Τετρακόσιοι πενήντα έξι είναι οι ανταγωνιστές, 45,6 δισ. γουόν Νότιας Κορέας (περί τα 39 εκατ. ευρώ) είναι το χρηματικό έπαθλο. Θα μπορούσε να γίνει λόγος για μία εφιαλτική εκδοχή των ευρωπαϊκών «Παιχνιδιών χωρίς Σύνορα» ή μάλλον για ένα φονικό «Survivor» των ταλαίπωρων και των δυστυχισμένων της Νότιας Κορέας. Γιατί στο «Παιχνίδι του Καλαμαριού» νικητής αναδεικνύεται όποιος καταφέρει να επιβιώσει –κυριολεκτικά–, ενώ όποιος χάνει εκτελείται.
Το σκεπτικό τoυ «Squid Game», της νέας κορυφαίας (σε ενενήντα χώρες) σειράς του Netflix, είναι πολύ απλό: ο αποκλεισμός συνεπάγεται θάνατο, ενώ η νίκη χρήματα, τα οποία αυξάνονται κάθε φορά που κάποιος από τους διαγωνιζόμενους χτυπιέται από σφαίρα στο κεφάλι ή στο στήθος.
Ο Ματέο Περσιβάλε της Corriere della Sera επικαλείται σε άρθρο του τους Λατίνους και την περίφημη παροιμία τους «Homo homini lupus», δηλαδή «Ο άνθρωπος για τον άνθρωπο είναι λύκος», η οποία παρότι διατυπώθηκε πρώτη φορά πριν από 2.300 χρόνια και 9.000 χιλιόμετρα μακριά από τη Σεούλ, συνοψίζει με εξαιρετικό τρόπο την πλοκή του «Squid Game».
Οι διαγωνιζόμενοι δεν είναι άπληστοι, ούτε τείνουν προς τη διαστροφή ούτε αναζητούν ακραίες, φονικές στην προκειμένη περίπτωση, συγκινήσεις. Ολοι οι παίκτες αντιμετωπίζουν είτε ανυπέρβλητες οικονομικές δυσχέρειες είτε δυσεπίλυτα προβλήματα προσωπικά, οικογενειακά, κοινωνικά ή και υγείας.
Είναι τόσο απελπισμένοι, που δεν διστάζουν να ριψοκινδυνέψουν τη ζωή τους για να λυτρωθούν. Μεταξύ αυτών των ανθρώπων σε απόγνωση περιλαμβάνεται ένας υπερχρεωμένος επιχειρηματίας, ένας μετανάστης από το Πακιστάν, μία νεαρή πρόσφυγας από τη Βόρεια Κορέα, ένας αποτυχημένος και εθισμένος στον τζόγο πατέρας, ένας γηραιός κύριος που αργοπεθαίνει από όγκο στον εγκέφαλο.
Στο εξωτερικό, το «Squid Game» σημειώνει τεράστια επιτυχία, κυρίως χάρη στην εξαιρετική σκηνοθεσία –«σχεδόν χιτσκοκική», σύμφωνα με τον ιταλό δημοσιογράφο– του Νοτιοκορεάτη Χουάνγκ Ντονγκ Χιουκ, τις μοναδικές ερμηνείες των ηθοποιών, τη φωτογραφία.
Στη Νότια Κορέα, ωστόσο, το «Παιχνίδι του Καλαμαριού» κατέστη ζήτημα πολιτικό, διότι το πρόβλημα του ιδιωτικού χρέους στη χώρα των 51,3 εκατομμυρίων κατοίκων δεν αποτελεί βασική προϋπόθεση του σεναρίου, αλλά «μία δραματική κοινωνική πραγματικότητα: το νοτιοκορεατικό ιδιωτικό χρέος είναι το υψηλότερο σε ολόκληρη την Ασία, η οικονομική άνθηση της τελευταίας εικοσαετίας όξυνε τις ανισότητες», γράφει ο Περσιβάλε.
Αυτό που για εκατομμύρια τηλεθεατές σε όλον τον κόσμο είναι ένα καλογυρισμένο αλληγορικό σίριαλ τρόμου, στη Νότια Κορέα εκλαμβάνεται «από τη Δεξιά ως ένας ταπεινωτικός τρόπος που βγάζει τα άπλυτα της χώρας στη φόρα και από την Αριστερά ως σήμα κινδύνου για μια πανεθνική κατάσταση έκτακτης ανάγκης, η αντιμετώπιση της οποίας δεν μπορεί πλέον να αναβάλλεται», μας πληροφορεί ο συντάκτης της Corriere, κάνοντας λόγο για τη δυσάρεστη πλευρά της πρωτοφανούς οικονομικής ανάπτυξης που σημειώθηκε στη χώρα.
Ομως παράλληλη με την άνθηση της οικονομίας στη Νότια Κορέα κατά τα προηγούμενα χρόνια ήταν και η άνθηση της αποκαλούμενης pop culture. Το δυτικό κοινό στα ευρωπαϊκά κράτη και τις αμερικανικές πολιτείες το αντιλήφθηκε πρώτη φορά το 2012, χάρη στον σάλο που προκάλεσε το «Gangnam Style», ένα τραγουδάκι που έφτασε στην κορυφή των charts σε πολλές χώρες της Δύσης, ενώ στον ρυθμό του λικνίζονταν από τον πρώην γ.γ. του ΟΗΕ Μπαν Κι Μουν, έως τον βρετανό πρώην πρωθυπουργό Ντέιβιντ Κάμερον.
Πριν από μία διετία τα «Παράσιτα» του Μπονγκ Τζουν Χο (τα οποία επίσης πραγματεύονται με μαεστρία τις οικονομικές ανισότητες και τις ταξικές αντιθέσεις στη σύγχρονη και πανίσχυρη οικονομικά Νότια Κορέα) κέρδισαν τον Χρυσό Φοίνικα και τέσσερα Οσκαρ.
Αλλά το μεγάλο πολιτισμικό «Κορεατικό κύμα» (Korean Wave) για το οποίο μίλησε ακόμη και ο Μπαράκ Ομπάμα το 2013, άρχισε να διογκώνεται σταδιακά πριν από μία εικοσαετία, με την K-pop, την κορεατική ποπ μουσική που πλέον συγκαταλέγεται μεταξύ των κύριων εξαγώγιμων προϊόντων της χώρας.
Η αρχή έγινε με τις νοτιοκορεατικές τηλεοπτικές σειρές που κατέκτησαν τους τηλεθεατές σε ολόκληρη την Ανατολική, τη Νότια και τη Νοτιοανατολική Ασία, ενώ στη συνέχεια τη σκυτάλη πήραν τα είδωλα της K-pop, προκαλώντας ρίγη ενθουσιασμού σε ολόκληρο τον κόσμο, από το Μπαγκλαντές και την Ινδία έως τη Μέση Ανατολή και από τη Βόρεια και τη Νότια Αφρική έως τη Λατινική Αμερική και, φυσικά, σε ολόκληρη τη Δύση. Πλέον, η K-pop αποτελεί παγκόσμιο πολιτισμικό φαινόμενο και συγκαταλέγεται μεταξύ των δέκα κορυφαίων μουσικών αγορών στον κόσμο.
Καίριο ρόλο στη διάδοση της σύγχρονης νοτιοκορεατικής ποπ κουλτούρας στα πέρατα του κόσμου διαδραμάτισαν κυρίως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με τους αστέρες της K-pop να έχουν πολλά εκατομμύρια followers στο Instagram και άλλες τόσες προβολές στο YouΤube. Το ότι η επέλαση της K-pop ανά την υφήλιο αποτελεί εδώ και μία πενταετία case study στο Harvard Business School δεν πρέπει να προκαλεί εντύπωση.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News