«Μηχανικός θέλω να γίνω / αυτό πολύ με συγκινεί / αν πάλι σέκος απομείνω; / αν με πλακώσει η μηχανή;» Με αυτό το ποιηματάκι ξεκίνησαν όλα. Πριν από 85 χρόνια, παρακαλώ. Σε μια σχολική τάξη στο Αλιβέρι Ευβοίας. Είμαστε στη δεκαετία του ’30 (ναι, του ’30) και ο μικρός Γιαννάκης Βογιατζής απαγγέλλει μεν πως θέλει να γίνει μηχανικός, αλλά ο τρόπος του και η καρδιά του άλλα δείχνουν. «Ήθελα από πάντα να γίνω ηθοποιός», μου λέει σήμερα – που τον έχει δικαιώσει και με το παραπάνω εκείνη η επιλογή του – και μου δηλώνει πως σκοπεύει να μου εξηγήσει, αφού τελειώσει την αναδρομή του. Ας περιμένουμε λοιπόν, μαζί.
Από την ιδιαίτερη πατρίδα του, το Αιτωλικό, το μόνο που θυμάται, μου λέει ο Γιάννης Βογιατζής, είναι ότι πήγαινε στο νηπιαγωγείο. Διότι κατέληξε πρώτα στο Αλιβέρι, όπου δούλευε ο πατέρας του, κι από κει στην Κέρκυρα και, τέλος, στην Αθήνα. «Την πρώτη ζωή μου την έχω ζήσει σε πολύ διαφορετικά μέρη», λέει και μου δηλώνει ότι έχει μπροστά στα μάτια του εκείνη τη φωτογραφία από την Πρώτη Δημοτικού στο Αλιβέρι που απήγγειλε δοξαστικά το ποιηματάκι του μηχανικού. Όπως τα έχει όλα ακόμη ζωντανά μπροστά του, στα 91 του πια. Όλα τα ποιήματα που είπε για την 25η Μαρτίου («28η Οκτωβρίου δεν υπήρχε τότε ακόμη») και τη λήξη της σχολικής χρονιάς. Όλους τους ρόλους έπειτα. Όλα τα μαθηματικά που διδάχτηκε. Όχι όμως και τα άλλα μαθήματα. Αυτά τα έχει ξεχάσει.
Σε κάτι «τσαντίρια» έπαιζαν οι ηθοποιοί που πρωτοείδε επί το έργον. Και κάποιος ονόματι Παπαδόπουλος, μου λέει, που τραγουδούσε (μου το τραγουδάει κι εκείνος) «Λουλούδια πουλώ μυρωμένα / γαζίες, βιολέτες και κρίνα / που μοιάζουν κι αυτά σαν κι εμένα / το κορμί μου εγώ δεν πουλώ…». Μιλάμε για την «Μικρή Σεβιλιάνα» των Σωτηρίας Ιατρίδου και Τάκη Σπυράκου, από την επιθεώρηση του 1932 (στο Περοκέ) «Συλλαλητήριο». «Τον ηθοποιό αυτό τον συνάντησα ξανά, χρόνια μετά, όταν έπαιζα στο Μουσούρη στις «Τρεις Αδελφές» του Τσέχωφ. Μου τον σύστησε ο Κώστας Μουσούρης και του είπα πόσο τον εθαύμασα, σφίγγοντάς του το χέρι».
Μικρό άλμα στο χρόνο. Κατοχή. Στην Κέρκυρα. Και ο μικρός Γιάννης να γίνεται μάρτυρας «των περιβόητων βομβαρδισμών, στις 14 Σεπτεμβρίου του 1943 (σ.σ.: μου λέει με ακρίβεια την ημερομηνία που θυμάται), όταν τα έκαψαν όλα οι Γερμανοί επειδή οι Ιταλοί έφυγαν από τον Άξονα. Βύθισαν όλα τα πλοία, με τους Ιταλούς στρατιώτες μέσα να φωνάζουν «αγιούτο». Και οι Γερμανοί να τους χτυπάνε με τις μπότες τα χέρια, όταν προσπαθούσαν να πιαστούν για να ανεβούν και να γλιτώσουν. Αυτή την βαρβαρότητα δεν την ξεχνάς. Μου σφράγισε την ζωή».
Αργότερα, παίζοντας με άλλα παιδιά σε ένα αεροπλάνο που είχε καταρριφθεί, έκαναν πως «πυροβολούσαν» τους Γερμανούς. Κι εκείνοι δίχως να συλλογιστούν, λέει, πως ήταν παιδιά και έπαιζαν ανταπέδιδαν πραγματικά πυρά, «με τη λύσσα του πολέμου και το εμβόλιο της σκληρότητας στο αίμα», όπως μου λέει. Από θαύμα γλίτωσαν.
«Ο πατέρας μου ήθελα να σπουδάσω νομικά. Ή οικονομολόγος», συνεχίζει την αφήγησή του ο Γιάννης Βογιατζής, με μια ευγενή φωνή ετών 91, που σε σκλαβώνει. «Παρίστανα λοιπόν ότι πήγαινα στη Νομική. Εκεί όπου έγινα φίλος με το Γεώργιο Μαγκάκη. Όμως ήθελα να πάω σε Δραματική Σχολή και όχι σε άλλη από τη Σχολή του Εθνικού. Τότε καθηγητής εκεί ήταν ο Δημήτρης Χορν, τον οποίο εθαύμαζα. Το αστέρι του ήταν πολύ ψηλά. Και ήταν κι αξιολάτρευτος», συνεχίζει την ιστορία που θυμάται ακόμη και την επαναλαμβάνει συχνά. «Τον εντόπισα λοιπόν και του είπα: Θέλω να γίνω ηθοποιός και θέλω να μου πείτε αν κάνω γι’ αυτό. Αν μου πείτε ότι κάνω θα γίνω. Αν μου πείτε ότι δεν κάνω, πάλι θα γίνω. Ε, τότε κάνεις για ηθοποιός, μου απάντησε εκείνος και αποφάσισα να πάω στη Σχολή. Αφήνοντας την εφημερίδα όπου δούλευα σαν βοηθός του Σπύρου Μελά, ο οποίος ήταν και δάσκαλός μου, όπως και ο Ροντήρης και ο Τερζάκης, πέρα από τον Χορν».
Κι άλλο απόσπασμα. Αισχύλος: «Αρχή στην πάσα συμφορά, Δέσποινα, κάποια θεϊκή κατάρα ή πονηρόν…», μου απαγγέλλει με στόμφο περισσό. «Έτσι το έλεγα και με διόρθωναν: Τι το φωνάζεις έτσι;… Μετά την Κατοχή δεν δώσαμε εξετάσεις και δεν έγινε η πρώτη τάξη, αλλά μας συνέπτυξαν με την Τρίτη. Εκεί είχα συμμαθητές τον Αλεξανδράκη, τη Συνοδινού, τον Παππά, τον Κάρτερ στα μαθήματα με τον Ροντήρη. Μέχρι που το 1949 στρατεύθηκα και έμεινα λίγο ρέστος. Είχα κι ένα ατύχημα, καθώς έπασε από ένα μεγάλο ΡΕΟ και έσπασα το πόδι μου, έμεινα κάμποσο στο νοσοκομείο και τελικά γύρισα μετά από δύο χρόνια. Και έφυγα σε περιοδεία με τον επίσης δάσκαλό μου Κωστή Μιχαηλίδη».
Τη διδασκαλία του Δημήτρη Ροντήρη, μου λέει ο Γιάννης Βογιατζής, χειμαρρώδης, την επανέφερε όταν έκαναν «τα θυρανοίξια», όπως τα αποκαλεί, των Δελφών. Μιλάμε για το άνοιγμα του αρχαίου θεάτρου των Δελφών, το 2012, ύστερα από 37 χρόνια σιωπής, όταν – μου θυμίζει – έγραψαν ότι «ακόμη και οι Φαιδριάδες πέτρες ερίγησαν από τη φωνή του Βογιατζή». Όταν είπε το «Ίτε παίδες Ελλήνων, ελευθερούτε πατρίδαν».
Όλα τα έχει κάνει, μου λέει. «Από Αισχύλο μέχρι Σακελάριο. Επιθεωρήσεις. One man show στα νυχτερινά κέντρα. Μου έλεγε ο Μουσούρης: είναι δυνατόν να κάνεις αυτά μετά τον Τσέχωφ; Και του απαντούσα: Πρέπει να δουλέψω τώρα που είμαι μικρός για να αποκτήσω κάποια πείρα και κάποια χρήματα για να είμαι ανεξάρτητος». Έτσι και ο κινηματογράφος, «που σε διδάσκει να μιλάς απλά και καθημερινά και να έχεις κάποιο συναίσθημα, όχι σαν τον τότε θεατρικό στόμφο με τον γομφοπαγή ήχο. Ο κινηματογράφος, αν δεν είναι απλός, δεν περνάει», μου λέει και μετράει. «Έκανα 70 ταινίες». Προσμετράει και βιντεοταινίες των 80s, όπως «Ο κουδουνίστρας», «Ο Ράμπο από τα Τρίκαλα», «Ο ταξιτζής και τα μανούλια», «Ο παπαφαγάνας», πέρα από τις κωμωδίες της εποχής Φίνου.
«Φέτος, λοιπόν, επέστρεψα στον κινηματογράφο. Έκανα μια ταινία 25 λεπτών, το «Lost and Found: an Athenian story» του Άκη Πολύζου, στον ρόλο ενός μαφιόζου, κάποτε εξώλης και προώλης, που έχει δυο κόρες, αισθάνεται ότι τελειώνει η ζωή του και θέλει να τις φέρει σε επαφή». Θα έπαιζε και στο Εθνικό, «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» του Πιραντέλο, αλλά αναβλήθηκε για του χρόνου. Κι έτσι ρώτησε το Εθνικό (επιμένει σε αυτό) και έπαιξε στο ελεύθερο θέατρο έναν ρόλο που είχε κάνει στον κινηματογράφο, πριν από κοντά 50 χρόνια, στο «Γοργόνες και μάγκες». Μου μιλάει για όλους τους συντελεστές στο μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη, σε μουσική Μίμη Πλέσσα, «με εκπληκτικούς στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου». Ήρθε, μου λέει με χαρά, και η Μάρθα Καραγιάννη, που πρωταγωνιστούσε στην ταινία. «Μόνον που εδώ κάτι αλλάξαμε: η Μαρία Κορινθίου δεν κάνει την αδελφή μου, αλλά την κόρη μου». Η πρώτη φορά, προσθέτει, «που έβγαλα το ποδαράκι μου από το Εθνικό ήταν γι’ αυτό το λαϊκό, όπως λένε, το ηθογραφικό – λέω εγώ – μιούζικαλ».
Θυμάται πως τον κάλεσε στο Αμόρε ο Γιάννης Χουβαρδάς, με αφετηρία το «Τερέζ Ρακέν» του Εμίλ Ζολά. «Θα δίδασκα στην Αμερική, σε παπάδες, πώς να διαβάζουν σωστά, ελληνικά, το Ευαγγέλιο. Με κάλεσε και με έβαλε πάλι στο σωστό θέατρο. Με ξανάφερε στον ίσιο δρόμο», μου λέει. Θυμάται και τις Επιδαύρους: την «Γκόλφω», τη «Λυσιστράτη», τον «Ηρακλή μαινόμενο». Μου λέει όλα τα ονόματα των σκηνοθετών: Χουβαρδάς, Μαρμαρινός, Μαυρίκιος, Καραθάνος, Έφη Θεοδώρου, Πέτρος Φιλιππίδης (στον «Λάκκο της αμαρτίας»). Και αποφαίνεται: «Από τον καιρό που γεννήθηκα και αισθάνθηκα τον εαυτό μου ήθελα να γίνω ηθοποιός. Και το κατάφερα μέχρι σε αυτή την ηλικία». Δύο πράγματα θέλησε να μου σημειώσει, με έμφαση, λίγο πριν κλείσουμε την κουβέντα μας, που θα μπορούσε να πάρει πολύ χώρο, ακόμη και σε έναν ιστότοπο όπως το Protagon. «Δεν υπάρχει κωμικός και δραματικός ηθοποιός. Υπάρχει ηθοποιός. Δεν υπάρχει μεγάλος και μικρός ρόλος. Υπάρχει σωστός και κακός ηθοποιός».
Info
«Γοργόνες και μάγκες» του Γιάννη Δαλιανίδη, σε μουσική Μίμη Πλέσσα, στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου
Θέατρο Μπρόντγουαιη: Αγίου Μελετίου 61 και Πατησίων
Τηλ.: 210-8620.231, 210-8654.787.
Παίζουν οι ηθοποιοί: Γιάννη Βογιατζή, Ζέτα Δούκα, Γιώργο Βάλαρη, Θανάση Ευθυμιάδη, Μαρία Κορινθίου, Παναγιώτη Πετράκη, Τάσο Κωστή, Κώστα Γαλίτη, Έφη Παπαθεοδώρου.
Παραστάσεις: Τετ., Κυρ.: 7 μ.μ., Σάβ. 5 μ.μ., Πέμ. 9 μ.μ., Παρ. 8 μ.μ., Σάβ. 8.15 μ.μ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News