Στο Μουσείο Κινηματογράφου του Λος Άντζελες υπάρχει ένα μεγάλο πορτρέτο του Κλιντ Ίστγουντ, με ελληνική υπογραφή. Το ζήτησε ο ίδιος ο σκηνοθέτης από το Βασίλη Δημητρίου, ειδικά για το μουσείο, όταν είδε δουλειά του σε ένα ρεπορτάζ για τη – σπάνια – τέχνη του στους New York Times.
Ο ίδιος ο Βασίλης Δημητρίου έλεγε ότι έχει ζωγραφίσει πάνω από πενήντα φορές τον Κλιντ Ίστγουτντ για τις μεγάλες κινηματογραφικές αφίσες (προμετωπίδες κυρίως στον ιστορικό κινηματογράφο «Αθήναιον», στους Αμπελόκηπους). Τόσες που θα μπορούσε να τον ζωγραφίσει πια και στον ύπνο του. Ή στο επέκεινα.
Η αποδημία του ζωγράφου των μεγάλων εικόνων για τα σινεμά Βασίλη Δημητρίου, στα 85 του χρόνια, σημαίνει, κατά κάποιον τρόπο, τέλος εποχής για αυτήν, την «άλλη» κινηματογραφική τέχνη. Την τέχνη που εξύψωσε εντυπωσιακά ο αείμνηστος έλληνας μετρ του είδους Γιώργος Βακιρτζής (1923-1988). Ο «Έλληνας Τουλούζ Λωτρέκ», όπως ήταν το προσωνύμιο που του είχαν αποδώσει. Με δεδομένο ότι ο Ανρί Τουλούζ Λωτρέκ ήταν ο προπάτορας της αφίσας (εν γένει). Ακολουθώντας – ο Βακιρτζής – τον μεγάλο δάσκαλό του, που ξεκίνησε από το ’30, Στέφανο Αλμαλιώτη, ιδρυτή της λεγόμενης «Σχολής των Αθηνών στο ντεκόρ».
Εξήντα και πλέον χρόνια τέχνης άφησε πίσω του ο Βασίλης Δημητρίου, μαθητής του άλλου μεγάλου της κινηματογραφικής γιγαντοαφίσας Κώστα Γρηγοριάδη.
Αν το υπολογίσουμε, σχεδόν ανά βδομάδα, που άλλαζαν έργο και μαζί και γιγαντοαφίσες τα σινεμά, μιλάμε για κάπου 3.500 αφίσες. Το εντυπωσιακό είναι ότι δεν τις κρατούσε. Συνήθως, πλην ελαχίστων, κατέληγαν στα σκουπίδια. Σαν εφήμερη τέχνη – αλλά τι τέχνη! Πώς θα μπορούσε άλλωστε. Φανταστείτε πόσος χώρος χρειάζεται για 3.500 ρολά, από τα μεγάλα.
Ο Βασίλης Δημητρίου ήταν ο τελευταίος από τους «παλιούς», παραδοσιακούς και εμμονικούς αυτής της ιδιαίτερης υπαίθριας τέχνης. Μόνον τον τελευταίο χρόνο δεν ζωγράφιζε πια σχεδόν μία αφίσα κάθε εβδομάδα που άλλαζε η ταινία. Η νόσος του Πάρκινσον τον είχε χτυπήσει χρόνια πριν και την νικούσε, θαυμαστά, στους καμβάδες του. Αλλά μαζί με το ανίκητο γήρας τον κατέβαλαν, τελευταία.
Βέβαια, για να το λέμε κι αυτό, αφήνει πίσω του, στο «Αθήναιον» τουλάχιστον, που ήταν η πινακοθήκη του πάνω από 40 χρόνια τώρα, μία συνεχίστρια αυτής της «άλλης» τέχνης. Νεότερη, όμως. Στο τελευταίο, όπως έχει ειπωθεί και διεθνώς (από τους «New York Times», το AFP, το γαλλικό πρακτορείο ειδήσεων, το «Vice» κ.ά.) «εργαστήρι χειροποίητων κινηματογραφικών αφισών», δουλεύει ακόμη η Βιργινία Αξιώτη. Που ξεκίνησε με το «Mad Max».
Ολα από κάπου ξεκινούν. Και στην τέχνη. Και στην «άλλη» τέχνη του Βακιρτζή ή του Δημητρίου ξεκινούν από το στρατσόχαρτο. Ή, μάλλον, πολλά μεγάλα στρατσόχαρτα, κολλημένα μεταξύ τους, στο μέγεθος της προμετωπίδας ή μαρκίζας (συνήθως 2,5 επί 6,5 μέτρα, με ή χωρίς τελάρα). Και από το αστάρωμα, για να μην απορροφώνται τα χρώματα και βαραίνει η γιγαντοαφίσα. Και από χρώματα σκόνες, αναμειγμένα με κόλλα, για να έχουν ελαστικότητα.
Εντυπωσιακό, αλλά αυτή η βουβή, κατά τα άλλα, τέχνη είχε – κάποτε τουλάχιστον – και χειροκρότημα. Πολύ χειροκρότημα. Από σινεφίλ και λάτρεις των εικαστικών που περίμεναν να αναρτηθεί η αφίσα στο… υπαίθριο μουσείο της κινηματογραφικής μαρκίζας, για να την περιεργαστούν, να τη θαυμάσουν και να την επικροτήσουν.
Θυμόταν πολλά τέτοια χειροκροτήματα ο Βασίλης Δημητρίου. Όταν χρειάστηκε, ας πούμε, να «γδύσει» λίγο παραπάνω, με τα πινέλα του («βούρτσες», τα έλεγε) την αφίσα της Σοφίας Λόρεν. Και όχι μόνον. Άλλο αν χρειάστηκε να «ντύσει» περισσότερο την Κλαούντια Καρντινάλε, με το μικρό μπικίνι της, όταν «μια ομάδα θυμωμένων “ζουλού” είχαν μαζευτεί μπροστά από το σινεμά», διαμαρτυρόμενη.
Ο «Βασιλάκης», όπως ήταν το πρώτο του προσωνύμιο, βούτηξε στην εικαστική του τέχνη από το δημοτικό. Όταν μια μέρα ζωγράφισε, απούσης της δασκάλας, την αλεπού και τα σταφύλια… κρεμαστάρια, από το μύθο του Αισώπου, με κιμωλία στο μαυροπίνακα. Όταν ήρθε η δασκάλα επέμεινε να μάθει ποιος το ζωγράφισε. Εκείνος σήκωσε το χέρι του και του ήρθε το… σκαμπίλι, επειδή «έλεγε ψέματα». Η δασκάλα τον προκάλεσε, κλαμένο, να το ζωγραφίσει ξανά, για να αποδείξει ότι ήταν δικό του. Και όταν το ανακάλυψε ήταν εκείνη που τον βοήθησε, με μπογιές, πινέλα κ.λπ. να αφιερωθεί στην τέχνη.
Με ανάλογους τρόπους ξεκίνησαν όσοι κράτησαν ζωντανή, ως τώρα, από τη δεκαετία του 1930 ακόμη, αυτή την «άλλη» κινηματογραφική τέχνη (κοντά 90 ετών, πλέον, στην Ελλάδα). Πέρα από τον θρυλικό Στέφανο Αλμαλιώτη και τον επίσης θρυλικό μαθητή του Γιώργο Βακιρτζή, μιλάμε για τους Νικόλαο Ανδρεάκο, Σπύρο Βασιλείου, Νίκο Νικολαΐδη, Κώστα Γρηγοριάδη, τους αδερφούς Γιώργο και Κώστα Κουζούνη, τους Γεράσιμο Τουλιάτο, Ανδρέα Βαζόπουλο, Μανώλη Παναγιωτόπουλο, Βαγγέλη Φαεινό, Χαράλαμπο Σεράση και το νεότερο Μάριο Χονδρογιάννη.
Ο Βασίλης Δημητρίου αναγνωρίστηκε εν ζωή, από ξένα μέσα ενημέρωσης, ως ένας από τους τελευταίους (ναι, στην Ελλάδα) μαΐστορες αυτής της τέχνης – με τα στρατσόχαρτα, τις κόλλες και τις «βούρτσες». Η τέχνη του μεγάλου Γιώργου Βακιρτζή, ο οποίος διατηρούσε μεθοδικά και τα πρώτα σχεδιάσματά του για τις περίτεχνες γιγαντοαφίσες του, πέρασε σε βιβλία. Όμως, αυτή η τέχνη, που κάποτε έπαιρνε ακόμη και χειροκροτήματα από το πεζοδρόμιο, σβήνει. Οι ελάχιστοι συνεχιστές είναι απλά η εξαίρεση.
Αν «μιλάει» ακόμη, «μιλάει» μέσα από συλλογές, όπως η Συλλογή αφισών και κάποιων γιγαντοαφισών HELLAFFI του Μουσείου Κινηματογράφου του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (χαρακτηρισμένη ως μνημείο από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων και πολύτιμο τεκμήριο της ιστορίας του σινεμά στην Ελλάδα). Και μέσα από τα ποσά – συχνά ιλλιγιώδη – που δαπανούν συλλέκτες σε όλο τον κόσμο για την απόκτησή της. Από την πινακοθήκη, δηλαδή, του πεζοδρομίου στις αίθουσες δημοπρασιών. Με μοίρα ανάλογη κάθε εικαστικής τέχνης. Μόνον που στην περίπτωση αυτής της «άλλης» κινηματογραφικής τέχνης το μέλλον είναι ισχνό.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News