Στις 2 Σεπτεμβρίου, μέρα που έφυγε από τη ζωή ο Μίκης Θεοδωράκης, τις ειδήσεις μονοπωλούσαν χρηστικά θέματα, του τύπου «θα πούμε το ψωμί ψωμάκι», «αυξήσεις στο ρεύμα» και βεβαίως ο ιός με τις «ουρές» του σε σχολεία και νοσοκομεία. Μέχρι τις 10 το πρωί…
Μεμιάς η χώρα ξανάγινε ασπρόμαυρη. Πλημμύρισε ο δημόσιος λόγος από στίχους και λόγια ποιητών. «Την πόρτα ανοίγω το βράδυ, τη λάμπα κρατώ ψηλά, να δούνε της γης οι θλιμμένοι, να ‘ρθουνε, να βρουν συντροφιά…». Ο οχετός σταμάτησε. Οι haters σίγησαν προσωρινά. Χάθηκε ο κυνισμός στο Twitter, σώθηκαν οι ύβρεις.
Φωτογραφίες από τις πιο πυκνές δεκαετίες της νεότερης ελληνικής ιστορίας, του ‘60 και του ‘70. Ο Μίκης με τον Ελύτη και τον Κατράκη, ο Μίκης με τον Χατζιδάκι, ο Μίκης με τη Μελίνα, ο Μίκης σε απίθανη χορευτική αρμονία με τον Άντονι Κουίν, ο Μίκης κι ο ελληνικός λαός αγκαλιά στην πρώτη συναυλία της Μεταπολίτευσης, με το στάδιο Καραϊσκάκη να πάλλεται σε ρυθμό πολιτικό, ρυθμό Δημοκρατίας. Ο Μίκης απέναντι σε μια αέναη πρόκληση, μουσική, πολιτική.
Ανάταση. Με τρόπο μεταφυσικό, σε μια συλλογική εμπειρία που έχει τη δύναμη να συγκινεί ακόμη και σήμερα. Σε απόκοσμη συχνότητα, υπερβατική. Κι αν έχει αναμετρηθεί με το υπερβατικό, ο Θεοδωράκης …
Το ομολόγησε κάποτε κι ο ίδιος, όρθιος, με ένα τσιγάρο στο χέρι. Ηταν ανήμερα των Φώτων, το 1966, όταν γύρισε τσακισμένος από το ξύλο σε βάρος «Λαμπράκηδων» στον Πειραιά, για να βρει το χαμένο από καιρό χειρόγραφο της «Ρωμιοσύνης» ακουμπισμένο από χέρι «θεόσταλτο» πάνω στο πιάνο – τη μελοποίησε σε λίγες ώρες.
Το περιέγραψε γελώντας όταν μίλησε για το ταξίδι του στη Χιλή, κι ένα περιστατικό πάνω από τον τάφο του Πάμπλο Νερούδα, στην Ίσλα Νέγρα. Η γραμματέας του, Ρένα Παρμενίδου, είχε βάλει να παίζει σε ένα κασετόφωνο το τραγούδι «Ερχονται τα πουλιά». Τη στιγμή που ακουγόταν η φωνή της Μαρίας Φαραντούρη να τραγουδά για ένα χελιδόνι που περνά, έπεσε ένα πουλί. Το ακούμπησε στο μνήμα ο Θεοδωράκης, κι όλο το υπόλοιπο τραγούδι ακούστηκε με το νεκρό πουλί μπροστά τους. Ελεγαν τότε οι Χιλιανοί ότι πρώτη φορά έβλεπαν τέτοιο πετούμενο στη χώρα τους. Στον τάφο του Νερούδα υπήρχαν και τρεις καμπανούλες, χτυπούσαν μεταξύ τους καθώς φυσούσε αέρας από τον Ειρηνικό. Αγγιξε ο Μίκης την πρώτη, την τρίτη και μετά τη μεσαία. Κι ακούστηκε το ακόρντο του έργου. «Αυτά είναι μαγικά…».
Οχι ότι δεν υπήρξαν κενές αναφορές, φλυαρίες, κουτσομπολιά – τα της κηδείας έθρεψαν πολλά. Αλλά να… Μάτι κι αυτί έπεφταν σε άλλα, πιο σημαντικά. Από αναρτήσεις στα κοινωνικά μέσα και ντοκιμαντέρ στους τηλεοπτικούς δέκτες, από ιστορίες στις ιστοσελίδες, και αφηγήσεις σε ραδιοφωνικές συχνότητες ξεπηδούσαν πληροφορίες πολύτιμες που είχαν ξεχαστεί, έμοιαζαν να μην είχαν καν αποθησαυριστεί. «Τι είναι αυτό; Το ξέρεις ότι έχεις γεννηθεί για τη Μουσική μου; Θέλεις να γίνεις η μούσα μου;», ρώτησε τη 16χρονη Φαραντούρη ο συνθέτης όταν την πρωτοσυνάντησε, συνεπαρμένος από τη φωνή της.
Κι ήταν η μούσα του που γέμισε το διαδίκτυο με τρυφεράδα στον αποχαιρετισμό προς τον μουσουργό της: «Μίκη μου, με τα χέρια – φτερά σου, όσο ζω θα σε βλέπω πάντα να διευθύνεις τα τραγούδια μας και τα όνειρα μας». Πόση τοξικότητα τριγύρω, και την κατάπιαν είκοσι δυο λέξεις, ούτε δυο αράδες. Κρύφτηκαν οι αρουραίοι. Τους νίκησε ο Μύθος. Οπως τότε που τον έθαψαν οι βασανιστές του με το κεφάλι μοναχά έξω απ’ το χώμα, και «δάγκανε» τις ουρές και τα κεφάλια τους, μη και του καταβροχθίσουν το πρόσωπο.
Κι οι αλγόριθμοι θα ‘χουν αποτρελαθεί. Ούτε που θα ‘χαν επινοηθεί όταν ο Μίκης έβλεπε την Τέχνη του ως δημόσια παρέμβαση. Το newsfeed γέμισε τραγούδια από έναν γίγαντα με μαύρα, με ατίθασα μαλλιά, αποφασισμένο να ενορχηστρώσει τις ζωές μας – και χθες και σήμερα. Πολλές γενιές μετά τη δική του τη γενιά. Να βάλει ήχους και μελωδίες ικανές να σκεπάσουν τον θόρυβο του ασήμαντου. Να ενώσει την ιστορία των πατεράδων μας με τη δική μας. Να συντονίσει παρόν και παρελθόν.
Ο Μίκης ήξερε όλα τα θαυμαστά που πέτυχε εν ζωή. Είχε επίγνωση του καλλιτεχνικού μεγαλείου του, του εύρους της παρέμβασής του, της μεγάλης της διάρκειας. Αυτό που δεν μπορεί να δει είναι το θαύμα που κατόρθωσε μετά θάνατον. «Τι είναι αυτό που λείπει απελπιστικά σήμερα;», τον είχαν ρωτήσει σε μια συνέντευξη. «Η προοπτική» αποκρίθηκε. Λάθος (;)
Η φύση δεν δίνει σε όλους τη δύναμη να κάνουν θαύματα. Κι η μουσική του Θεοδωράκη έκανε πολλά, κι όπως τους έπρεπε: με πλήθος κόσμου, με αυτόπτες μάρτυρες. Πράγματα που οι ατελείς, οι υπόλοιποι δεν καταφέρνουν. Ας μην πιστέψουμε αυτούς που λένε ότι τούτο δω το θαύμα θα ξεψυχήσει σε τρεις μέρες.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News