Τρία ματς, ένας βαθμός, κανένα γκολ. Πού είναι το παράξενο;
Ο ΠΑΟΚ ηττήθηκε από την Τσέλσι. Πρωταθλήτρια Αγγλίας το 2017. Μια από τις πέντε έξι πιο ισχυρές ομάδες της Premier League την τελευταία δεκαπενταετία. Ακόμη και χωρίς τον Εντέν Αζάρ, και δυο τρεις άλλους βασικούς, οι «Μπλε» έδιναν την εντύπωση ότι μπορούσαν να κρατήσουν την μπάλα στα πόδια τους όποτε ήθελαν, για όσο ήθελαν. Το 0-1 είναι ό,τι καλύτερο μπορούσε να πάρει ο «Δικέφαλος του Βορρά». Το οφείλει, εν πολλοίς, στον Μοράτα, που σπατάλησε όσες ευκαιρίες δικαιούται να ξοδέψει ένας «κυνηγός» του διαμετρήματός του μέσα σε μια βραδιά.
Η ΑΕΚ έχασε στο «Γιόχαν Κρόιφ» του Αμστερνταμ από κάτι νεαρούς «διαβόλους» που, ήδη, κοστίζουν μερικές δεκάδες εκατομμύρια ευρώ, και τους «ζαχαρώνουν» οι πλουσιότεροι ευρωπαϊκοί σύλλογοι. Δεν είναι ο περυσινός Αγιαξ, ούτε ο προπέρσινος. Οι αναλυτές επιμένουν πως αυτή η «φουρνιά» παικτών είναι η πιο χαρισματική που εμφανίστηκε στην Ολλανδία μετά τα «τρομερά μωρά» του Λουίς φαν Χάαλ. Επιπλέον, ο ιστορικός σύλλογος πραγματοποίησε, το καλοκαίρι, τέσσερις μετεγγραφές των πέντε εκατομμυρίων ευρώ και άνω.
Ο Ολυμπιακός έφερε ισοπαλία με την Μπέτις, μια ισχυρή ισπανική ομάδα η οποία ξεδιπλώνεται προς την αντίπαλη περιοχή με τον τρόπο που έχει διδάξει ο Πεπ Γκουαρντιόλα. Ευτυχώς (για τον Ολυμπιακό), δεν φημίζεται και για την ευστοχία της στις τελικές της προσπάθειες. Οι «ερυθρόλευκοι», αν και έχασαν δυο εξαιρετικές ευκαιρίες, έμειναν ικανοποιημένοι με το τελικό 0-0. Ακόμη και οι οπαδοί στις εξέδρες του «Γεώργιος Καραϊσκάκης» είχαν αντιληφθεί τη δυσκολία του αγώνα. Γι’ αυτό χειροκροτούσαν την ομάδα τους, χωρίς να τους έχει ενθουσιάσει.
Τα αποτελέσματα ήταν «μιά χαρά». Αρκεί να μην έχεις παρακολουθήσει τα ματς και να μην έχεις διαβάσει τα στατιστικά τους. Η αποκαρδιωτική εικόνα και των τριών ευρωσυλλόγων μας -της σημερινής «ελίτ» του ελληνικού ποδοσφαίρου- αυτό το ευρωπαϊκό τριήμερο είναι μια εντελώς διαφορετική συζήτηση, που θα πρέπει να μας προβληματίσει.
Τα παιχνίδια ήταν… γάτα – ποντίκι, με τους αντιπάλους μας στο ρόλο της γάτας. Στην Τούμπα η Τσέλσι κατέγραψε 22 τελικές προσπάθειες, έναντι τριών του ΠΑΟΚ. Υπήρξαν μεγάλα διαστήματα του αγώνα, που ο «Δικέφαλος του Βορρά» δυσκολευόταν να περάσει τη μεσαία γραμμή του γηπέδου. Το πιο απογοητευτικό είναι πως τον ρόλο του ποντικιού τον επέλεξε για την ομάδα του ο ίδιος ο Ράζβαν Λουτσέσκου, βάζοντας το «δεκάρι» της να παίξει σέντερ-φορ. Το έχει κάνει και ο Τάκης Λεμονής, στα ματς του Ολυμπιακού με τη Γιουβέντους και την Μπαρτσελόνα. Μόνο που εκείνος είχε κληθεί για να περισώσει ό,τι μπορούσε σε ένα καράβι που, ήδη, βούλιαζε – δεν κυβερνούσε το φιλόδοξο σκαρί του Ιβάν Σαββίδη. Στο «Στάμφορντ Μπριτζ», τον Νοέμβριο, τι θα κάνει ο Ρουμάνος; Θα παίξει με φορ τον… Σάκχοφ;
Στο Αμστερνταμ η ΑΕΚ αγωνίστηκε με τον Μπακάκη… εξτρέμ, όμως και πάλι δεν κατάφερε να αμυνθεί αποτελεσματικά. Στο δεύτερο ημίχρονο, τουλάχιστον. Μόλις οι Ολλανδοί ανέβαζαν λίγο τους ρυθμούς τους, η Ενωση ήταν αδύνατο να τους παρακολουθήσει. Εκανε τέσσερις τελικές προσπάθειες (καμία προς την εστία), έναντι 18 του Αγιαξ. Η κατοχή μπάλας ήταν 62%-38% και οι εύστοχες πάσες 553-218. Επαιξε τον Αγιαξ παθητικά και φοβισμένα. Οπως παίζει η Λαμία την ΑΕΚ στο ΟΑΚΑ.
Στο «Καραϊσκάκης» ο Ολυμπιακός δεν μπορούσε να πάρει την μπάλα από τα πόδια των αντιπάλων του (31%-69% κατοχή μπάλας και 190-686 εύστοχες πάσες). Εχασε δυο τρεις καλές ευκαιρίες, θα μπορούσε ακόμη και να νικήσει, όμως θα ήταν παράταιρο με την εικόνα του αγώνα. Η ανωτερότητα της Μπέτις ήταν τέτοια, που ώρες – ώρες πίστευες ότι παίζει με δυο τρεις παίκτες παραπάνω.
ΑΕΚ, ΠΑΟΚ και Ολυμπιακός μέτρησαν -και οι τρεις μαζί- μόλις έξι τελικές που βρήκαν στόχο. Δεν έπαιξαν, απλώς, χειρότερη μπάλα (από τον Αγιαξ, την Τσέλσι και την Μπέτις) -αυτό είναι φυσιολογικό-, αλλά εντελώς «άλλο» ποδόσφαιρο. Απαρχαιωμένο, ανούσιο, χωρίς καμία φαντασία, άτεχνο κι ευθυνόφοβο. Πέρασαν τρία μαρτυρικά 90λεπτα απέναντι σε τρεις ομάδες που είναι σπουδαίες μεν, αλλά όχι επιπέδου Ρεάλ Μαδρίτης, Μπαρτσελόνα, Μάντσεστερ Σίτι, Γιουβέντους, ή Παρί Σεν Ζερμέν. Τι να υποθέσουμε; Οτι ήταν τρεις άτυχες βραδιές και τίποτα περισσότερο; Ή, μήπως, ότι οι πρόσφατες προκρίσεις τους στους ομίλους του Champions και του Europa League μας ξεγέλασαν, ενώ -στην πραγματικότητα- η απόσταση του ελληνικού από το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο μεγαλώνει;
Δεν περιμέναμε αυτούς τους τρεις αγώνες για να ανακαλύψουμε πως η μπάλα που παίζεται κάθε Σαββατοκύριακο στην Ελλάδα δεν έχει την παραμικρή σχέση με αυτή που απολαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης. Ή ότι η δέκατη ομάδα του ισπανικού πρωταθλήματος είναι πιο «ποιοτική» από τον πολυνίκη του ελληνικού. Αλλά, κάτι τέτοιες αναμετρήσεις (ελληνικής ομάδας με ξένη) προσφέρονται για συγκρίσεις πολύ πιο άμεσες. Ενίοτε, δε, και σοκαριστικές.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News