«Més que un club». Στις αρχές της δεκαετίας των 70’s ο Αγουστί Μοντάλ Κόστας, ο πατέρας του πιο διάσημου ποδοσφαιρικού σλόγκαν στον Κόσμο, κατάφερε να συμπυκνώσει σε τέσσερις λεξούλες αυτό που η Μπαρτσελόνα ήταν για τους πιστούς της: «Κάτι περισσότερο από ένας σύλλογος». Ο Κόστας, πρόεδρος των «Μπλαουγκράνα» από το 1969 έως το 1977, σε ‘κείνη την ιστορική του ομιλία με την οποία διεκδίκησε (και κέρδισε) την επανεκλογή του, είχε δεσμευθεί ότι η ομάδα – καμάρι των Καταλανών θα στεκόταν πάντα στο πλευρό τους. Κι αυτό έκανε, η Μπάρτσα, για πάνω από έναν αιώνα. Μέχρι χθες.
Την Κυριακή το απόγευμα, μία σελίδα της ιστορίας της έμεινε κενή, όπως οι εξέδρες του «Καμπ Νου» στον αγώνα με τη Λας Πάλμας. Την ώρα που η Καταλονία μάτωνε από την αστυνομική βία, η Μπαρτσελόνα μπήκε στο άδειο της γήπεδο να παίξει μπάλα. Οπως οποιαδήποτε άλλη Κυριακή. Για να μη χάσει έξι βαθμούς, που -πιθανότατα- θα της στερούσαν ένα Πρωτάθλημα. Σαν οποιοδήποτε άλλο κλαμπ.
«Εγώ δεν θα έπαιζα στο παιχνίδι. Κι αν έπαιζα, θα το έκανα μόνο μπροστά στους οπαδούς», σχολίασε -εμφανώς ενοχλημένος- ο Πεπ Γκουαρντιόλα. Εξω από το γήπεδο, η ιαχή «Μπαρτομέου παραιτήσου» έσκιζε τον ουρανό. Οι μισοί από τους χιλιάδες συγκεντρωμένους φιλάθλους έβριζαν τον πρόεδρο επειδή τους στέρησε την ευκαιρία να φωνάξουν υπέρ της ανεξαρτησίας της Καταλονίας και εναντίον του αυταρχισμού της κυβέρνησης Ραχόι. Οι άλλοι μισοί, απλώς επειδή δεν μπορούσαν να απολαύσουν τον Μέσι. Ανάμεσά τους υπήρχαν εκατοντάδες φίλαθλοι που είχαν έρθει από την άλλη άκρη του κόσμου -κυρίως από την Ασία και τη Λατινική Αμερική- για να δουν την αγαπημένη τους ομάδα. Ξόδεψαν τις οικονομίες τους γι’ αυτό το ταξίδι, αλλά έμειναν κι αυτοί απ’ έξω.
Η Sport, αν και εφημερίδα της Καταλονίας, δεν χαρίστηκε στη διοίκηση. «Ντροπή», έγραψε στον βασικό της τίτλο. «Η Μπαρτσελόνα αποφάσισε να παίξει κεκλεισμένων των θυρών ένα ματς που δεν έπρεπε να διεξαχθεί». Και δεν ανέφερε, πουθενά, το σκορ της αναμέτρησης. Εδώ που τα λέμε, το όλο σκηνικό έμοιαζε με προδοσία. Ο σύλλογος που πριν από λίγες μέρες είχε καλέσει τους Καταλανούς να πάνε να ψηφίσουν στο απαγορευμένο δημοψήφισμα, εκείνη την κρίσιμη μέρα έμεινε εντελώς αμέτοχος. Προτίμησε μία νίκη, από το να σταθεί στο πλευρό του έθνους που εκπροσωπεί.
«Η Μπαρτσελόνα καταδικάζει τα γεγονότα που διαδραματίζονται σε περιοχές της Καταλονίας με σκοπό να αποτρέψουν τους πολίτες από το να ασκήσουν το δημοκρατικό δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης», ανέφερε η επίσημη ανακοίνωση. Αλλά, στην ουσία, το ίδιο το κλαμπ δεν επέτρεψε σε 98.000 Καταλανούς να εκφραστούν στο παραδοσιακό σημείο συγκέντρωσής τους, εκεί όπου για πάνω από έναν αιώνα ακούγεται η φωνή τους. Αντ’ αυτού, στον ηλεκτρονικό πίνακα του γηπέδου, αναβόσβηνε βουβά η λέξη «Δημοκρατία».
Η διοίκηση Μπαρτομέου είχε ζητήσει την αναβολή του αγώνα με τη Λας Πάλμας. Επειτα από εισήγηση της ισπανικής αστυνομίας, όμως, η Λίγκα αποφάσισε, το ματς να διεξαχθεί κανονικά. Εάν η ομάδα δεν εμφανιζόταν στον αγωνιστικό χώρο του «Καμπ Νου», θα έχανε τους τρεις βαθμούς στα χαρτιά – και άλλους τρεις λόγω τιμωρίας. Θα έχανε, μάλλον, και τις ελπίδες της για τον τίτλο. Τραγικό το δίλημμα. Πλέον, η Μπαρτσελόνα είναι ένας πολυεθνικός κολοσσός, μία παγκόσμια επιχείρηση με τεράστιο τζίρο κάθε χρόνο. Κάθε αγωνιστική αποτυχία θα μπορούσε να υποθηκεύσει το μέλλον της. Μπροστά σε αυτόν τον κίνδυνο θυσιάστηκε μία πράξη αντίστασης, η οποία θα επιβεβαίωνε αυτό το «més que un club».
Ο πρόεδρος Μπαρτομέου, μαζί με τον αντιπρόεδρο Μέστρε, κατέβηκαν στα αποδυτήρια για να μιλήσουν με τους ποδοσφαιριστές. Τους ανακοίνωσαν ότι επιθυμία της διοίκησης ήταν, το παιχνίδι να γίνει χωρίς θεατές. «Εάν κατακτήσουμε το πρωτάθλημα, κανείς δεν θα θυμάται ότι παίξαμε κεκλεισμένων των θυρών. Αν, όμως, το χάσουμε εξαιτίας αυτών των έξι βαθμών, όλοι θα λένε ότι η απόφασή μας ήταν λάθος», τους εξήγησε ο Μπαρτομέου. Μόνον ο Ζεράρδ Πικέ και ο Σέρζι Ρομπέρτο διαφώνησαν. Του είπαν ότι δεν ήταν δυνατόν, αυτοί να παίζουν μπάλα, την ώρα που οι δρόμοι της Καταλονίας είχαν γεμίσει με τραυματίες. Ο Λιονέλ Μέσι είχε πιάσει μία άκρη και, απλώς, παρακολουθούσε την κουβέντα. Ο Αντρές Ινιέστα τόνισε ότι μια τέτοια απόφαση δεν μπορούν να την πάρουν οι ποδοσφαιριστές. Ο Ερνέστο Βαλβέρδε ήταν της γνώμης να παίξουν. Στο τέλος, ο Πικέ έμεινε μόνος. Αναγκάστηκε να πειθαρχήσει και βγήκε κανονικά στο γήπεδο μαζί με τους συμπαίκτες του.
Ωραία, το ματς θα γινόταν. Αλλά, γιατί όχι με θεατές; Επειδή η διοίκηση φοβήθηκε τις παροτρύνσεις κάποιων ακραίων φωνών που ζητούσαν από τους οπαδούς να πατήσουν το χορτάρι και να «χαλάσουν» το ματς, όταν αυτό θα άρχιζε. Για να αντιληφθούν, τα 400 εκατομμύρια των τηλεθεατών που θα το παρακολουθούσαν, ότι η Βαρκελώνη «φλέγεται». Ηταν βέβαιο, ότι πολλοί θα προσπαθούσαν να μετατρέψουν τα ενενήντα λεπτά της αναμέτρησης σε μια διαμαρτυρία που θα έβλεπε live όλος ο κόσμος. Και κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει, μέχρι πού θα έφταναν. Ο Μπαρτομέου δεν θέλησε να το ρισκάρει. Οπως είπε σε στενούς του συνεργάτες, η ίδια η βουβαμάρα του «Καμπ Νου» θα επικοινωνήσει το πρόβλημα σε όλη τη Γη.
Κάπως έτσι, μπροστά σε άδειες εξέδρες, ο Μέσι αγωνίστηκε για 594η φορά με την φανέλα της Μπαρτσελόνα, ξεπερνώντας σε συμμετοχές τον θρυλικό αρχηγό Κάρλες Πουγιόλ. Μερικά χιλιόμετρα πιο μακριά, στο «Μπερναμπέου», ο έτερος μεγάλος σύλλογος της Καταλονίας, η Εσπανιόλ, συμμετείχε -άθελά του- σε ένα συλλαλητήριο υπέρ της ενωμένης Ισπανίας. Εξω από το γήπεδο, οι άνθρωποι της Ρεάλ Μαδρίτης μοίρασαν στους θεατές χαρτόνια με τα χρώματα της ισπανικής σημαίας, τα οποία στο πίσω μέρος έγραφαν το ακόλουθο μήνυμα: «Κρατήστε το στην τσέπη σας και στο 12ο λεπτό θα σηκώσουμε τη σημαία όλοι μαζί. Γιατί είμαστε ο δωδέκατος παίκτης, και όλοι μαζί είμαστε η Ισπανία». Πολύ πριν από το συμφωνηθέν λεπτό, μεγάλο μέρος της κερκίδας σήκωσε περήφανα τα χαρτόνια και βροντοφώναξε: «Ζήτω η Ισπανία!».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News