Σαν γνήσιοι Ρουμελιώτες στο πατρικό μου τρώγαμε ανέκαθεν πολύ κατσίκι και ενίοτε αρνάκι, ελάχιστο μοσχαρίσιο κρέας και ποτέ χοιρινό. Η μαμά μου κουβαλάει παιδικά τραύματα γιατί κάθε χρόνο στα χοιροσφάγια έχανε το pet της, πράγμα που έμαθα σχετικά πρόσφατα, οπότε λύθηκε και το μυστήριο γιατί δεν αγγίζει ποτέ τα ωραία χοιρινά λουκάνικα, που κατά καιρούς προμηθευόμαστε. Γενικά το χοιρινό κρέας τής προκαλεί απέχθεια.
Στο σημείο αυτό θα κάνω μια παράκαμψη για να σας πω ότι ακόμη δεν την έχω συγχωρήσει γιατί επανέλαβε το κρίμα όταν έδωσε την συγκατάθεσή της να μαγειρευτεί στιφάδο ο φίλος μας ο κούνελος (αν και κοντεύω να το κάνω από τη στιγμή που ανέλυσα σε βάθος πώς συμβαίνουν αυτά τα πράγματα). Μας είχαν πει ότι ο κούνελος μετακομίζει από την αθηναϊκή αυλή μας σε έναν παραδεισένιο κήπο στα προάστια. Κι εμείς λυγίσαμε για το καλό του.
Ηταν το τελευταίο επιχείρημα των γονιών μας, το προηγούμενο ότι δεν μπορούσαν πια να τον ταΐζουν, δεν έπιασε γιατί ο αδελφός μου, που από βρέφος είχε στο τσεπάκι του άπειρες λύσεις για το κάθε τι, έβαλε εισιτήριο φύλλα μαρουλιού (με χρονοχρέωση) στους φίλους του για να παίζουν με τον κούνελο. Οπότε άρχισαν να εξαφανίζονται μυστηριωδώς οι σαλάτες από τα γειτονικά σπίτια, και οι μανάδες να ωρύονται συλλαμβάνοντας τους μαρουλοκλέφτες γόνους τους, αλλά εμείς και ο κούνελός μας είμαστε μες στην τρελή χαρά.
Πιστέψαμε, όμως, ότι στον επίγειο παράδεισο του θείου μας θα πέρναγε καλύτερα. Τι λάθος! Και μέγα δράμα αφού από παιδιά αμφισβητούσαμε τους ουράνιους παράδεισους και νιώθαμε πολύ προδωμένοι όταν μας έλεγαν ψέμματα. Λίγες μέρες αργότερα, ήταν μια ωραία Κυριακή θυμάμαι, στην τραπεζαρία του θείου μάς υποδέχτηκε ο κούνελος μπρούμητα σε μια πιατέλα περιτριγυρισμένος από μελωμένα κρεμμυδάκια… Πέρασε μισός αιώνας για να βάλω στο στόμα μου κουνέλι, αυτό έγινε όταν πια είχα επεξεργαστεί για τα καλά την ιστορία. Και είμαι σίγουρη ότι κάπως αλλιώς χρειάζεται να γίνονται οι χειρισμοί για να μην στερούνται οι άνθρωποι νόστιμες και υγιεινές τροφές για λόγους συναισθηματικούς.
Για την ιστορία σας μεταφέρω έναν χρυσό κανόνα. Τον άκουσα από τον Αρη Βεζενέ κατά τη διάρκεια μιας εκδήλωσης στο εστιατόριό του στο πλαίσιο του κύκλου The Artisans της ιστοσελίδας Andro.gr σε συνεργασία με το Johnnie Walker Blue Label. Για να ξέρεις τι τρως, όταν αγοράζεις κρέας, ζητάς από τον προμηθευτή σου πληροφορίες για το ζώο από το οποίο προέρχεται, σχετικές με:
- Ράτσα
- Ηλικία
- Τροφή
- Προέλευση
- Τρόπος θανάτωσης (αν έγινε ευθανασία του ζώου και πώς)
- Επεξεργασία του κρέατος
Κλείνει η παρένθεση, ανοίγω άλλη μία για να σας προτείνω να διαβάσετε ένα θέμα σχετικό με τη «Δίαιτα για την υγεία του πλανήτη» – αλλά και τη δική μας, και ξαναγυρίζω στο κατσικάκι. Μια από τις πιο θεϊκές παραλλαγές του είναι μαγειρεμένο φρικασέ, ένα από τα κλασικά ελληνικά πιάτα, τα λεγόμενα εντράδες*. Ειδικά μέσα στο καταχείμωνο, τα αρώματα των χορταρικών σού ψιθυρίζουν ότι όπου να είναι έρχεται η άνοιξη. Και αυτό είναι πολύ παρηγορητικό.
*Σημείωση: Η λέξη εντράδα προέρχεται από παραφθορά της γαλλικής entrée, που δηλώνει το πρώτο πιάτο ενός γεύματος, στο ελληνικό γαστρονομικό λεξιλόγιο όμως αντιστοιχεί σε κυρίως πιάτο με κρέας και λαχανικά
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News