«Σήμερα μπήκε στο Λιμάνι μια μικρή φώκια». Έτσι ξεκινά το νέο βιβλίο του Διονύση Χαριτόπουλου με τίτλο «Πειραιώτες». Με μια μικρή φώκια που ανακάλυψαν δυο λιμενεργάτες κρυμμένη ανάμεσα σε δυο κρουαζιερόπλοια της Ακτής Μιαούλη. Κι εκείνη ξεσηκώνει τον κόσμο με τα σκέρτσα της στο νερό. «Φώτισε αλλιώς το Λιμάνι» γράφει ο Διονύσης Χαριτόπουλος, φροντίζοντας να φωτίσει και ίδιος τον γενέθλιο τόπο του μέσα από τα συναρπαστικά αφηγήματα του καινούριου του βιβλίου, που κυκλοφόρησε πριν λίγες μέρες από τις εκδόσεις ΤΟΠΟΣ. Θα μπορούσες να το πεις σίκουελ του «Εκ Πειραιώς», που έγραψε πριν τέσσερα χρόνια. Σε εκείνο, πρωταγωνιστής ήταν το alter ego παιδί. Σε αυτό, ένας ολόκληρος κόσμος, ή μάλλον μια ράτσα, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας. Η λιμανίσια.
Οι «Πειραιώτες» έχουν ως υπότιτλο «Ιστορίες & Ειδήσεις 1947-1967». Σε αυτό το χρονικό άνυσμα της 20ετίας ξετυλίγει τις ιστορίες που έζησε, άκουσε ή επινόησε με μαεστρία ο Διονύσης Χαριτόπουλος, παρεμβάλλοντας ανάμεσά τους μικρές ειδήσεις που αλίευσε από τον Τύπο της εποχής. Αποκόμματα μιας λησμονημένης επικαιρότητας που συμπληρώνουν (και προεκτείνουν) ευφυώς τους χαρακτήρες του βιβλίου. Τα αστυνομικά δελτία με τις κομπίνες και τους σκοτωμούς αντανακλώνται στους περιθωριακούς τύπους που μας συστήνει ο συγγραφέας. Η μεγάλη φτώχεια των συνοικισμών συναντά το πλοίο με τα εκατοντάδες μωρά που στέλνονται στην Αμερική προς υιοθεσία. Και οι ναυτικοί που είναι «με το ένα πόδι στην στεριά και το άλλο στη λαμαρίνα, σαν τους μετανάστες με τις δύο πατρίδες» ενυπάρχουν στα δελτία άφιξης και απόπλου πλοίων που κατέγραφαν οι εφημερίδες της εποχής.
Ο κόσμος του Λιμανιού –πάντα με κεφαλαίο λάμδα στη γραφή του Χαριτόπουλου- αναδύεται στις 170 σελίδες του βιβλίου με τρυφερότητα, χιούμορ και μια γλώσσα που τσακίζει κόκκαλα. Άνθρωποι του μόχθου, αγαπητικοί και ιερόδουλες, μάγκες, λαμόγια, χασικλήδες, ένα κόσμος που πίνει, παθιάζεται, κερατώνει και κερατώνεται, εκμαυλίζει, εκδικείται βάφοντας τα χέρια του με αίμα. Τα κείμενα συμπληρώνει ένα γλωσσάρι, με τις λέξεις και τις εκφράσεις της πιάτσας που περιέχονται στο βιβλίο.
«Πειραιά, ου μ’ εθέσπισεν», γράφεις στην εισαγωγική σελίδα του βιβλίου σου. Πώς και γιατί «τάχθηκες να κατοικείς» σε αυτή την πόλη;
«Η πόλη “κατοικεί” μέσα μου. Επειδή η εσωτερικότητα καθενός μας είναι η εσωτερικευμένη εξωτερικότητα, ο γενέθλιος τόπος μας ορίζει. Τουτέστιν, ο Πειραιάς μέσα μου, σε όποια χώρα του κόσμου, σε όποια πόλη κι αν βρέθηκα στις περιπλανήσεις μου, Δεν γίνεται διαφορετικά, είμαι αυτό που με έπλασε η πόλη μου. Ένα παιδί από τα Καμίνια δεν μπορεί να έχει τους ίδιους κώδικες με ένα παιδί από το Ψυχικό. Άλλωστε αυτή είναι και η ευλογία και ομορφιά της ζωής, η ποικιλία. Η ανθρώπινη τυποποίηση, η ομοιομορφία είναι κρύα και αποκρουστική σαν θάνατος. Τα ερωτικά μας όνειρα δεν περιλαμβάνουν μόνο ξανθές, αλλά και μελαχρινές, καστανές, κοκκινομάλλες».
Οι «Πειραιώτες» μοιάζουν ως φυσική συνέχεια και αφηγηματική προέκταση του «Εκ Πειραιώς». Τι σε παρακίνησε να επιστρέψεις με τη συγγραφή αυτού του καινούριου βιβλίου;
«Στο “Εκ Πειραιώς” σας σύστησα την πόλη μου και προσπάθησα να μυήσω τους αμύητους για το λιμάνι, την Τρούμπα, τις συνοικίες και τα μυστικά τους, στους “Πειραιώτες” σας συστήνω τους ανθρώπους που γνώρισα και μεγάλωσα μαζί τους, μάλιστα αρκετά από τα πρόσωπα του βιβλίου ήταν φίλοι μου, συμμαθητές ή γείτονες».
Οι ιστορίες του βιβλίου συνοδεύονται από την εμβόλιμη παράθεση σύντομων ειδήσεων του αστυνομικού, και όχι μόνο, δελτίου από εφημερίδες της εποχής. Με ποιο κριτήριο τις επέλεξες και πώς λειτουργούν σε σχέση με την συνολικότερη δομή του βιβλίου;
«Ο Πειραιάς μεταπολεμικά εξακολουθούσε να είναι μια πολύ άγρια πόλη, ιδίως ο βαθύς Πειραιάς στις βόρειες συνοικίες πάνω από το λιμάνι. Σχεδόν καθημερινά είχαμε έκθετα βρέφη, ζωντανά ή σκοτωμένα, αυτοκτονίες κοριτσιών, ξυλοδαρμούς, μαχαιρώματα, πυροβολισμούς και φόνους. Όμως δεν θέλησα οι ειδήσεις (οι οποίες είναι απολύτως ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ από τις εφημερίδες της εποχής και ατόφιες χωρίς επεξεργασία) να περιοριστούν μόνο σε αυτά αλλά να αντιπροσωπεύουν όλο το φάσμα της καθημερινότητας της πόλης και από όλα τα σημεία της. Έτσι δίνεται μια πληρέστερη εικόνα της ζωής τη συγκεκριμένη περίοδο. Απέφυγα να βάλω κάποιες ακραίες ειδήσεις γιατί οι σημερινοί άνθρωποι θα τις θεωρούσαν εξωπραγματικές».
«Δύο είναι οι φυλές του Πειραιά. Και το αόρατο τείχος που τις χωρίζει είναι σκληρό και αδιαπέραστο σαν το τείχος του Βερολίνου» γράφεις σε κάποιο σημείο. Υπήρχε, άραγε, ποτέ εξίσωση αυτού του κοινωνικού κλάσματος, ανάμεσα στον «παρονομαστή» των φτωχικών συνοικιών και τον «αριθμητή» στο κέντρο της πόλης;
«Ναι, υπήρχε. Ο Πειραιάς είναι μια πόλη με πολύ ισχυρή ταυτότητα, σε αφομοιώνει, σε απορροφά, σε κάνει περήφανο, από όπου κι αν προέρχεσαι. Θυμάμαι έλεγαν είμαι Πειραιώτης από την Κρήτη ή Πειραιώτης από την Κάρπαθο ή την Ήπειρο. Αυτή είναι η εξίσωση: η κοινή ταυτότητα. Οικονομικά βέβαια δεν εξισώθηκαν ποτέ. Αυτό δεν έχει συμβεί πουθενά στον κόσμο, να ισοφαρίσουν οι φτωχοσυνοικίες με τις αστικές. Θα είχε σηκωθεί από τον τάφο του ο Μαρξ να δει το φαινόμενο».
* Το βιβλίο «Πειραιώτες» του Διονύση Χαριτόπουλου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News