Σε μια πόλη με δεκάδες χιλιάδες άστεγους και εργαζόμενους από εδώ και από εκεί σε δουλειές του ποδαριού, ένα κράτος που δεν μπορεί να ικανοποιήσει βασικές τους ανάγκες για στέγη, με ανεξέλεγκτη πολεοδομική και οικοδομική ανάπτυξη που τους αφήνει απ’ έξω, κάποιος θα βρεθεί να καλύψει το κενό. Ειδικά όταν πρόκειται για την ίδια την επιβίωση αυτών των ανθρώπων.
Προσφορά και ζήτηση, αγορές όσο αντέχει η μόνιμα άδεια τσέπη του καθένα, γλίσχρα προνόμια, υπηρεσίες κατά προτεραιότητα και αν σε συμπαθήσει ο πωλητής. Μια ιδιότυπη νυχτερινή οικονομία του ύπνου εμφανίζεται κάθε βράδυ, όσο κρατά η νύχτα, στους δρόμους στο Νέο Δελχί της Ινδίας.
Αυτό είναι το θέμα του ντοκιμαντέρ του Ινδού Σαουνάκ Σεν «Πόλεις του ύπνου». «Αν θες να καταλάβεις πόσο δυνατός είναι κάποιος, δες πού κοιμάται» λέει στο ντοκιμαντέρ ένας από τους καταναλωτές της νυχτερινής οικονομίας. Πιο σωστά, ένας από τους εξαρτημένους από τη μαφία του ύπνου, όπως την περιγράφουν οι New York Times και την καταγράφει το ντοκιμαντέρ, μιας οργανωμένης αλλά -με τα μέτρα του ανθρώπου που κοιμάται ήρεμος στο κρεβάτι του- ίσως ανήθικης δραστηριότητας.
Είναι, λοιπόν, μια νυχτερινή δουλειά. Οι περιπλανώμενοι σε μικροδουλειές την ημέρα, όπως αυτοί που έχουν τα ποδήλατα-ταξί, οι ζητιάνοι, οι άστεγοι, άρρωστοι και μέθυσοι, έρχονται και νοικιάζουν για το βράδυ ένα ράντζο, μια κουβέρτα -κουρελού μάλλον- για 20 ρουπίες, ούτε 30 λεπτά του ευρώ. Μια κουβέρτα είναι πρόβλημα να την κουβαλούν την ημέρα, υπάρχουν εξάλλου και οι κλέφτες.
Δεν σταματά εκεί: Οι καλοί πελάτες ενός από τους «ξενοδόχους» για 10 ρουπίες βλέπουν και ταινία («τρεις ταινίες ή έξι ώρες ύπνος για 10 ρουπίες»), ένας άλλος ανεβάζει την τιμή σε 50 από 30 ρουπίες όταν κάνει κρύο, σε μια άλλη γειτονιά τα πεζοδρόμια είναι μοιρασμένα ανά «ξενοδόχο». Προσφορά και ζήτηση, λοιπόν.
«Ο ύπνος είναι το πιο απαιτητικό αφεντικό όταν έρχεται. Πρώτοι αναγνωρίσαμε την απόλυτη οικονομική δύναμη του ύπνου», λέει ένας από τους «παρόχους» των νυχτερινών υπηρεσιών
Αυτοί με την κουβέρτα είναι, με ένα τρόπο, πιο τυχεροί γιατί έχουν λίγη κάλυψη για τις κρύες νύχτες· αν δεν φτάνει και αυτό κοιμούνται ο ένας πάνω στον άλλο για ζεστασιά. Οσοι δεν μπορούν, ανάβουν φωτιές με πλαστικά και σκουπίδια και προσπαθούν να μαζευτούν γύρω τους.
Αλλά και οι «ξενοδόχοι» δεν θέλουν πελάτες που μπορεί να τους πεθάνουν αβοήθητοι. Πολλοί, πάνω κάτω 10 κάθε βράδυ, δεν τα καταφέρνουν: οι Αρχές βρίσκουν γύρω στα 3.000 πτώματα αστέγων το χρόνο, άγνωστοι άνθρωποι χωρίς χαρτιά που πεθαίνουν από τις κακουχίες της ζωής στο δρόμο. Ανδρες σχεδόν πάντα, πάμπτωχοι εργάτες από την αχανή επαρχία της Ινδίας που ήρθαν στην πρωτεύουσα για κάτι οριακά καλύτερο.
Υποτίθεται ότι, βάσει απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου της Ινδίας, οι πόλεις πρέπει να παρέχουν κάλυψη για αστέγους ίσους με το 0,1% του πληθυσμού τους. Το Νέο Δελχί έχει θέσεις για 18.000 άτομα, αλλά όταν οι άστεγοι υπολογίζονται σε 100.000 τέτοιες λύσεις είναι αναπόφευκτες.
Προφανώς είναι παράνομες, αλλά το σύστημα δουλεύει υπόγεια και αποτελεσματικά: δωράκια σε αστυνομικούς και οδοκαθαριστές να μην ενοχλούν τους «ενοίκους» του υπνωτηρίου, συμφωνίες με πορτοφολάδες να μην ασχολούνται μαζί τους, περιοχές μοιρασμένες ανά «ξενοδόχο», ακόμα και διευκολύνσεις με λίγα χρήματα για τους πιο καλούς «ενοίκους». Υπόγεια αλλά και αόρατα για την υπόλοιπη κοινωνία – σχεδόν τυχαία ανακάλυψε αυτή την νυχτερινή ζωή και ο Σεν.
«Νιώθω ότι κάνω κάτι φιλανθρωπικό» λέει ένας από τους «ξενοδόχους», «αν δεν το έκανα θα πέθαιναν ακόμα περισσότεροι άνθρωποι». Δεν μοιάζει, λοιπόν, να χρειάζεται να δώσει περισσότερες δικαιολογίες.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News