Ονομάζεται «reserve replacement ratio» –δείκτης αναπλήρωσης αποθεμάτων– και επισήμως εξακολουθεί να αποτελεί το «μέτρο» με το οποίο αξιολογείται η απόδοση των πετρελαϊκών εταιρειών. Αφορά τη δυνατότητα μιας πετρελαϊκής εταιρείας να αναπληρώνει άμεσα την ετήσια παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου από αποδεδειγμένα αποθέματα που διαθέτει. Φαίνεται, ωστόσο, πως πλέον αυτός ο δείκτης δεν έχει ιδιαίτερη ισχύ.
Τουλάχιστον αυτό συμπεραίνεται, λαμβάνοντας υπόψη τις πρόσφατες δηλώσεις ενός εκ των επικεφαλής του κλάδου. Ο Μπέρναρντ Λούνεϊ, εκτελεστικός διευθυντής της BP, θεωρεί ότι το μέλλον της ενέργειας έγκειται στην παραγωγή ολοένα λιγότερων υδρογονανθράκων.
Ο ίδιος επιδιώκει η BP να μειώσει κατά 40% την παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου μέσα στα επόμενα χρόνια και η «φιλοδοξία του σηματοδοτεί τη βαθιά αλλαγή που σημειώνεται στη βιομηχανία της ενέργειας» αναφέρουν οι Financial Times σε κεντρικό άρθρο τους, κηρύσσοντας, συγχρόνως, τον «αργό θάνατο» των Big Oil, των έξι – επτά μεγαλύτερων πολυεθνικών εταιρειών πετρελαίου και φυσικού αερίου στον κόσμο.
Σύμφωνα με τη βρετανική εφημερίδα, για να μπορέσουν να επιβιώσουν οι Big Oil σε έναν κόσμο χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, θα πρέπει «να επανεφευρεθούν» και μάλιστα άμεσα, καθώς οι αναλυτές της BP εκτιμούν ότι θα χρειαστούν χρόνια για να ανακάμψει πλήρως η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου, ενώ η κατανάλωση ενδέχεται να μην επιστρέψει ποτέ ξανά στα προ της πανδημίας επίπεδα.
«Μια τόσο ζοφερή εκτίμηση από μία από τις μεγαλύτερες πετρελαϊκές εταιρείες στον κόσμο θα ήταν αδιανόητη πριν λίγα χρόνια», αναφέρουν οι FT, για να υποστηρίξουν, ωστόσο, ότι «ο κόσμος είχε αρχίσει να αλλάζει πριν από την Covid».
Παρότι με καθυστέρηση, επιτέλους η κλιματική αλλαγή απασχολεί τους πάντες. Κοινή γνώμη, κυβερνήσεις, τράπεζες και επενδυτές έχουν αρχίσει εδώ και καιρό να ασκούν πιέσεις στη βιομηχανία του πετρελαίου, ούτως ώστε να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. Οι αναλυτές της Goldman Sachs προβλέπουν ότι κατά τη διάρκεια της επόμενης χρονιάς οι δαπάνες για ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές θα ξεπεράσουν για πρώτη φορά τις δαπάνες για την αναζήτηση και παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου. Αυτό οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στο διευρυνόμενο χάσμα όσον αφορά το κόστος κεφαλαίου, «με επιτόκια που φτάνουν έως το 20% για επενδύσεις σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο έναντι 3%-5% για επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές».
Η πανδημία συνέβαλε στην επιτάχυνση αυτής της αλλαγής στάσης της ανθρωπότητας απέναντι στα ορυκτά καύσιμα και αυτό αποδεικνύεται από την πρόθεση πολλών κυβερνήσεων ανά τον κόσμο να θεσπίσουν αυστηρούς κανόνες αλλά και να προσφέρουν σημαντικά κίνητρα για μια πράσινη ανάκαμψη των οικονομιών τους στη μετά Covid εποχή.
Αποτελεί, οπότε, γεγονός ότι τα πράγματα αλλάζουν, ότι τόσο η BP όσο και οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές πολυεθνικές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου –η ιταλική Eni, η γαλλική Total και η βρετανο-ολλανδική Royal Dutch Shell– «ηγούνται μιας επανάστασης», η οποία, ωστόσο, θα αργήσει πολύ να ολοκληρωθεί και να στεφθεί με επιτυχία.
Εάν θεωρείται βέβαιο ότι το πετρέλαιο πεθαίνει, άλλο τόσο σίγουρο είναι ότι πεθαίνει αργά. Γιατί, για να στραφούν στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας οι πετρελαϊκές, εταιρείες πρέπει να επενδύσουν τεράστια ποσά.
Αναλυτές της νορβηγικής Rystad Energy εκτιμούν ότι για την επίτευξη των «πράσινων» στόχων που έχουν ανακοινωθεί έως σήμερα, συμπεριλαμβανομένης και της επιδίωξης της BP να παράγει 50 γιγαβάτ ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές έως το 2030, θα πρέπει να επενδυθούν συνολικά περί τα 200 δισεκατομμύρια δολάρια.
Την ίδια ώρα, οι κορυφαίες πετρελαϊκές των ΗΠΑ και, κυρίως, η ExxonMobil, εξακολουθούν να επενδύουν ένα πακτωλό χρημάτων στο πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Απρόθυμες να «πρασινίσουν» είναι και οι περισσότερες από τις εθνικές πετρελαϊκές εταιρείες των χωρών όλου του κόσμου, οι εργασίες των οποίων αντιστοιχούν τουλάχιστον στο 50% της παγκόσμιας παραγωγής.
Το πώς θα εξελιχθεί τελικά η ζήτηση για πετρέλαιο κατά τα επόμενα χρόνια δεν μπορεί να προβλεφθεί με σιγουριά. Αλλά ενδέχεται η κατανάλωση να συνεχίσει να ανέρχεται σε δεκάδες εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα επί δεκαετίες, ακόμη και στην περίπτωση που η στροφή προς πιο «καθαρές» μορφές ενέργειας λάβει πρωτοφανείς διαστάσεις.
Η ανθρωπότητα εξακολουθεί να χρειάζεται το πετρέλαιο για την παραγωγή πλήθους άλλων προϊόντων, κυρίως των πετροχημικών. Κάποιοι αναλυτές προειδοποιούν ότι κατά τα επόμενα χρόνια θα μπορούσε να προκύψει μια μείωση της προσφοράς, συμβάλλοντας στην αύξηση των τιμών και δίνοντας ώθηση στις επενδύσεις. Με λίγα λόγια, «οι παραγωγοί χαμηλού κόστους θα συνεχίσουν να αντλούν πετρέλαιο για όσο μπορούν». Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία, ωστόσο, ότι βρισκόμαστε ήδη «στην αρχή του τέλους» του πετρελαίου, υπογραμμίζουν οι Financial Times.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News