Οταν η Εστερ Αντερσον άκουσε για πρώτη φορά τον Μπομπ να τραγουδά σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στο Κίνγκστον, το 1972, ήξερε πως όποιον είχε δει μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε καμία σχέση με εκείνον. Ετσι, αφού βρήκε έναν άνδρα που πάντα έψαχνε, έναν τύπο με τον οποίον είχε πολλά κοινά -από ρασταφαριανισμό και μουσική, μέχρι αγάπη για τον συνάνθρωπο- ξεκίνησε ένας έρωτας και μια καλλιτεχνική συνεργασία που κράτησε έξι ολόκληρα χρόνια. Ολες αυτές οι ρέγκε ημέρες και νύχτες αποτυπώθηκαν σε χιλιόμετρα φιλμ -είτε φωτογραφικού είτε κάμερας- και αυτά τα καρέ εκτίθενται στην γκαλερί Dadiani Fine Art, στο Λονδίνο.
Αλλά κάπου χάθηκαν πίξελ από την ιστορία. Δείτε πώς συνέβησαν όλα…
Ο Μπομπ Μάρλεϊ -γεννημένος στις 6 Φεβρουαρίου 1945, στο χωριό Νάιν Μάιλς της Τζαμάικα, ως Ρόμπερτ Νέστα Μάρλεϊ- σε ηλικία 14 ετών εγκατέλειψε το σχολείο και δούλευε ως βοηθός οξυγονοκολλητή. Τις ελεύθερες ώρες του έπαιζε μουσική με τον φίλο του Νέβιλ «Μπάνι» Λίβινγκστον (γνωστότερο αργότερα ως Μπάνι Γουέιλερ). Παρεάκι τους ήταν και ο Τζο Χιγκς, ένας εκκολαπτόμενος τραγουδιστής και μέλος του κινήματος των Ρασταφάρι, το οποίο αποθέωνε τη λατρεία της μαριχουάνας και τρεφόταν με τη νοσταλγία της επιστροφής στην Αφρική. Στην παρέα προστέθηκε και ο νεαρός Πίτερ Μάκιντος (οι φίλοι, αργότερα, τον φώναζαν Πίτερ Τος).
Το 1963, οι Μάρλεϊ, Λίβινγκστον και Μάκιντος σχημάτισαν ένα γκρουπ που έπαιζε σκα και ροκστίντι μουσική (ο προπομπός της ρέγκε), με την ονομασία The Teenagers. Επειτα από συνεχείς αλλαγές, το συγκρότημα κατέληξε στην ονομασία The Wailers. H επιτυχία δεν ήρθε και ο Μάρλεϊ αναγκάσθηκε να μετακομίσει με τη γυναίκα του Ρίτα Αντερσον στο σπίτι τής πεθεράς του, στο Ντελαγουέρ των ΗΠΑ, όπου δούλεψε ως εργάτης στη χημική βιομηχανία Ντιπόν και την αυτοκινητοβιομηχανία Κράισλερ. Απαραίτητη σημείωση: άλλη η επίσημη σύζυγός του Ρίτα Αντερσον και άλλη η Εστερ Αντερσον – ίδιο επώνυμο, διαφορετικές γυναίκες.
Ο Μπομπ, όμως, δεν γεννήθηκε για να γίνει εργάτης και έτσι το 1967 επέστρεψε στην Τζαμάικα για να ασχοληθεί με την αγάπη του, τη μουσική. Τότε έγινε μέλος του κινήματος των Ρασταφάρι και υιοθέτησε τα χαρακτηριστικά κοτσιδάκια (dreadlocks) – ναι, εκείνος τα έκανε παγκόσμια μόδα.
Το 1972 γνώρισε την άλλη Αντερσον, την Εστερ. Βάσει της εξέλιξης της ιστορίας, συναντήθηκαν την κατάλληλη στιγμή. Εκείνος ήδη είχε αρχίσει να χαλκεύει το προφίλ του ως θρύλος της ρέγκε, στην ουσία οι Wailers είχαν βαρέσει διάλυση και ο Μπομπ θα υπέγραφε συμβόλαιο με τη δισκογραφική εταιρία Island Records. Η Εστερ ήταν ηθοποιός, μοντέλο, αλλά και συνεργάτιδα του Κρις Μπλάκγουελ, δημιουργού τής Island. Εκείνη τη χρονιά η Αντερσον, που ήθελε να γίνει και σκηνοθέτιδα, πήρε την κάμερά της και πήγε στην Τζαμάικα για να τραβήξει υλικό από τη ζωή τού Μάρλεϊ και της μπάντας του. Τον γνώρισε, γοητεύτηκε και έζησαν έναν θυελλώδη έρωτα. Υπήρχε, βέβαια, μια μικρή λεπτομέρεια: Ο Μάρλεϊ ήταν παντρεμένος, από το 1966, με τη Ρίτα Αντερσον, αλλά η σχέση τους ήταν ο ορισμός τής ελεύθερης. Είχαν παιδιά που είχε κάνει ο ράσταμαν με άλλες γυναίκες, εκείνα που είχαν κάνει μαζί, αλλά και αυτά που έκανε η Ρίτα με άλλους άντρες! Με την Εστερ, όμως, δεν απέκτησαν απόγονο.
Η κρυμμένη ιστορία του πυροβολισμού στον «σερίφη»
Το τραγούδι «I Shot The Sheriff» ξέρουμε ότι είναι εκείνο που είτε περιγράφει την άποψη που είχε ο Μάρλεϊ για την Αστυνομία, λόγω των συλλήψεών του για χρήση κάνναβης, είτε ως ύμνο κατά της Αρχής. Μάλιστα, ο ίδιος ο Μάρλεϊ είχε πει πως, αρχικά, ήθελε να του δώσει τον τίτλο «I Shot The Police». Η αλήθεια είναι ότι αυτοί οι στίχοι είναι αλληγορικοί. Οπου σερίφης βάλε τον… γυναικολόγο της Εστερ και όπου βοηθός η ίδια η ερωμένη του. Γιατί; Επειδή ο γιατρός τής έδινε αντισυλληπτικά χάπια και εκείνη τα έπαιρνε, παρά το γεγονός ότι ο Μπομπ ήθελε να έχουν ένα παιδί. Τώρα, πια, εάν ακούσεις ξανά τους στίχους «Every time I plant a seed / He said kill it before it grow», γνωρίζεις την αλήθεια. O καλλιτέχνης διακηρύττει με την ερμηνεία του ότι είναι αθώος για τον φόνο τού βοηθού τού σερίφη και πως έβγαλε από τη μέση μόνο εκείνον. Δηλαδή, μόνο τον γιατρό ήθελε να γεμίσει «κουμπότρυπες», αφού κατά τους Ρασταφάρι η αντισύλληψη είναι τεράστια αμαρτία. Πάντως, το κομμάτι έγινε τεράστια, παγκόσμια επιτυχία, αφού έβαλε το μαγικό χεράκι του ο Ερικ Κλάπτον – το ερμήνευσε και έτσι το έμαθαν οι πάντες.
Με την Εστερ η σχέση δεν προχώρησε, η αντισύλληψη δεν γέννησε καμία συνέχεια στο ζευγάρι, και εκείνη αμέσως μετά -και για τα επόμενα επτά χρόνια- έζησε ακόμη πιο έντονα, στην αγκαλιά του Μάρλον Μπράντο. Τα πλάνα που είχε τραβήξει όλα αυτά τα χρόνια στην Τζαμάικα ενεπλάκησαν με πνευματικά δικαιώματα του Μπομπ Μάρλεϊ, πέρασαν από δικαστικές αίθουσες, αλλά, τελικά, έγιναν ντοκιμαντέρ. Οχι κάτι σπουδαίο, αλλά περιείχε αρκετές ανέκδοτες ιστορίες σαν αυτήν που ήδη διάβασες.
Οι φωτογραφίες που της έμειναν ρέγκε αμανάτι από τη ζωή της εκεί θα εκτίθενται στην γκαλερί Dadiani του Λονδίνου, μέχρι τις 16 Ιανουαρίου 2017, σαν καλή βιογραφία αποτυπωμένη σε φιλμ, υπό τον τίτλο «Εστερ Αντερσον: Μπομπ Μάρλεϊ, ένας επαναστάτης προφήτης». Αυτά τα καρέ απεικονίζουν έναν άνθρωπο με ποιητικότητα σε ό,τι έκανε και με πλέρια πνευματικότητα, μορφασμούς του, χαμόγελα, βλέμματα, ηλιοκαμένους δρόμους του Κίνγκστον, όπου η σκιά τού νεαρού μουσικού επαναστάτη θα περιπλανιέται για πάντα εκεί. Το αποτέλεσμα είναι ιμπρεσιονιστικό για έναν καλλιτέχνη που δεν θα μπορούσε να χωρέσει σε κοινωνικές κορνίζες αφού η ζωή του ήταν γεμάτη αυθόρμητα φωτογραφικά πλάνα, σαν καπνός ενός «τσιγάρου». Πρόκειται για μια έκθεση που πρέπει να δουν όσοι αγαπούσαν τη μουσική του και όλα όσα ο ίδιος πρέσβευε.
Τον Ιούλιο του 1977 ο Μάρλεϊ ένιωσε ενοχλήσεις στο μεγάλο δάχτυλο του δεξιού του ποδιού. Υποβλήθηκε σε εξετάσεις και οι γιατροί διέγνωσαν κακόηθες μελάνωμα. Του ζήτησαν να προχωρήσουν σε ακρωτηριασμό του δαχτύλου του για να γλιτώσει, όμως εκείνος αρνήθηκε, επειδή του το απαγόρευαν οι πεποιθήσεις του ως Ρασταφάρι. Ταυτόχρονα, αρνήθηκε να συντάξει διαθήκη για να διευθετήσει τα περίπλοκα περιουσιακά του -το απαγόρευε και αυτό ο Ρασταφαριανισμός- αφού είχε αποκτήσει 12 παιδιά, από οκτώ διαφορετικές γυναίκες. Ο καρκίνος εξαπλώθηκε στα ζωτικά του όργανα και στις 23 Σεπτεμβρίου 1980 έδωσε την τελευταία του συναυλία στο Πίτσμπουργκ. Βρισκόταν ένα βήμα από τον θάνατο όταν κάλεσε έναν διάσημο γερμανό γιατρό για να τον κάνει καλά. Ομως ο καρκίνος βρισκόταν στο τελευταίο του στάδιο και ο Μπομπ έφυγε από τη ζωή το πρωί της 11ης Μαΐου 1981, σε νοσοκομείο του Μαϊάμι.
Θα θυμόμαστε τον Μπομπ επειδή μας άφησε μια αμύθητη περιουσία με τόσες ρέγκε, επαναστατικές νότες.
Αλλά και επειδή η απάντησή του σε κάθε ερώτηση περιείχε τη λέξη «αγάπη»…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News