Από την ημέρα που επικράτησε το Brexit οι πολιτικές εξελίξεις στη Βρετανία μοιάζουν να ξετυλίγονται σε fast forward. Την επομένη του δημοψηφίσματος, 24η Ιουνίου, ο πρωθυπουργός, Ντέιβιντ Κάμερον, είχε σπεύσει να ανακοινώσει την παραίτησή του και την έναρξη των διαδικασιών για την ανάδειξη νέου προέδρου του Συντηρητικού Κόμματος και πρωθυπουργού της χώρας μέχρι το επόμενο συνέδριο του κόμματος, τον φθινόπωρο του 2016. Τελικά, δεν χρειάστηκε καν να περάσει ολόκληρος ο Ιούλιος. Η επόμενη πρόεδρος των Συντηρητικών και πρωθυπουργός της χώρας θα είναι η Τερέζα Μέι. Επισήμως θα αναλάβει το αξίωμα από την Τετάρτη.
Μιλώντας σε δημοσιογράφους έξω από τη Ντάουνινγκ Στριτ 10, το απόγευμα της Δευτέρας, ο απερχόμενος πρωθυπουργός δήλωσε ότι «αύριο (Τρίτη) θα επιβλέψω το τελευταίο υπουργικό συμβούλιο. Την Τετάρτη θα παραστώ στη Βουλή των Κοινοτήτων για τις ερωτήσεις του πρωθυπουργού. Υστερα θα μεταβώ στο παλάτι για να υποβάλω την παραίτησή μου, οπότε θα έχουμε μία νέα πρωθυπουργό στο κτίριο πίσω μου μέχρι το βράδυ». Η κυρία Μέι από την πλευρά της, λίγο αργότερα, δήλωσε ότι είναι τιμή της που επιλέχθηκε για την προεδρία του κόμματος και την πρωθυπουργία της χώρας. Μιλώντας έξω από τη Βουλή δεσμεύτηκε «να χτίσει μία καλύτερη Βρετανία» και «να υλοποιήσει το Brexit με επιτυχία».
Και βέβαια, φαινόταν από την αρχή ότι η Μέι θα ήταν η επόμενη -δεύτερη πρωθυπουργός- της χώρας. Η υπουργός Εσωτερικών –μακροβιότερη στην ιστορία της χώρας- αναδείχθηκε ως επικρατέστερη υποψήφια για τους βουλευτές του κόμματος οι οποίοι την προτίμησαν σε δύο γύρους ψηφοφορίας. Οι υπόλοιποι άνδρες υποψήφιοι εκτοπίστηκαν από την κούρσα λόγω χαμηλών επιδόσεων –ένας από αυτός, ο Μπόρις Τζόνσον, παραιτήθηκε πριν καν αρχίσουν οι διαδικασίες.
Αφού ολοκληρώθηκαν οι δύο γύροι, στον αγώνα διεκδίκησης της πρωθυπουργίας είχαν, πια, μείνει μόνο δύο γυναίκες. Η Μέι και η υφυπουργός Ενέργειας, Αντρεα Λίντσομ. Η ίδια, παρότι αουτσάιντερ και σχετικά άγνωστη στο βρετανικό κοινό, είχε δείξει ότι ήταν προετοιμασμένη να αγωνιστεί μέχρι τέλους, δηλαδή μέχρι να οδηγηθούν στις κάλπες τα 150.000 μέλη του κόμματος. Μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο, αυτό που πέρασε, άλλαξαν όλα.
Τη Δευτέρα άρχισαν να ακούγονται φήμες -επιβεβαιωμένες από πολιτική συντάκτη του BBC- που έκαναν λόγο για την απρόσμενη αποχώρηση της κυρίας Λίντσομ από την κούρσα. Υστερα, λίγο μετά τις 12 το μεσημέρι, απευθύνθηκε η ίδια σε δημοσιογράφους για να ανακοινώσει την απόφασή της. Ηταν χαμογελαστή, ευπρεπώς ντυμένη (στα ροζ) και ιδιαίτερα ήρεμη. Οι περισσότεροι υποπτεύονταν και τον λόγο της παραίτησής της αλλά ήθελαν να τον ακούσουν από την ίδια. Η υφυπουργός Ενέργειας μίλησε για πολύ λίγα λεπτά της ώρας στους συγκεντρωμένους δημοσιογράφους λίγο μετά τις 12 το μεσημέρι (ώρα τοπική) της Δευτέρας, διαβάζοντας την επιστολή που θα έστελνε στον επικεφαλής της αρμόδιας Επιτροπής 1922.
Δήλωσε ότι θα ήταν τιμή της να υπηρετήσει ως πρωθυπουργός της Βρετανίας, αλλά ότι στις δεδομένες συνθήκες αυτό δεν είναι δυνατό. Γιατί; Επειδή η ανθυποψήφιά της, υπουργός Εσωτερικών, Τερέζα Μέι, απολαμβάνει το 65% της στήριξης από το Συντηρητικό Κόμμα, ενώ η ίδια μόλις το 25% (84 συνάδελφοί της τη στήριξαν στον δεύτερο γύρο της ψηφοφορίας).
«Δεν πιστεύω ότι αυτή είναι επαρκής στήριξη για να καθοδηγήσεις μία δυνατή και σταθερή κυβέρνηση», τόνισε. «Και αυτό που χρειάζεται η χώρα είναι μία ισχυρή πρωθυπουργός». Τούτων δοθέντων, για να αποφευχθεί μία περίοδος εννέα εβδομάδων αστάθειας μέχρι να αναδειχθεί νέος πρόεδρος του κόμματος και νέα πρωθυπουργός της Βρετανίας, η ίδια αποσύρεται από την κούρσα. Οπως επιβάλλει το βρετανικό τακτ, «ευχήθηκε κάθε επιτυχία στην Τερέζα Μέι» και τη διαβεβαίωσε για την «πλήρη στήριξή της».
Ακούγεται πολύ σωστό να απορρίπτει μία ευκαιρία για να πάρει μία γεύση από την εξουσία για «το συμφέρον της χώρας». Η πραγματικότητα, βέβαια, είναι ότι η ίδια πήρε μία γεύση από την εκτεθειμένη ζωή ενός πολιτικού λίγο πριν την εξουσία και δεν της άρεσε. Η πρώτη συνέντευξη που έδωσε στους βρετανικούς Times μετά την ανάδειξή της ως μία από τις δύο υποψηφες για τη διαδοχή του κ. Κάμερον αποδείχθηκε φιάσκο. Μίλησε για την προσωπική της ζωή και τον ρόλο της μητρότητας. Εξήγησε ότι καθώς έχει τρία παιδιά έχει μεγαλύτερο λόγο να ανησυχεί για το μέλλον της χώρας και ότι αυτό λίγο πολύ είναι ένα προσόν που ενδεχομένως της δίνει προβάδισμα έναντι της (άτεκνης) Τερέζα Μέι.
Ή τουλάχιστον αυτό είναι το ζουμί της συνέντευξης όπως το ανέδειξαν οι δημοσιογράφοι της βρετανικής εφημερίδας, Σαμ Κόουτς και Ρέιτσελ Σιλβέστερ, και στον τίτλο του άρθρου: «Το ότι είμαι μητέρα μού δίνει προβάδισμα έναντι της Μέι». Ασφαλώς, η κυρία Λίντσομ αισθάνθηκε «αηδιασμένη από τον τρόπο που παρουσιάστηκε η συνέντευξη στην εφημερίδα», όπως δήλωσε αργότερα, όταν οι δηλώσεις της έκαναν των γύρο των social media. Μιλώντας έξω από το σπίτι της σε δημοσιογράφους την Κυριακή εξηγήθηκε: «Mε ρώτησαν επανειλημμένα για τα παιδιά μου και εγώ επανειλημμένα τόνισα ότι δεν ήθελα να γίνουν μέρος της προεκλογικής μου εκστρατείας». Τέτοιες ήταν οι αντιδράσεις που διάβαζε η ίδια στα μίντια, στα social media και στις αναλύσεις δημοσιογράφων που η ίδια έπρεπε να αποσαφηνίσει το αυτονόητο: ότι «όλοι έχουν ίσο μερίδιο στην κοινωνία μας και στο μέλλον της χώρας μας».
Λίγο αργότερα, την ίδια μέρα, επικοινώνησε μαζί της δημοσιογράφος της Telegraph. «Από την φωνή της μέσα από το τηλέφωνο ήταν εμφανές ότι έκλαιγε», αναφέρει η δημοσιογράφος στο άρθρο. Από εκείνη τη στιγμή ήταν εμφανές. Η Λίντσομ έφαγε το πρώτο της χτύπημα από τον σκληρό κόσμο των μίντια. Ή, διαφορετικά, έκανε το πρώτο της λάθος για το οποίο και απολογήθηκε προσωπικά στην ίδια την (άτεκνη) Τερέζα Μέι το πρωί της Δευτέρας. Από εκεί και πέρα έπρεπε να αποφασίσει αν θα συνέχιζε να δέχεται χτυπήματα για κάθε λάθος της μέχρι να αποφάσιζαν επιτέλους τα μέλη του κόμματος ποια είναι η καλύτερη και πιο ανθεκτική πολιτικός. Ή αν θα λύγιζε και θα αποχωρούσε όσο ήταν ακόμη νωρίς. Τελικά επέλεξε την πιο ασφαλή επιλογή, (για την ίδια και) για τη χώρα, όπως το έθεσε η ίδια.
Το πρωί της Δευτέρας πολιτική συντάκτρια του BBC δήλωσε ότι ο πραγματικός λόγος ήταν η «ψυχολογική πίεση» που υφίστατο η κυρία Λίντσομ. Ακολούθησε η επίσημη παραίτηση, χωρίς να γίνεται καμία αναφορά σε οποιουδήποτε είδους πίεση. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, πολλοί Συντηρητικοί άρχισαν να συγχαίρουν την Τερέζα Μέι. Είναι η επόμενη πρωθυπουργός της χώρας. Αλλά όμως είπε και ο βουλευτής του Συντηρητικού Κόμματος, Τζον Ρέντγουντ, «είναι κρίμα που το κόμμα (δηλαδή τα 150.000 μέλη του) στερήθηκε την ευκαιρία να την επιλέξει δημοκρατικά».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News