Μπορεί ένα δικαστήριο να δείξει επιείκεια όταν ένα έγκλημα έχει πολλά δικαιολογητικά και σκληρά βιώματα από πίσω; Η 19χρονη Ντέμπορα Σιακουατόρι μαχαίρωσε θανάσιμα τον βίαιο και αλκοολικό πατέρα της, έχοντας προηγουμένως υπομείνει πολλά μαρτυρικά χρόνια κακοποίησης και ενδοοικογενειακής βίας. Η κοινή γνώμη είναι παθιασμένα με το μέρος της νεαρής γυναίκας και όπως αναφέρει δημοσίευμα των Times του Λονδίνου, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μία πολύ ελαστική μεταχείριση από την πλευρά του δικαστηρίου.
Η απελπισμένη Ντέμπορα πήρε την κατάσταση στα χέρια της και μαζί με αυτήν και ένα μαχαίρι με το οποίο όρμησε στον πατέρα της, στην προσπάθειά της να σταματήσει να χτυπά την ίδια και άλλα μέλη της οικογένειας. Το βράδυ της Κυριακής 19 Μαΐου 2019 ο πατέρας του κοριτσιού επέστρεψε μεθυσμένος ως συνήθως στο σπίτι τους στην ιταλική επαρχία Μοντεροτόντο, κοντά στη Ρώμη.
Ο Λορέντσο Σιακουατόρι, 41χρονος πρώην μποξέρ, ήταν γνωστός στον ευρύτερο κύκλο του για τον αλκοολισμό του, τη χρήση ναρκωτικών και τα βίαια ξεσπάσματά του. Κάνοντας κατάχρηση των δυνατών γροθιών του, συνήθιζε να χτυπά την κόρη του, τη σύζυγό του, αλλά και την ηλικιωμένη μητέρα του. Ολοι ζούσαν μέσα στο ίδιο σπίτι, σε ένα νοσηρό σκηνικό που προδίκαζε ότι αργά ή γρήγορα όλα θα οδηγούσαν στον θάνατο κάποιου.
Το μοιραίο βράδυ, θολωμένος για ακόμα μία φορά από το ποτό, ο 41χρονος παγίδευσε τις τρεις γυναίκες πάνω στην εσωτερική σκάλα του σπιτιού και δεν τις άφηνε να φύγουν. Οπως ισχυρίζεται η κόρη του, έβγαλε ένα μαχαίρι που είχε κρύψει πάνω της και του είπε «σταμάτα μπαμπά, μην κάνεις τίποτα άλλο». Εκείνος την αγνόησε και το 19χρονο κορίτσι τον μαχαίρωσε στον λαιμό ενώ πάλευαν.
Την ώρα που ξεψυχούσε, του είπε μετανιωμένη: «Μην με αφήνεις, να είσαι καλά, συγχώρεσέ με – δεν ήθελα να το κάνω». Το 2015 ο Σιακουατόρι είχε εκτίσει εξάμηνη ποινή φυλάκισης επειδή είχε χτυπήσει αστυνομικό. Με το που αποφυλακίστηκε συνέχισε να δέρνει την κόρη του, όπως είχε κάνει πολλές φορές και στο παρελθόν. Η νεαρή Ντέμπορα, παρά τα βάσανά της, είναι άριστη μαθήτρια και προπονείται σκληρά στο μποξ – ίσως όχι τόσο για να ακολουθήσει τα επαγγελματικά βήματα του πατέρα της, αλλά για να είναι σε θέση να τον αποκρούσει.
Πριν από δύο χρόνια, το είχε σκάσει από το σπίτι μαζί με τη μητέρα της. Είχαν πάει αεροπορικώς σε άλλη πόλη της Ιταλίας, όμως αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στο μαρτυρικό σπίτι, όταν ο αδίστακτος πατέρας απείλησε ότι θα σκότωνε άλλους συγγενείς.
Ο δικαστής Φραντσέσκο Μεντίτο σκέφτεται πολύ σοβαρά το ενδεχόμενο να απαλλάξει το κορίτσι από όλες τις κατηγορίες. «Οπως όλα δείχνουν, προσπαθούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό της» είπε χαρακτηριστικά.
«Εβλεπα και ζούσα εφιάλτες»
Οι μαρτυρίες της Ντέμπορα έχουν συγκλονίσει την ιταλική κοινή γνώμη, που αυτές τις ημέρες παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα ένα θρίλερ που μέχρι πρότινος εξελισσόταν πίσω από ερμητικά κλειστές πόρτες: «Εβλεπα και ζούσα μέσα στους εφιάλτες. Είχα τον φόβο ότι θα με σκότωνε ενώ κοιμόμουν. Το μόνο θετικό πράγμα που μου είχε απομείνει από εκείνον ήταν το πάθος για το μποξ. Οι τελευταίες μου χαρούμενες αναμνήσεις από εκείνον είναι όταν ήμουν 6-8 ετών και με έπαιρνε μαζί του στο γυμναστήριο. Τότε ακόμη, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι άθλημα που με έμαθε να αγαπώ, θα το έστρεφε εναντίον μου, όταν θα άρχιζε να με χτυπάει με όλη του τη δύναμη».
Κλειδωνόταν στο δωμάτιό της από φόβο μήπως μπει μέσα ο πατέρας της μεθυσμένος και της κάνει κακό. Δεν είχε μιλήσει καθόλου ούτε στις φίλες της, ούτε σε κάποιον ειδικό για όλα όσα περνούσε. Η ίδια εξηγεί ως εξής αυτή τη μυστικοπάθεια: «Μέσα στο σπίτι, εγώ και η μητέρα μου νιώθαμε εντελώς ηττημένες, καταδικασμένες. Πιστεύαμε ότι δεν είχαμε κανένα μέλλον, ότι δεν υπήρχε καμία σωτηρία. Για αυτό ακριβώς δεν ζητήσαμε βοήθεια από πουθενά».
Η καθημερινή βία του πατέρα Λορέντσο στη μητέρα της, Αντόνια, ξεκίνησε όταν η Ντέμπορα ήταν μόλις 5 ετών. Οπως αναφέρει το δημοσίευμα-ψυχογράφημα της Corriere della Sera, μεγαλωμένη μέσα σε ένα περιβάλλον διαρκούς βίας, η Ντέμπορα ένιωθε ότι δεν έχει κανέναν τρόπο διαφυγής. Ηξερε ότι τίποτα από όλα αυτά δεν είναι φυσιολογικό, αλλά ένιωθε πως δεν είχε καμία ελπίδα. Και ύστερα ήρθε η βραδιά του φόνου.
Με μία μαχαιριά, που όπως αποδείχτηκε ήταν και η χαριστική βολή, ο Λορέντσο έπεσε στο έδαφος και οι δύο γυναίκες απελευθερώνονται για πάντα από την τυραννία του. Συνειδητοποιώντας τι έκανε εν βρασμώ και σίγουρα σε νόμιμη άμυνα αφού η κατάσταση μέσα στο σπίτι είχε για μία ακόμη φορά ξεφύγει εξαιτίας του, η Ντέμπορα αναφωνεί: «Ω Θέε μου, τι έκανα μαμά!» Από εκεί και πέρα, δεν θυμάται τίποτα. Το σύστημα αυτοάμυνας του οργανισμού της έσπευσε να μπλοκάρει τα συναισθήματά της για να αντέξει το σοκ.
Ολόκληρη η Ιταλία μοιάζει να είναι στο πλευρό της 19χρονης. Πλήθος κόσμου, συγκεντρωμένο έξω από το σπίτι του φονικού, κάνει υποστηρικτικές δηλώσεις στις κάμερες και στα social media, τονίζοντας ότι θα ήταν τεράστια αδικία να συνεχίσει να τιμωρείται ένα κορίτσι που ζει εδώ και τόσα χρόνια μέσα στον πόνο και στον φόβο.
Η πλευρά της μητέρας
Η Αντόνια, μητέρα της Ντέμπορα και σύζυγος του Λορέντσο, στην κατάθεσή της έδωσε το χρονικό της βίαιης μετάλλαξής του: «Τα πράγματα χειροτέρευσαν το 2002, όταν πέθανε ο πατέρας του. Η ζωή μας έγινε σκέτη κόλαση, η κόρη μου έτρωγε και κοιμόταν κλειδωμένη στο δωμάτιό της, γιατί δεν ήθελε να τον βλέπει. Είχα την ψευδαίσθηση ότι θα άλλαζε και ότι θα κατάφερνα να τον σώσω. Οταν κατάλαβα ότι δεν μπορούσα να τον αλλάξω, ήταν πλέον αργά. Δίσταζα να πάω στην αστυνομία, φοβόμουν ότι θα μου έπαιρνε την κόρη μου επειδή δεν ήμουν αρκετά καλή μητέρα ώστε να την προστατεύσω».
Μετά την αποφυλάκισή του, το 2015, ο Λορέντσο έμοιαζε να έχει αλλάξει. Επινε λιγότερο, φερόταν καλύτερα σε μάνα και κόρη. Ομως αυτό κράτησε πολύ λίγο. Αρχισε να τις χτυπάει και να είναι τόσο επιθετικός, σε σημείο που η μητέρα της Ντέμπορα έκρυψε κάθε επικίνδυνο και αιχμηρό αντικείμενο από το σπίτι, ίσως επειδή διασθανόταν ότι από στιγμή σε στιγμή θα γινόταν κάτι πραγματικά ακραίο.
Η ελπίδα για μία καλύτερη ζωή
Η Ντέμπορα αφηγείται λεπτομέρειες της ενδοοικογενειακής κόλασης: «Ο πατέρας μου έβριζε διαρκώς τη μητέρα μου, την έλεγε πουτάνα και την απειλούσε λέγοντάς της “θα σε σφάξω σαν γουρούνι”. Καθετί που εκείνη έκανε ή δεν έκανε, ήταν αφορμή για να εκραγεί εκείνος. Αν δεν του άρεσε το φαγητό, αν δεν του έφταναν τα λεφτά, αν δεν ήταν συγυρισμένο το σπίτι. Την ανάγκαζε να κάνουν σεξ και εκείνη υπάκουε χωρίς να αντιδράσει, από φόβο για τα χειρότερα. Το μοναδικό μου καταφύγιο ήταν το διάβασμα και η μελέτη. Σκεφτόμουν ότι αν τα πήγαινα πολύ καλά στα μαθήματα, θα περνούσα στο πανεπιστήμιο και θα έφευγα κάπου πολύ μακριά από αυτό το σπίτι».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News