Η «αποφασιστική αυτοσυγκράτηση» (Resolute Restraint) αυτή θεωρεί ο Μάικλ Ο’Χάνλον πως πρέπει να είναι η βάση της νέας παγκόσμιας αμερικανικής στρατηγικής. Μάλιστα ο επικεφαλής μελετών για την εξωτερική πολιτική στο Brookings Institution έγραψε και ένα βιβλίο επί του ζητήματος με τον πολύ εύστοχο τίτλο «Η Τέχνη του Πολέμου εν Καιρώ Ειρήνης».
Τι ακριβώς, όμως, εννοεί, κάνοντας λόγο για «αποφασιστική αυτοσυγκράτηση»; «Η αποφασιστικότητα σχετίζεται με την ιδέα ότι υφίστανται σημαντικά πράγματα για τα οποία αξίζει να αγωνιζόμαστε. Εννοώ κυρίως την ελευθερία των ΗΠΑ και των συμμάχων τους, το ΝΑΤΟ, τη δυνατότητα όλων των χωρών να χρησιμοποιούν την ανοιχτή θάλασσα για το εμπόριο και τους αεροδιαδρόμους για τις μεταφορές, τις προσπάθειες για την αποτροπή της διάδοσης των πυρηνικών τεχνολογιών. Από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο βλέπουμε τα οφέλη μιας αμερικανικής πολιτικής εθνικής ασφάλειας και ενός συστήματος συμμαχιών που βασίζεται σε αυτές τις έννοιες. Η αυτοσυγκράτηση, από την άλλη πλευρά, αφορά τη διεύρυνση των συμμαχιών, στην οποία αντιτίθεμαι γενικά. Αφορά την τάση να χρησιμοποιήσουμε άμεσα υπερβολική ισχύ, σε μια σύγκρουση μεταξύ υπερδυνάμεων, ίσως ακόμη και πριν η Ρωσία ή η Κίνα βάλουν εναντίον μας. Αφορά τη μη ρεαλιστική προσέγγιση στις διαπραγματεύσεις με το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα. Οπότε αυτοσυγκράτηση σημαίνει περιορισμός των φιλοδοξιών μας, περιορισμός από τους πιο μεγαλεπήβολους και επεκτατικούς στόχους μας σε ό,τι πραγματικά χρειαζόμαστε», εξήγησε ο αμερικανός ειδικός, συνομιλώντας με τον Πάολο Μαστρολίλι, απεσταλμένο της ιταλικής La Repubblica στη Νέα Υόρκη.
Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι ενώπιον της ρωσικής επιθετικότητας και των απειλών του Κρεμλίνου περί εισβολής στην Ουκρανία, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους καλά κάνουν και υψώνουν φωνή διαμαρτυρίας και επιβάλλουν και απειλούν με νέες κυρώσεις, αλλά «δεν πιστεύω πως πρέπει να πολεμήσουμε για το Κίεβο», υποστηρίζει ο Ο’Χάνλον.
«Φίλη χώρα, όχι σύμμαχος»
«Εχει δίκιο ο Μπάιντεν να διακρίνει την Ουκρανία, μία φίλια αλλά όχι σύμμαχη χώρα, από τις χώρες της Βαλτικής ή την Πολωνία που είναι μέλη του ΝΑΤΟ. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό κάθε μέλος της Συμμαχίας να προστατεύεται σθεναρά, γιατί διαφορετικά αμφισβητείται η αξιοπιστία της ίδιας της συμμαχίας. Αλλά δεν πιστεύω πως το ΝΑΤΟ πρέπει να είναι ένα κλαμπ ανοιχτό σε όσο το δυνατόν περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Εάν ήταν στο χέρι μου, δεν θα είχα προσκαλέσει τα κράτη της Βαλτικής. Επομένως, η στρατηγική του Μπάιντεν είναι σωστή: ξεκαθαρίζουμε εκ των προτέρων ότι θα επιβάλουμε βαριές οικονομικές κυρώσεις, βαρύτερες από εκείνες του 2014, που θα επεκταθούν στους τομείς της ενέργειας και των χρηματοοικονομικών. Αλλά το να φέρουμε το ΝΑΤΟ στο κατώφλι της Ρωσίας δεν χρειάζεται», ανέφερε σχετικά.
«Δεν είμαι υπέρ μιας στρατιωτικής απάντησης από την πλευρά των ΗΠΑ ή του ΝΑΤΟ, δεν θέλω να στείλω τα παιδιά μου ή τα δικά σας παιδιά να πεθάνουν για το Κίεβο. Δεν πιστεύω πως σκοπός της Συμμαχίας είναι να καλύπτει ολόκληρο τον κόσμο, με μία δομή ασφαλείας που απαιτεί από τις ΗΠΑ και τους πιο στενούς συμμάχους τους να αντιμετωπίζουμε ολόκληρο τον πλανήτη ωσάν να είναι επικράτειά μας. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου η δέσμευση περί αλληλοπροστασίας είχε κάποιο νόημα ενώπιον του σοβιετικού επεκτατισμού. Αλλά μετά το 1989 το ΝΑΤΟ χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο προώθησης της δημοκρατίας και του εγχειρήματος της Ευρωπαϊκής Ενωσης και δεν θεωρώ πως αυτό ήταν σωστό. Δεν αντέδρασε μόνον ο Πούτιν ενώ μας είχε προειδοποιήσει και ο Γκορμπατσόφ, και επρόκειτο για μία αρκετά προβλέψιμη αντίδραση», συμπλήρωσε.
Η σύρραξη δεν είναι επίδειξη ισχύος
Κάνοντας λόγο ο ιταλός δημοσιογράφος για ηττοπαθή στάση που επιτρέπει στον ρώσο πρόεδρο να υπονομεύει τη συνοχή του ΝΑΤΟ, υποστηρίζοντας πως δεν διατίθεται ή δεν μπορεί να πολεμήσει, ο Μάικλ Ο’Χάνλον σημείωσε πως κατά το παρελθόν παρόμοια επιχειρήματα χρησιμοποιήθηκαν για να δικαιολογήσουν τους πόλεμους στο Βιετνάμ και στο Ιράκ. «Δεν νομίζω πως αξίζει να διακινδυνεύσουμε μια σύρραξη για να μην φανούμε αδύναμοι ή ηττοπαθείς», είπε. Μάλιστα ο ίδιος θεωρεί πως από στρατηγική άποψη οι ΗΠΑ είναι πιο ισχυρές από ποτέ, «με περίπου εξήντα συμμάχους ανά τον κόσμο που αντιστοιχούν στα δύο τρίτα του παγκόσμιου ΑΕΠ και των στρατιωτικών δαπανών».
Πάντως σε καμία περίπτωση ο αμερικανός αναλυτής σίγουρα δεν επικροτεί, ούτε δικαιολογεί, τη στάση του Βλαντίμιρ Πούτιν. «Είναι ιδιαίτερα παραπονιάρης και περήφανος. Θα ήταν πολύ πιο χρήσιμο για τη Ρωσία να ενωνόταν με τη Δύση αντί να την προκαλεί. Αλλά για αυτόν ακριβώς τον λόγο μπορούμε να είμαστε μετρημένοι. Δεν ανάβω το πράσινο φως στη Ρωσία να επιτεθεί στο Κίεβο. Εάν το έκανε θα τασσόμουν υπέρ της αύξησης των αμερικανικών/δυτικών ενόπλων δυνάμεων στις χώρες της Βαλτικής και στην Πολωνία και υπέρ της δημιουργίας πιο ισχυρών αμυντικών θέσεων στα σύνορα του ΝΑΤΟ», ανέφερε.
Η «παγίδα του Θουκυδίδη»
Οσον αφορά την Κίνα, ερωτηθείς εάν η Δύση μπορεί να αποφύγει την αποκαλούμενη «παγίδα του Θουκυδίδη» (πρόκειται για θεωρία του αμερικανού πολιτικού επιστήμονα Γκρέιαμ T. Αλισον που ορίζει ότι όταν μια ισχυρή κυρίαρχη δύναμη αντιλαμβάνεται την άνοδο μιας άλλης που απειλεί να την επισκιάσει, μοιραία οδηγείται σε σύγκρουση μαζί της) ο ειδικός του Brookings απάντησε θετικά, υπογραμμίζοντας πως στην προκειμένη περίπτωση ιδιαίτερα σημαντική είναι η αυτοσυγκράτηση.
«Καταρχάς ο Θουκυδίδης προέβλεπε την αναπόφευκτη σύγκρουση μεταξύ της αυταρχικής Σπάρτης και της αναδυόμενης δημοκρατικής Αθήνας ενώ σήμερα κυρίαρχη είναι δημοκρατία και αναδυόμενη δύναμη ο αυταρχισμός. Επιπλέον εμείς δεν επιδιώκουμε να αποτρέψουμε την κινεζική ανάπτυξη, αντιθέτως την ευνοήσαμε. Διαθέτουμε πυρηνικά ως αποτρεπτικό μέσο, περισσότερους συμμάχους, οικονομικά και γεωγραφικά πλεονεκτήματα που μας επιτρέπουν να αποφύγουμε την παγίδα», εξήγησε.
Προϋπόθεση, ωστόσο, για να υπερκεράσει η δημοκρατική Δύση τους όποιους αυταρχικούς ανταγωνιστές της είναι να καταστούν εκ νέου ισχυρές οι ΗΠΑ. Ομως για να συμβεί πρέπει πρώτα να βρουν οι Αμερικανοί έναν νέο κοινά αποδεκτό εθνικό σκοπό.
Τελική μάχη με τον λαϊκισμό το 2024
«Η αμερικανική δημοκρατία περνάει κρίση και θα συνεχίσει να περνάει κρίση τουλάχιστον έως ότου να δούμε τα αποτελέσματα των προεδρικών εκλογών του 2024. Αυτή η κρίση έχει πολλές διαστάσεις αλλά η κυριότερη είναι η ανισότητα, η οποία επέφερε το τέλος των ονείρων της μεσαίας τάξης και γέννησε τον θυμό που τροφοδότησε τον λαϊκισμό. Η αναβίωση αυτών των ονείρων είναι η κύρια θεραπεία. Ο Μπάιντεν προσπαθεί (παρότι το πρόγραμμα Build Back Better έχει μπλοκαριστεί) αλλά αποδίδει υπερβολική έμφαση στις παροχές που προσφέρονται στους πολίτες και ελάχιστη στη δημιουργία θέσεων εργασίας. Αντιθέτως εγώ θεωρώ ότι πρέπει να εστιάσουμε κυρίως στην εργασία η οποία συνεπάγεται και αξιοπρέπεια και οικονομική ασφάλεια. Αυτή είναι η συμβουλή που θα του έδινα, εάν με ρωτούσε», αποκάλυψε ο συγγραφέας της «Τέχνης του Πολέμου εν Καιρώ Ειρήνης».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News