Επάγγελμα: Πρώτη Κυρία. Η Μπάρμπαρα Μπους είναι μία από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις γυναικών που πέρασαν από αυτή τη θέση, ίσως γιατί κατά τη διάρκεια της 92χρονης ζωής της, έμελλε όχι μόνο να είναι η σύζυγος του 41ου προέδρου των ΗΠΑ, αλλά και η μητέρα του 43ου.
Η είσοδός της στην πολιτική σκηνή της Αμερικής πραγματοποιήθηκε όταν ο πρώτος και τελευταίος άντρας της ζωής της, ο Τζορτζ Χέρμπερτ Ουόκερ Μπους, ύστερα από 16 χρόνια στη βιομηχανία των πετρελαίων, είχε συγκεντρώσει ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό που του επέτρεπε να κυνηγήσει πολιτική καριέρα.
Οταν εκείνος εξελέγη στο Κογκρέσο με τους Ρεπουμπλικάνους το 1967, μετακόμισαν οικογενειακώς στην Ουάσινγκτον και η Μπάρμπαρα άρχισε να μαθαίνει τον περίπλοκο ρόλο της πολιτικής οικοδέσποινας, σε μια πόλη όπου η υποκρισία και τα πισωμαχαιρώματα θεωρούνται βασικές κοινωνικές αρετές-αν θες να επιβιώσεις. Ενδιαφέρουσες πτυχές της ζωής της φωτίζει και το δημοσίευμα του Guardian, μέσα από τη νεκρολογία που υπογράφει ο Χάρολντ Τζάκσον.
Παρατηρούσε έκπληκτη την γρήγορη πολιτική αναρρίχηση του συζύγου της, ο οποίος, πέρασε πρώτα από τις θέσεις του αμερικανού πρεσβευτή στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών και αργότερα στην Κίνα, του Επικεφαλής της Ρεπουμπλικανικής Εθνικής Επιτροπής, του διευθυντή της CIA, του αντι-προέδρου του Ρόναλντ Ρίγκαν και τελικά, από το 1989 ως το 1993 έγινε αυτό που πάντα ονειρευόταν, πρόεδρος των ΗΠΑ. Σε όλο αυτό το διάστημα, η Μπάρμπαρα άλλαζε καλοραμμένα ταγέρ, φρόντιζε τα πέντε τους παιδιά, ήταν όμως και μάχιμη υποστηρίκτρια των ιδεών των Ρεπουμπλικάνων. Ταξίδευε χωρίς παράπονο πολλά χιλιόμετρα για να πάρει μέρος σε πολιτικές καμπάνιες όχι μόνο του συζύγου της, αλλά και ομοϊδεατών του.
Κι ενώ αισίως είχε χαρακτηριστεί ως «η γιαγιά του αμερικανικού έθνους», λόγω των ολόλευκων μαλλιών της, η ίδια δεν ενστερνίστηκε ποτέ τον ρόλο της καλοκάγαθης γιαγιούλας: πολύ συχνά έβγαζε γαμψά νύχια και συγκρουόταν με τα μίντια, το σύνολο των οποίων θεωρούσε ότι αποτελούν μια μεγάλη συνωμοσία των Δημοκρατικών εις βάρος των Ρεπουμπλικάνων.
Πίσω όμως από το προφίλ της μαχητικής Πρώτης Κυρίας, όπως αποκάλυψε η ίδια στην αυτοβιογραφία της με τίτλο «Barbara Bush: A Memoir» που κυκλοφόρησε το 1994, έναν χρόνο αφού ο σύζυγός της είχε φύγει από το τιμόνι της προεδρίας, όλα αυτά είχαν τεράστιο κόστος στην ψυχική της υγεία. Περιγράφοντας την προσωπική της πάλη με την κλινική κατάθλιψη, γράφει χαρακτηριστικά: «κάποιες φορές ο πόνος ήταν τόσο έντονος, που ήθελα να πέσω με το αυτοκίνητο πάνω σε ένα δέντρο ή σε ένα αυτοκίνητο που θα ερχόταν από το αντίθετο ρεύμα. Οταν μου συνέβαινε αυτό, σταματούσα στην άκρη του δρόμου, μέχρι να αισθανθώ ξανά εντάξει».
Κόρη της Πολίν και του Μάρβιν Πιρς, εκδότη γυναικείων περιοδικών, η Μπάρμπαρα γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη σε ένα τακτοποιημένο και ευκατάστατο περιβάλλον. Γνώρισε τον άντρα της ζωής της σε ηλικία μόλις 16 ετών σε έναν χορό από εκείνους στους οποίους σύχναζαν με θέρμη τα παιδιά της μεσοαστικής τάξης. «Παντρεύτηκα το πρώτο αγόρι που φίλησα» έλεγε αστειευόμενη στα παιδιά της, κάνοντάς τα να νιώθουν αμήχανα, ακόμη και σε μεγάλη ηλικία.
Οταν η Μπάρμπαρα γνώρισε τον Τζορτζ, οι Ιάπωνες είχαν μόλις επιτεθεί στο Περλ Χάρμπορ και μέσα σε λίγους μήνες, ο 18χρονος τότε αγαπημένος της, άρχισε να εκπαιδεύεται ως πιλότος του Ναυτικού, για να γίνει τελικά, ο νεότερος στο είδος του. Λίγο καιρό μετά τον επίσημο αρραβώνα τους, το αεροσκάφος του Τζορτζ καταρρίφθηκε πάνω από τον Ειρηνικό Ωκεανό, αλλά ο ίδιος διασώθηκε. Μετά και από αυτή την περιπέτεια, το 1945, το ζευγάρι παντρεύτηκε και η Μπάρμπαρα μυήθηκε στη νομαδική ζωή της συζύγου στρατιωτικού.
Η περιπλάνησή τους δεν κράτησε πολύ. Μετά το τέλος του πολέμου, ο Τζορτζ ολόκλήρωσε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Γιέηλ και το 1948, χάρη σε οικογενειακές διασυνδέσεις, άρχισε να ασχολείται με τη βιομηχανία πετρελαίου στο Τέξας, ανεβαίνοντας σιγά σιγά προς την κορυφή. Μέσα σε δύο χρόνια, και με την οικονομική στήριξη του θείου του, απέκτησε τη δική του, πολύ επιτυχημένη επιχείρηση γεώτρησης.
Εκείνη την εποχή, το ζευγάρι είχε ήδη αποκτήσει τρία παιδιά, με πρωτότοκο τον Τζορτζ, τον μετέπειτα 43ο πρόεδρο των ΗΠΑ από το 2001 ως το 2009, τον Τζεμπ και τη Ρόμπιν. Η μεγαλύτερη τραγωδία χτύπησε την πόρτα τους το 1953, όταν η Ρόμπιν πέθανε από λευχαιμία, σε ηλικία μόλις τριών ετών. Εκτοτε, η Μπάρμπαρα έδωσε μάχη μέσα από φιλανθρωπικές καμπάνιες, προκειμένου να ιδρυθεί ένας Οργανισμός στη μνήμη της κόρης της, που θα χρηματοδοτούσε την έρευνα για την αντιμετώπιση της συγκεκριμένης ασθένειας.
Αργότερα, όταν έγινε κυρία αντι-προέδρου, αποφάσισε να βρει έναν ακόμη μεγάλο φιλανθρωπικό σκοπό για να χρηματοδοτεί και να στηρίζει. Καθώς είχε εντοπίσει ότι τα παιδιά της αντιμετώπιζαν προβλήματα δυσλεξίας, η Μπάρμπαρα αποφάσισε να αφιερωθεί σε δράσεις κατά του αναλφαβητισμού. «Συνειδητοποίησα ότι όλα όσα με ανησυχούν γύρω μου, θα ήταν πολύ καλύτερα, αν περισσότεροι άνθρωποι μπορούσαν να γράφουν, να διαβάζουν και να κατανοούν. Μόνο έτσι, θα μπορούσαν να μείνουν στο σχολείο και να μορφωθούν και πολύ λιγότεροι θα κατέληγαν στους δρόμους, αντιμετωπίζοντας προβλήματα με ναρκωτικά ή ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες, ή κινδυνεύοντας ακόμα και να μείνουν άστεγοι» είχε δηλώσει.
Το γεγονός ότι η ίδια δεν είχε σε μεγάλη υπόληψη τους ανθρώπους του περιθωρίου, καθώς θεωρούσε ότι σε μεγάλο βαθμό ευθύνονταν οι ίδιοι για τη δυσχερή τους θέση, ήρθε να επιβεβαιώσει μία δήλωσή της το 2005, που είχε προκαλέσει έντονες αντιδράσεις. Κάνοντας απολογισμό του φονικού τυφώνα Κατρίνα που είχε χτυπήσει τη Νέα Ορλεάνη επί προεδρίας του γιου της Τζορτζ, η Μπάρμπαρα Μπους ξεστόμισε τη μνημειώδη ατάκα: «όλοι όσοι βρίσκονται σε αυτό το γήπεδο, είναι άνθρωποι που ούτως ή άλλως ζούσαν στο περιθώριο, οπότε όλο αυτό τους ήρθε μια χαρά». Εννοώντας ότι όσοι ζούσαν στους δρόμους, έπρεπε να νιώσουν πλέον προνομιούχοι, επειδή η καλή κυβέρνηση μετέφερε τους επιζώντες της φυσικής καταστροφής σε ένα αθλητικό στάδιο στο Χιούστον.
Οταν δεν γινόταν κυνική, κατάφερνε να γίνει αυτοσαρκαστική. Σχολιάζοντας τo γεγονός ότι ο δευτερότοκος γιος της Τζεμπ απέσυρε τελικά την υποψηφιότητά του από τις προεδρικές εκλογές του 2016, είχε πει χαρακτηριστικά: «ο κόσμος είχε αρκετούς Μπους».
Είναι γνωστό ότι στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής της κρατούσε ημερολόγιο. Θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον να μπορούσε να διαβαστεί κάποτε, η τελευταία σελίδα της Πρώτης Κυρίας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News