκέσει και ποια θα είναι η αντίδραση της Ρωσίας στις κυρώσεις της Δύσης; Πόσο θα επηρεαστεί η κατανάλωση των νοικοκυριών και οι επενδύσεις των επιχειρήσεων;
Δύο στοιχεία, σχετικά με τις εξελίξεις στις τιμές, έχουν ιδιαίτερη σημασία:
1. Η Ρωσία είναι ο τρίτος μεγαλύτερος εξαγωγέας πετρελαίου στον κόσμο και ο δεύτερος σε φυσικό αέριο. Ο κίνδυνος είναι να απαντήσει στις κυρώσεις της Δύσης κλείνοντας τις «στρόφιγγες» στις ροές πετρελαίου και φυσικού αερίου, αλλά αυτό μέχρι τώρα δεν έχει γίνει. Το κόστος θα είναι υψηλό και γι’ αυτήν.
2. Η Ρωσία τροφοδοτεί την Ευρώπη καλύπτοντας το 40% των ετήσιων αναγκών της σε φυσικό αέριο (45% στην Ελλάδα). Επίσης καλύπτει ένα μεγάλο μέρος των παγκόσμιων αναγκών σε μέταλλα, πρώτες ύλες και βασικά τρόφιμα ( σιτάρι, καλαμπόκι κά). Για αυτό και οι επιπτώσεις μπορεί να γίνουν από σοβαρές έως ακραίες.
Οι αναλυτές προβλέπουν ότι στο ακραίο σενάριο οι τιμές του πετρελαίου θα μπορούσαν να εκτιναχθούν στα 120 ή και στα 140 δολάρια/βαρέλι και να διατηρηθούν στα επίπεδα αυτά για πολλούς μήνες. Ανάλογη αύξηση στις τιμές του φυσικού αερίου δεν μπορεί να αποκλειστεί. Στην περίπτωση αυτή, ο πληθωρισμός θα αυξηθεί τουλάχιστον κατά 2 μονάδες σε παγκόσμιο επίπεδο, περισσότερο στην Ευρώπη και λιγότερο στις ΗΠΑ που είναι λιγότερο εξαρτημένη από τη ρωσική ενέργεια. Το δίλημμα θα ήταν μεγάλο για τις κεντρικές τράπεζες σε όλο τον πλανήτη που θα αντιδρούσαν με αύξηση των επιτοκίων τους ανεβάζοντας στα ύψη το κόστος του χρήματος για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Οι συνέπειες θα είναι μεγάλες στην ανάπτυξη.
Ένα άλλο ερώτημα είναι: Γιατί εισέβαλε τώρα στην Ουκρανία ο Πούτιν;
Την απάντηση δίνει η μεγάλη αύξηση στις τιμές της ενέργειας. Απότοκο της πανδημίας και της μεγάλης διαταραχής στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα που έφερε η άρση των lockdown. Από τα μέσα του 2014 έως τις αρχές του 2020 το ρωσικό φυσικό αέριο πωλούνταν σε τιμή μικρότερη από 10 δολάρια ανά εκατομμύριο θερμικών μονάδων και πολύ συχνά κάτω από 5 δολάρια. Οι χαμηλές τιμές της περασμένης δεκαετίας αποθάρρυναν τις επενδύσεις σε νέες μονάδες και σε υποδομές για αγωγούς μεταφοράς του, με αποτέλεσμα να περιοριστεί η προσφορά. Έτσι, όταν η ζήτηση εκτοξεύτηκε μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων της πανδημίας δεν ήταν δυνατόν να καλυφθεί και οδήγησε σε αύξηση των τιμών. Είναι ενδεικτικό ότι σήμερα το ρωσικό φυσικό αέριο πωλείται αντί 30 δολαρίων/εκατομμύριο θερμικών μονάδων. Για παρόμοιους λόγους αυξήθηκαν και οι τιμές του πετρελαίου, βοηθώντας το Πούτιν να «χτίσει» συναλλαγματικά υπερ-αποθέματα 663 δισ σε δολάρια, ευρώ και χρυσό. Ποσό εντυπωσιακό για μια οικονομία, όπως η ρωσική, με ΑΕΠ που δεν ξεπερνά το 1,5 τρισ. δολάρια.
Μέχρι το 2019 η εξάρτηση των χωρών της Δύσης από το ρωσικό φυσικό αέριο ήταν μικρότερη και τα συναλλαγματικά αποθέματα της Ρωσίας δεν επαρκούσαν για να αντέξει τις κυρώσεις της Δύσης. Το αντίθετο συμβαίνει σήμερα. Συνέβαλε σ’ αυτό και η πολιτική του Τραμπ που έδωσε το χρόνο στον Πούτιν να οργανωθεί για έναν πόλεμο σαν τον σημερινό στην Ουκρανία, απειλώντας ταυτόχρονα να προκαλέσει χάος στην παγκόσμια αγορά της ενέργειας, αν το αποφασίσει. Εκτιμάται ότι αν οι τιμές της ενέργειας παραμείνουν υψηλά για αρκετό διάστημα ακόμη οι ευρωπαϊκές οικονομίες θα συρρικνωθούν και η Ρωσία θα ξεπεράσει την Ιταλία σκαρφαλώνοντας στη δεύτερη θέση στην Ευρώπη μετά την Γερμανία.
Και αν στην αγορά πετρελαίου υπάρχουν πολλές πηγές τροφοδοσίας που μπορούν να καλύψουν τις παγκόσμιες ανάγκες, δεν συμβαίνει το ίδιο με το φυσικό αέριο. Το πετρέλαιο μεταφέρεται με τάνκερ σε μεγάλα λιμάνια. Αντίθετα ο φθηνότερος τρόπος μεταφοράς φυσικού αερίου είναι μέσω των αγωγών, οι οποίοι δεν μπορούν να αντικατασταθούν σε σύντομο χρονικό διάστημα. Επίσης η μεταφορά υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) με τάνκερ είναι μια αρκετά ακριβότερη υπόθεση.
Ένα θετικό για την Ευρώπη που έχει τη μεγαλύτερη εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο είναι ότι ο χειμώνας πλησιάζει στο τέλος του και οι ανάγκες θα μειωθούν. Ωστόσο το φυσικό αέριο χρησιμοποιείται όχι μόνο για θέρμανση, αλλά στη βιομηχανία, στην αγροτική παραγωγή και στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειες, τομείς στους οποίους η ζήτηση παραμένει υψηλή όλο το χρόνο.
Τι είναι, πώς λειτουργεί και γιατί έχει σημασία το SWIFT
O όρος SWIFT μπήκε για τα καλά στο λεξιλόγιο μας μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Οι φωνές στη Δύση αυξάνονται για αποκλεισμό της Ρωσίας από τον μηχανισμό αυτόν που χρησιμοποιείται στις, παγκόσμιες συναλλαγές. Ωστόσο, έως τώρα υπάρχουν επιφυλάξεις γιατί το πλήγμα θα ήταν μεγάλο στις συναλλαγές σε όλο τον κόσμο. Τι είναι, όμως, το Swift;
Το Swift (Εταιρεία Παγκόσμιας Διατραπεζικής Χρηματοοικονομικής Τηλεπικοινωνίας) είναι το κυρίαρχο σύστημα ανταλλαγής μηνυμάτων που χρησιμοποιούν οι τράπεζες για να πραγματοποιούν γρήγορες και ασφαλείς διασυνοριακές πληρωμές, επιτρέποντας την ομαλή ροή του διεθνούς εμπορίου. Έχει γίνει ο κύριος μηχανισμός για τη χρηματοδότηση του διεθνούς εμπορίου. Το 2020, περίπου 38 εκατομμύρια συναλλαγές αποστέλλονταν κάθε μέρα μέσω της πλατφόρμας Swift, διευκολύνοντας συμφωνίες αξίας τρισεκατομμυρίων δολαρίων.
Σε ποιον ανήκει το SWIFT;
Το SWIFT, που ιδρύθηκε τη δεκαετία του 1970, έχει έδρα το Βέλγιο και είναι ένας συνεταιρισμός χιλιάδων ιδρυμάτων-μελών που χρησιμοποιούν την υπηρεσία.
Γιατί θα ήταν τόσο σοβαρή η απαγόρευση του SWIFT;
Γιατί οι τρέχουσες συναλλαγές θα πρέπει να διενεργούνται απευθείας μεταξύ τραπεζών ή να δρομολογούνται μέσω νεοσύστατων ανταγωνιστικών συστημάτων, αυξάνοντας το κόστος και δημιουργώντας καθυστερήσεις.
Θα είναι αποτελεσματικός ο αποκλεισμός της Ρωσίας;
Αμφίβολο. Ένας λόγος είναι ότι ο αντίκτυπος στις ρωσικές επιχειρήσεις μπορεί να μην είναι τόσο σοβαρός. Ο επικεφαλής μιας μεγάλης ρωσικής τράπεζας, VTB, είπε πρόσφατα ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει άλλα κανάλια για πληρωμές, όπως τηλέφωνα, εφαρμογές ανταλλαγής μηνυμάτων ή email. Οι ρωσικές τράπεζες θα μπορούσαν επίσης να διοχετεύουν πληρωμές μέσω άλλων χωρών, όπως η Κίνα, η οποία έχει δημιουργήσει το δικό της σύστημα πληρωμών για να ανταγωνιστεί το SWIFT. Η απαγόρευση χρήσης του Swift στη Ρωσία θα μπορούσε να επιταχύνει τη χρήση του ανταγωνιστικού συστήματος Cips της Κίνας. Υπάρχει επίσης ο φόβος ότι θα μπορούσε να βλάψει τη θέση του δολαρίου ΗΠΑ ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος και να επιταχύνει τη χρήση εναλλακτικών λύσεων όπως τα κρυπτονομίσματα.
Δεσμεύεται το SWIFT από οικονομικές κυρώσεις;
Στο παρελθόν, το SWIFT έχει αντισταθεί στις εκκλήσεις για αποκλεισμό ορισμένων χωρών, κρατώντας ουδέτερη στάση. Αλλά το 2012, η Ευρωπαϊκή Ένωση απαγόρευσε απέκλεισε απ’ αυτό ιρανικές εταιρείες και ιδιώτες στο πλαίσιο των κυρώσεων για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης, θέτοντας ένα προηγούμενο για δράση κατά της Ρωσίας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News