Πώς μεταμορφώνεται ένα παιδί μεταναστών που μεγαλώνει στο Λονδίνο και το όνειρό του είναι να γίνει ποδοσφαιριστής της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ σε έναν δήμιο του Ισλαμικού Κράτους; Πιο απλά: πώς έγινε ο Τζιχάντι Τζον αυτό που έγινε; Ο καθένας μπορεί να κάνει τις δικές του θεωρητικές υποθέσεις για την αποτυχία του μοντέλου της πολυπολιτισμικότητας από τη μία ή του μοντέλου της ενσωμάτωσης από την άλλη. Υπάρχει, όμως, μόνο ένας άνθρωπος που μίλησε μαζί του όταν ο Τζιχάντι Τζον ήταν ακόμη στην Αγγλία και λεγόταν Μοχάμεντ Εμουαζί.
Αυτός ο άνθρωπος είναι ο δημοσιογράφος Ρόμπερτ Βερκάικ. Και αποφάσισε να περιγράψει αυτή τη μεταμόρφωση σε ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε αυτές τις ημέρες στη Βρετανία. Το βιβλίο Jihadi John: The Making of A Terrorist (εκδ. Oneworld) είναι προϊόν μίας έκπληξης του συγγραφέα του που του προκάλεσε με τη σειρά του ένα κενό μνήμης.
Αλλά ας πιάσουμε το νήμα από την αρχή. Ηταν 26 Φεβρουαρίου του 2015 όταν ο Ρόμπερτ Βερκάικ έλαβε ένα τηλεφώνημα από μια πηγή του, η οποία τον ενημέρωσε πως το BBC ετοιμαζόταν να αποκαλύψει την ταυτότητα του Τζιχάντι Τζον. Αυτός ο τζιχαντιστής δήμιος με τη λονδρέζικη προφορά ήταν ο Μοχάμεντ Εμουαζί. Μουσουλμάνος, 26 χρόνων, με καταγωγή από το δυτικό Λονδίνο. Το όνομα αυτό δεν έλεγε τίποτε απολύτως στον δημοσιογράφο.
Δυο μέρες μετά, όμως, μια οργάνωση υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έδωσε στη δημοσιότητα μια σειρά από μέιλ, παραλήπτης των οποίων ήταν ο Εμουαζί. Ο Βερκάικ διαπίστωσε έκπληκτος ότι ένα από αυτά τα μέιλ το είχε γράψει ο ίδιος: «Χάρηκα που σε είδα χθες Μοχάμεντ…». Οταν είδε ότι ήταν αυτός ο αποστολέας, παρέλυσε. Αφού πέρασε το πρώτο σοκ, προσπάθησε να επαναφέρει στη μνήμη του το πρόσωπο του ανθρώπου με τον οποίο είχε συναντηθεί και είχε μιλήσει. Η προσπάθεια αποδείχθηκε μάταιη εκείνη τη στιγμή. Ο Βερκάικ χρειάστηκε μερικές ημέρες για να βάλει τα κομμάτια του παζλ στη θέση τους.
Κομμάτι πρώτο: η γνωριμία
Ο Μοχάμεντ που είχε γνωρίσει ο Βερκάικ ήταν ένα δύσκολο παιδί. Δεν του φαινόταν, όμως, ένας άνθρωπος ικανός να σκοτώσει – τουλάχιστον όχι ακόμη. Από πολλές απόψεις δεν διέφερε από τους υπόλοιπους νεαρούς μουσουλμάνους που είχαν απευθυνθεί σε αυτόν (ο Βερκάικ είχε ειδικευτεί στα θέματα αυτά ως δημοσιογράφος) για να καταγγείλουν τη συμπεριφορά της αστυνομίας και της MI5 (αυτή είναι η βρετανική αντικατασκοπία) απέναντί τους: ο Εμουαζί πίστευε πως ήταν αθώος και ότι είχε πέσει θύμα αδικαιολόγητων διώξεων. Στον Βερκάικ μίλησε ακόμη και για τα προβλήματα που είχαν προκαλέσει οι 007 στην συναισθηματική του ζωή. Αισθανόταν τρομακτική πίεση και πολύ συχνά περιέγραφε τον εαυτό του σαν έναν «νεκρό που περπατάει». Κάποια στιγμή έγραψε στον δημοσιογράφο ότι σκεφτόταν την αυτοκτονία. Πώς ενσάρκωσε αυτός ο άνθρωπος το απόλυτο κακό;
Κομμάτι δεύτερο: τα παιδικά χρόνια
Ο Μοχάμεντ Εμουαζί καταγόταν από τους Μπεντούν, μια μειονότητα στο Κουβέιτ στην οποία δεν αναγνωρίζεται πλήρης ιθαγένεια. Η οικογένειά του αποφάσισε να μεταναστεύσει στη Βρετανία όταν ο ίδιος ήταν έξι χρονών. Στο Λονδίνο ο πατέρας εργάζεται ως οδηγός ταξί και διανομέας δεμάτων, ενώ η σύζυγός του μένει στο σπίτι και φροντίζει τον Μοχμάμεντ, τις τρεις αδελφές του και τον μικρότερο αδελφό του. Στο σπίτι μιλούν αραβικά και τις Παρασκευές πηγαίνουν στο τοπικό τέμενος για να προσευχηθούν, αλλά χωρίς να είναι φανατικά πιστοί – απόδειξη ότι ο Μοχάμεντ πήγε δημοτικό σε ένα αγγλικανικό σχολείο, την Αγία Μαρία Μαγδαληνή. Σήμερα, οι δάσκαλοί του και οι συμμαθητές του λένε ότι δεν διέφερε σε τίποτε από τα άλλα παιδιά. Στα δέκα του χρόνια, ο Μοχάμεντ έλεγε ότι όταν μεγάλωνε θα γινόταν ποδοσφαιριστής της αγαπημένης του ομάδας που ήταν η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Το αγαπημένο του παιχνίδι ήταν το Duke Nukem, και το αγαπημένο του παιδικό βιβλίο το «How to Kill a Monster» («Πώς να σκοτώσεις ένα τέρας», στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κέδρος). Το αγαπημένο του χρώμα είναι το μπλε, το αγαπημένο του ζώο η μαϊμού. Ενας συμμαθητής του τον περιγράφει ως ένα πολύ φυσιολογικό παιδί. Θυμάται όμως και ένα επεισόδιο αντισημιτισμού στην τάξη. Ηταν σε ένα μάθημα για το Ολοκαύτωμα. «Ακουσα τον Μοχάμεντ να ψιθυρίζει “καλά να πάθουν”. Σκέφτηκα ότι αστειευόταν, αλλά μετά μου εξήγησε πόσο μισούσε τους Εβραίους και ότι τους θεωρούσε υπεύθυνους για όλα τα δεινά των μουσουλμάνων».
Κομμάτι τρίτο: η ριζοσπαστικοποίηση
Στην φωτογραφία της φοιτητικής του ταυτότητας ο Μοχάμεντ Εμουαζί μοιάζει περισσότερο με γκάνγκστα ράπερ παρά με φανατικό μουσουλμάνο. Όπως φαίνεται, πάντως, είχε αρχίσει να φλερτάρει με τον ακραίο ισλαμισμό πολύ πριν πάρει το πτυχίο του από το πανεπιστήμιο του Ουέστμινστερ. Ο οικογενειακός φίλος που μίλησε στον Ρόμπερτ Βερκάικ είπε ότι έβλεπε το Ισλάμ περισσότερο ως ιδεολογία παρά ως θρησκεία. Ηταν εναντίον της επέμβασης στο Ιράκ και απέδιδε στην Αμερική την ευθύνη για τον θάνατο εκατομμυρίων μουσουλμάνων. Αλλά ακόμη και σήμερα δεν είναι σαφές εάν το 2009 ήταν έτοιμος να αναζητήσει μια βίαιη διέξοδο για τις πολιτικές του απόψεις και την οργή του.
Κομμάτι τέταρτο: Η MI5
Ο Ρόμπερτ Βερκάικ συναντήθηκε με τον Μοχάμεντ Εμουαζί για πρώτη φορά τον Δεκέμβριο του 2010. Ο Μοχάμεντ ήθελε να δημοσιοποιήσει την ιστορία του και απευθύνθηκε στον Βερκάικ επειδή είχε εκείνος γράψει για ιστορίες σαν τη δική του. Στο τηλέφωνο του είπε ότι οι μυστικές υπηρεσίες του είχαν καταστρέψει τη ζωή στην Αγγλία και ότι τώρα τον εμπόδιζαν να ξεκινήσει μια νέα ζωή στο Κουβέιτ. Περισσότερα θα έλεγαν από κοντά. Εδωσαν ραντεβού σε μια καφετέρια κοντά στο σπίτι του Μοχάμεντ. Ηρθε προσεγμένα ντυμένος, φορούσε τζιν, αθλητικά παπούτσια, φούτερ και μακρύ μπουφάν. Είχε αφήσει γένια και στο πρόσωπό του είχε την έκφραση του ασυμβίβαστου. Μιλούσε ζυγίζοντας τα λόγια του και η γλώσσα του ήταν καθαρή. Ηταν πεπεισμένος ότι ήταν το αθώο θύμα ενός ανελέητου αστυνομικού κράτους. Δεν πρωτοτυπούσε: όσα άκουσε από το στόμα του ο δημοσιογράφος, τα είχε ακούσει και από άλλους μουσουλμάνους τα τελευταία δύο χρόνια.
Κομμάτι πέμπτο: η ανάκριση στο Χίθροου
Ηταν στο κύριο αεροδρόμιο του Λονδίνου που τον σταμάτησαν μια μέρα οι μυστικές υπηρεσίες χωρίς καμία δικαιολογία και άρχισαν να του κάνουν ερωτήσεις. Τους είπε πως δεν θα κάρφωνε κανέναν μουσουλμάνο και ότι το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να ζήσει τη ζωή του. Στη διάρκεια της ανάκρισης, ένας πράκτορας πήρε το Κοράνι που είχε ο Μοχάμεντ μαζί του και το πέταξε στο πάτωμα. Αλλοι τον είχαν κακοποιήσει, ενώ στο τέλος, όταν πια είχε φτάσει 1 η ώρα τη νύχτα, τον εγκατέλειψαν στο αεροδρόμιο χωρίς καν να του ζητήσουν μια συγγνώμη και χωρίς να του υποσχεθούν ότι θα τον βοηθούσαν να βρει πτήση για την επόμενη μέρα. Ακόμη περισσότερο, όμως, τον ενοχλούσαν τα ανώνυμα τηλεφωνήματα και οι επισκέψεις των ανθρώπων της ΜΙ5 στο σπίτι των γονιών του. «Εάν ήθελαν να μου κάνουν ερωτήσεις, έπρεπε να μιλήσουν μαζί μου. Τι δουλειά είχαν να μπλέξουν εμένα και τα κορίτσια μου;».
Κομμάτι έκτο: τα κορίτσια
«Εξαιτίας τους -είπε στον Βερκάικ- τα έχασα και τις δύο. Με χώρισαν επειδή οι μυστικές υπηρεσίες πήγαν στα σπίτια τους και μίλησαν στις οικογένειές τους για μένα». Ο Μοχάμεντ είχε ένα κορίτσι στο Λονδίνο κι ένα στο Κουβέιτ. Στην οικογένεια του κοριτσιού στο Λονδίνο οι πράκτορες είπαν ότι ο Μοχάμεντ ήταν τρομοκράτης. «Από εκείνη τη στιγμή δεν ήθελαν πια να παντρευτώ την κόρη τους. Η MI5 ήθελε να μου δημιουργήσει το μεγαλύτερο δυνατό πρόβλημα και όλες οι κινήσεις τους ήταν υπολογισμένες. Παρακολουθούσαν κάθε μου τηλεφώνημα». Και το κορίτσι στο Κουβέιτ; «Μια μέρα που ήμουν εκεί, η οικογένειά της έλαβε ένα τηλεφώνημα με το οποίο την πληροφορούσαν ότι ήμουν ύποπτος. Από τότε ούτε εκείνη ούτε οι δικοί της θέλησαν να με ξαναδούν. Τι ίδιο συνέβη και με τα αφεντικά μου σε διάφορες δουλειές». Ο Ομάρ, αδελφός του Μοχάμεντ, λέει ότι στο μυαλό του δεν είχε άλλο πράγμα από τον γάμο. «Εψαχνε συνεχώς μια σύζυγο. Ολοι οι φίλοι του είχαν παντρευτεί εκτός από τον ίδιο. Αυτό τον έκανε να υποφέρει περισσότερο απ’ όλα».
Κομμάτι έβδομο: Ράκα, 12 Νοεμβρίου, 23.41
Στις μυστικές υπηρεσίες φτάνει η πληροφορία ότι ο Μοχάμεντ Εμουαζί βρίσκεται στη Ράκα, την πρωτεύουσα του Ισλαμικού Κράτους. Είναι παντρεμένος και πατέρας ενός παιδιού. Αυτό που δεν είχε καταφέρει να κάνει στο Λονδίνο και το Κουβέιτ το πέτυχε στη Συρία: εκεί έκανε οικογένεια. Αλλά ήταν ακριβώς αυτή η επιθυμία που οδήγησε στο τέλος του. Ενας πληροφοριοδότης στη Ράκα έδωσε στις μυστικές υπηρεσίες την τελευταία γνωστή διεύθυνση της γυναίκας του Μοχάμεντ. Στις 12 Νοεμβρίου του 2015, στις 23.41 τοπική ώρα, ο Τζιχάντι Τζον εντοπίζεται να βγαίνει από το διαμέρισμα της συζύγου του. Μπαίνει σε ένα αγροτικό μαζί με έναν άλλο τζιχαντιστή – πιθανότατα κάποιον από τους λεγόμενους «Beatles». Ηταν έτοιμος να κατεβεί από το αυτοκίνητο όταν ο πύραυλος ενός αμερικανικού μη επανδρωμένου αεροσκάφους χτυπάει το αγροτικό καταστρέφοντας ό,τι υπήρχε σε ακτίνα 65 μέτρων.
Κομμάτι όγδοο: ο επίλογος
«Αιφνιδιάστηκα όταν ανακάλυψα ότι η είδηση του θανάτου του δεν μου έκανε καμία εντύπωση. Είχαν περάσει πέντε χρόνια από τότε που μου είχε εξομολογηθεί ότι αισθανόταν ένας “νεκρός που περπατάει”. Προσπάθησα να τον φανταστώ παντρεμένο και πατέρα να περνάει χρόνο με την οικογένειά του. Αναρωτιόμουν πώς είχε καταφέρει να κάνει αυτό που τόσο πολύ ήθελε: να παντρευτεί. Πίστευε πραγματικά ότι μπορούσε να αποφύγει την τιμωρία κρυμμένος στο Ισλαμικό Κράτος; Ή συνέχιζε να αισθάνεται ένας νεκρός που περπατάει;».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News