Έψαχνε την δόξα, τα χρήματα και την αναγνώριση του ταλέντου του.
Και αντ’ αυτών, στα 17 του, ο Τζίτζι Μπουφόν κόντεψε να τα τινάξει όλα στον αέρα λόγω της ανωριμότητας του.
Και μεγαλώνοντας, διαπίστωσε πως στην πραγματικότητα, όταν παίζεις στο ανώτερο επίπεδο πρωταθλητισμού, ελλοχεύουν πολλοί περισσότεροι κίνδυνοι απ’ ό,τι φανταζόταν όταν ξεκινούσε την καριέρα του, το 1994, στην ομάδα της Πάρμα.
Με το πλεονέκτημα της εμπειρία των 41 ετών του, ο εμβληματικός τερματοφύλακας και αρχηγός επί σειρά ετών της Γιουβέντους γράφει μια επιστολή στον νεότερο εαυτό του σχετικά με τους φόβους, την κατάθλιψη, το «φλερτ» του με την ακροδεξιά και όλες εκείνες τις κακοτοπιές στις οποίες ενδέχεται να πέσει ένας αθλητής.
«Ετοιμάζεσαι να γίνεις ποδοσφαιριστής και νομίζεις ότι ξέρεις τα πάντα. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι δεν ξέρεις απολύτως τίποτα», γράφει στην επιστολή του, συμβουλεύοντας παράλληλα τον πιτσιρικά Τζίτζι πως «αν δεν φροντίσεις την ψυχή σου, αν δεν ψάξεις για κάτι που να σε εμπνέει μακριά από το ποδόσφαιρο, τότε η ψυχή σου θα γίνει χειρότερη».
Στην συγκλονιστική του εξομολόγηση, ξεκινάει μιλώντας για το περιστατικό που συνέβη πριν 24 χρόνια, μόλις λίγες μέρες πριν από το ντεμπούτο του στη Serie A με την Πάρμα, λέγοντας πως «ενώ θα έπρεπε να είσαι σπίτι, να έχεις πιει το γάλα σου και να πέφτεις για ύπνο, είχες βγει σε ένα κλαμπ. Ήπιες μια μπύρα και αποφάσισες να ξεφύγεις γιατί πίστευες ότι είσαι άτρωτος. Σύντομα θα είσαι έξω από το κλαμπ, θα τσακώνεσαι με τους αστυνομικούς και σε παρακαλώ, μην κατουρήσεις στην ρόδα του περιπολικού γιατί δεν θα το πάρουν καθόλου καλά ούτε οι αστυνομικοί ούτε οι άνθρωποι του κλαμπ. Και, μόλις στα 17 σου χρόνια, θα ρισκάρεις να χάσεις όλα αυτά τα οποία δούλεψες».
Και στη συνέχεια αναφέρεται στην έλλειψη φόβου, αλλά και την άγνοια κινδύνου, που τον διέκρινε από μικρή ηλικία:
«Από τη μια, είναι αλήθεια πως ένας τερματοφύλακας χρειάζεται αυτοπεποίθηση γιατί ένας προπονητής πάντοτε θα επιλέγει εκείνον που δεν φοβάται, από εκείνον που είναι πιο τεχνικά άρτιος. Από την άλλη, όμως, ένας άνθρωπος που θεωρεί ότι δεν φοβάται τίποτα, μπορεί να ξεχάσει ότι έχει νου. Ότι έχει μυαλό. Γιατί αν σκέφτεσαι μονάχα το ποδόσφαιρο σε όλη σου τη ζωή, τότε η ψυχή σου θα πάει από το κακό στο χειρότερο και θα φτάσεις σε σημείο να πέσεις σε κατάθλιψη και δεν θα θες να βγεις καν από το κρεβάτι», γράφει σχετικά με όσα βίωσε στα 26 του χρόνια.
«Θα γελάς τώρα που στα λέω, αλλά θα σου συμβεί και μάλιστα σε ένα εξαιρετικό σημείο της καριέρας σου, την στιγμή που νομίζεις ότι έχεις τα πάντα στη ζωή. Θα είσαι 26 ετών, ο τερματοφύλακας της Γιουβέντους και της εθνικής Ιταλίας. Θα απολαμβάνεις χρήματα και σεβασμό. Ο κόσμος θα σε φωνάζει Σούπερμαν. Όμως δεν είσαι ο Σούπερμαν. Είσαι απλά ένας άνθρωπος. Και η αλήθεια είναι ότι το επάγγελμα αυτό μπορεί να σε κάνει ρομπότ. Να γίνει η φυλακή σου: θα πηγαίνεις για προπόνηση, θα γυρίζεις σπίτι, θα βλέπεις λίγη τηλεόραση και θα πέφτεις για ύπνο. Και ξανά πάλι την επόμενη μέρα. Είτε χάνεις, είτε κερδίζεις στο γήπεδο, αυτό θα επαναλαμβάνεται. Και ξαφνικά, ένα πρωινό θα σηκωθείς από το κρεβάτι και τα πόδια σου θα τρέμουν. Θα είσαι τόσο αδύναμος που δεν θα μπορείς να οδηγήσεις. Θα πιστέψεις πως είναι κούραση ή ίωση αλλά θα κάνεις λάθος. Και, όχι, ακόμη και αν έχεις όλα αυτά που σου είπα, τη φήμη, τη δόξα, τα χρήματα, δεν είναι καθόλου απίθανο να πάθεις κάποια στιγμή κατάθλιψη».
Στη συνέχεια αναφέρεται στον παράγοντα εκείνο που τον ώθησε να γίνει τερματοφύλακας:
Πάει πίσω στο 1990, όταν παρακολούθησε ένα παιχνίδι της Αργεντινής με το Καμερούν για το Παγκόσμιο Κύπελλο που διεξαγόταν στην Ιταλία. Ήταν 12 ετών όταν είδε τον Ενκονό κάτω από το τέρμα των Αφρικανών, τους οποίους υποστήριξε μέχρι τέλους.
Και έβαλε ως στόχο της ζωής του να γίνει όπως εκείνος.
Όμως μεγαλώνοντας είδε πως αυτό δεν έφτανε:
«Στη ζωή η φήμη και τα χρήματα δεν είναι το παν. Πρέπει να φροντίσεις παράλληλα και την ψυχή σου. Να βρεις μια άλλου είδους έμπνευση, μακριά από το ποδόσφαιρο. Αν μπορώ να σου δώσω μια συμβουλή, είναι ν’ ασχοληθείς με τον κόσμο γύρω σου από νεαρότερη ηλικία. Θα σώσεις τον εαυτό σου και θα γλιτώσεις την οικογένειά σου από πολλές ανησυχίες», τονίζει ο Μπουφόν, προσθέτοντας πως βρήκε την έμπνευση που αναζητούσε μακριά από το ποδόσφαιρο… στην τέχνη.
Πήγαινε στα μουσεία και θαύμαζε πίνακες, ειδικά κάποιους του Μαρκ Σαγκάλ τον οποίο λάτρευε.
Τέλος, και σχολιάζοντας το λάθος που είχε κάνει με το «φλερτ» του με την ακροδεξιά, ανέφερε:
«Πρόσεξε: όταν θα είσαι νέος αθλητής, στην Πάρμα, θα κάνεις κάτι που θα οφείλεται αποκλειστικά στην αλαζονεία σου: θα φορέσεις ένα μπλουζάκι πριν από ένα σημαντικό ματς, για να δείξεις στους συμπαίκτες σου και τον κόσμο ότι είσαι ηγέτης. Ότι έχεις προσωπικότητα. Ότι είσαι θαρραλέος. Το μπλουζάκι θα γράφει “Θάνατος στους δειλούς”. Νομίζεις ότι είναι απλά μια φράση, αλλά δεν γνωρίζεις ότι είναι ένα σλόγκαν των ακροδεξιών. Είναι ένα λάθος που θα προκαλέσει αρκετό πόνο στην οικογένειά σου. Όμως, τα λάθη είναι σημαντικά γιατί σου υπενθυμίζουν ότι είσαι άνθρωπος και ότι δεν ξέρεις απολύτως τίποτα, φίλε μου…»
Και ακόμη πιο σημαντική είναι η κατακλείδα του:
«Το ποδόσφαιρο θα προσπαθήσει να σου αποδείξει ότι είσαι ιδιαίτερος, όμως εσύ πρέπει να θυμάσαι ότι δεν είσαι περισσότερο ξεχωριστός από έναν μπάρμαν ή έναν ηλεκτρολόγο, με τους οποίους έχεις και φιλία ζωής. Αυτό ακριβώς, το ότι είσαι ιδιαίτερος, αλλά το ότι είσαι ίδιος με όλους τους υπόλοιπους, τελικά θα σε τραβήξει μακριά από την κατάθλιψη. Δεν το αντιλαμβάνεσαι τώρα, αλλά σου λέω τώρα ότι το αληθινό κουράγιο είναι να δείχνεις τις αδυναμίες σου και να μη ντρέπεσαι γι’ αυτές», καταλήγει με νόημα ο Τζίτζι.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News