Κατά την περιγραφή του Μαξίμου ο Αλέξης Τσίπρας σήμερα, Τετάρτη το πρωί «θα εργαστεί» από το γραφείο του στη Θεσσαλονίκη – δηλαδή θα επισκεφτεί κάποια σχολεία, ή «σχολειά» όπως θέλει να τα τονίζει ο λαϊκός Πρωθυπουργός. Αλλά κάπου εκεί τελειώνουν τα ωραία και αφήνουμε πίσω και τα γέλια με τον «μπούλη» στη Νίσυρο. Αργά το μεσημέρι, μετά την «εργασία» του στη Θεσσαλονίκη ο κ. Τσίπρας αναχωρεί για Βρυξέλλες, όπως έγραφε το σημείωμα του Μαξίμου. Και εκεί κάπου ξεκινούν τα δύσκολα. Τα πολύ δύσκολα.
Κάποιοι σε όλα αυτά –στα περί πολιτικής διαπραγμάτευσης με τους εταίρους και κυρίως την Ανγκελα Μέρκελ καθώς και στη συνοδευτική τους ρητορική– βλέπουν μια αντανάκλαση της δραματικής περιόδου της διαπραγμάτευσης του 2015, η οποία οδήγησε στο δημοψήφισμα. Εξ ου και η συζήτηση για πολιτικές εξελίξεις στο επόμενο διάστημα στην Ελλάδα, εξελίξεις που οι περισσότεροι τις μεταφράζουν σε μια απλή και συνηθισμένη λέξη: «εκλογές».
Ο κ. Τσίπρας θα βρίσκεται από το απόγευμα της Τετάρτης στις Βρυξέλλες για τη Σύνοδο Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ενωσης, σε ένα περιβάλλον που αυτή τη φορά –ή και αυτή τη φορά– δεν θα είναι καθόλου φιλικό για τον ίδιον και και την χώρα: Η διαπραγμάτευση για το πρόγραμμα στήριξης της οικονομίας για μία ακόμη φορά καρκινοβατεί, η κυβέρνηση επαναφέρει πάλι τα περί «κόκκινων γραμμών», ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε επαναφέρει από την πλευρά του και επανειλημμένα την απειλή του Grexit, ενώ οι εξελίξεις στα εθνικά θέματα (βλ. Κυπριακό) τρέχουν με καταιγιστικούς ρυθμούς, με την ελληνική κυβέρνηση μάλλον σε ρόλο παρατηρητή.
Σε αυτές τις συνθήκες, ο Πρωθυπουργός, όπως περιγράφει πάλι ο επικοινωνιακός μηχανισμός του Μαξίμου μεταβαίνει στις Βρυξέλλες με διάθεση να κάνει μία «πολιτική διαπραγμάτευση».
Το πρόβλημα όμως σε αυτό το κυβερνητικό αφήγημα δεν είναι η «διάθεση» του κ. Τσίπρα· είναι οι διαθέσεις των άλλων. Και κανείς δεν μοιάζει να έχει παρόμοιες επιθυμίες για μια ακόμη πολιτική διαπραγμάτευση με τον έλληνα Πρωθυπουργό.
Το πρόβλημα είναι το καταραμένο το timing. Οι συμμαχίες του κ. Τσίπρα εντός της Ενωσης βρίσκονται σε αποδρομή: ο Φρανσουά Ολάντ μπορεί απλά να υψώνει το ποτήρι με το κρασί σε προπόσεις με τον Προκόπη Παυλόπουλο και να προβαίνει σε ευχολόγια για τη στήριξη των Ευρωπαίων προς την Αθήνα αλλά λίγοι του δίνουν πια σημασία, ενώ στην Ιταλία ο κολλητός Ματέο Ρέντσι έχει ήδη πάει σπίτι του και ο νέος Πάολο Τζεντιλόνι είναι για την Ελλάδα ένας άγραφος χάρτης. Την ίδια ώρα, το περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί έπειτα από το πρόσφατο Εurogroup, –που υποτίθεται ότι ήταν «εθνική επιτυχία» αλλά τελικά μάθαμε πως «φύγαμε θυμωμένοι»– και μετά την αρθρογραφία του επικεφαλής του ευρωπαϊκού τμήματος του ΔΝΤ Πόουλ Τόμσεν, διόλου ευνοϊκό είναι για την ελληνική κυβέρνηση.
Τι έχει μείνει στον κ. Τσίπρα; Η καγκελάριος Μέρκελ με την οποία συναντάται την Παρασκευή. Ισως να μην είναι τυχαίο ότι η πηγή πληροφόρησης που έστειλε την Τρίτη μήνυμα προς το Μαξίμου να μην παίξει «το χαρτί των εκλογών» ήταν το πρακτορείο ΜΝΙ, το οποίο έχει άριστη (έως προνομιακή) γραμμή επικοινωνίας με Βερολίνο και Φρανκφούρτη.
Ομως τώρα ο κ. Τσίπρας μοιάζει να έχει παγιδευτεί στις αξιώσεις και στη ρητορική του. Χαρακτηρίζει το ΔΝΤ «ανόητους τεχνοκράτες», απαιτεί άμεση ολοκλήρωση της αξιολόγησης και ένταξη της χώρας στο QE της ΕΚΤ, μιλάει για «κόκκινες γραμμές», μοιράζει το όποιο πλεόνασμα χωρίς να έχει ενημερώσει τους δανειστές.
Ανθρωποι που είναι σε θέση να γνωρίζουν τις αντοχές της κυβέρνησης, επισημαίνουν ότι ο κ. Τσίπρας και οι περί αυτόν μοιάζουν να καλλιεργούν ένα σκηνικό αναθέρμανσης των παθών στο στρατόπεδο του «όχι» του δημοψηφίσματος του 2015.
Κατά τις ίδιες πηγές, η στρατηγική της κυβέρνησης ενδέχεται να περιλαμβάνει ένα ριψοκίνδυνο σχεδιασμό: είτε την προκήρυξη εκλογών στις αρχές του έτους, λόγω άρνησης ή (και) αδυναμίας της να προχωρήσει στην υιοθέτηση των μέτρων που θα έχουν καθοριστικό πολιτικό κόστος, αλλά με πρόφαση τις εξελίξεις στα εθνικά θέματα, είτε την προσφυγή σε ένα νέο δημοψήφισμα, με τις ίδιες αφορμές.
Το σενάριο ενός νέου δημοψηφίσματος έχει δύο σημαντικά πλεονεκτήματα για την κυβέρνηση.
Πρώτον η απειλή διεξαγωγής του μπορεί να φοβίσει πραγματικά τους Ευρωπαίους που μετά την Ιταλία –και εν όψει των εκλογών σε Γαλλία, Ολλανδία και Γερμανία– δεν επιθυμούν μια ακόμα αποσταθεροποίηση.
Δεύτερον σε αντίθεση με τις γενικές εκλογές, στην περίπτωση του δημοψηφίσματος το ακροατήριο του ΣΥΡΙΖΑ γίνεται αυτομάτως πολύ ευρύτερο: ενώ οι δημοσκοπήσεις περιορίζουν το κυβερνών κόμμα στο 20%, ένα νέο δημοψήφισμα με θέμα τη διαπραγμάτευση με τους Ευρωπαίους θα επαναφέρει την απήχησή του στη δεξαμενή του 62% του «όχι» του 2015· μια δεξαμενή που είχε ως γνωστόν απ’ όλα: και (προμνημονιακό) ΣΥΡΙΖΑ και Ανεξ. Ελληνες και βεβαίως Χρυσή Αυγή (είδες ο Ν. Παρασκευόπουλος;). Αλλωστε ο κ. Τσίπρας το είπε, δεν θα παραδώσει την «εξουσία στους πρόθυμους».
Η εκδοχή αυτή συνδυάζεται και με εκτιμήσεις κάποιων που επικαλούνται κυβερνητικές πηγές, ότι η πιθανή ημερομηνία μίας προσφυγής στις κάλπες θα είναι η 19η Φεβρουαρίου, επειδή τότε θα έχουν διαφανεί οι (αρνητικές) εξελίξεις στα εθνικά θέματα και την οικονομία. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες, μία ενδεχόμενη ημερομηνία για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος στην Κύπρο για το σχέδιο ενδεχόμενης συμφωνίας τοποθετείται στο πρώτο τρίμηνο του 2017.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News