Τηλεργασία, ημέρα… πολλοστή: «Μαμά, κλείσε το κομπιούτερ». Δίκιο στον μπόμπιρα. Διαρκή μπλινκ μπλινκ (mail και μηνύματα) κλέβουν τη μαμά του, ανά πάσα στιγμή, ενώ εκείνη είναι σπίτι κι εκείνος θέλει να παίξει. Αλλωστε είναι Σάββατο. Ή απόγευμα. Ή βράδυ. Ισως και Κυριακή.
Νέοι καιροί, νέα ήθη που ήλθαν για να μείνουν και μετά την πανδημία, σε ένα βαθμό τουλάχιστον. Τηλεργασία, δουλειά από το σπίτι, δουλειά από όπου θέλει ή μπορεί ο καθένας, δουλειά όμως και όπως επιλέγει το δίδυμο εργοδότης – εργαζόμενος, είτε διά ζώσης είτε διαδικτυακά. Πρόκειται για μια παγκόσμια τάση που δεν μπορείς να αγνοήσεις, είτε είσαι αριστερός είτε κεντρώος είτε δεξιός. Η παραδοχή αυτή όμως δεν αναιρεί το γεγονός ότι αντιμετωπίζουμε αλλαγές που μοιραία συνοδεύονται από μεγάλα διλήμματα και (ιστορικούς) προβληματισμούς.
Πόσο υγιές και ασφαλές θα αποβεί, μακροπρόθεσμα, για τους εργαζόμενους, εάν, σήμερα, με όχημα και τη νωπή εμπειρία χιλιάδων εργαζομένων από την τηλεργασία, απονευρωθούν περαιτέρω, στην πράξη και όχι στα χαρτιά, κοινωνικά συμβόλαια; Και εννοώ το οκτάωρο και τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας.
Δεύτερον, όχι λιγότερο σημαντικό, πόσο θα λειτουργούν στην πράξη τα δικαιώματα αποσύνδεσης ή/και καταγγελιών παραβάσεων από την πλευρά των εργαζομένων, που ορθώς περιλαμβάνονται στις αλλαγές που προωθούνται; Θα είναι επαρκείς οι έλεγχοι και –κυρίως– αποτρεπτικές οι κυρώσεις για τους εργοδότες;
Και τέλος, σε ένα πιο ευέλικτο εργασιακό πλαίσιο, με ή χωρίς τηλεργασία, αλήθεια, πόσο εύκολο θα είναι για έναν εργαζόμενο να λειτουργήσει σε μια «αγγελικά» πλασμένη ατομική σύμβαση ή ό,τι έχει απομείνει από αυτή ύστερα από μια 10ετία κρίσης, να διεκδικήσει το δικό του μέρος από την ελαστικότητα που υπόσχονται οι διατάξεις χωρίς να αισθάνεται ότι θα το πληρώσει με την πρώτη ευκαιρία, παρά την ψηφιακή διαφάνεια που υπόσχεται το νέο σύστημα;
Η εργασιακή πραγματικότητα σήμερα στην Ελλάδα αποτυπώνει με θλιβερό τρόπο την κατάρρευση, ξήλωμα δηλαδή, στην πράξη, πολλών κεκτημένων, στη ζούλα ή/και φανερά, ασύδοτα στην πλάτη χιλιάδων εργαζομένων, γυναικών ή ανδρών. Στο επίκεντρο είναι ο εκφυλισμός και η απαξίωση των περίφημων εργατοπατέρων, πολλοί εξ αυτών έχτισαν πολιτικές καριέρες –και περιουσίες– τραβώντας διακόπτες και βάζοντας λουκέτα με ανεδαφικές (πολλές φορές) διεκδικήσεις και μια, τυφλά τιμωρητική, στάση απέναντι στις επιχειρήσεις.
Από το σημείο αυτό, όμως, μέχρι την αποδυνάμωση –εν μέσω πανδημίας και de facto ελαστικότερων μορφών απασχόλησης– ιστορικών κεκτημένων, χρειάζεται προσοχή. Ενας εργοδότης που δεν διστάζει να επιβάλει στον εργαζόμενο, σήμερα με τηλεργασία αλλά και διά ζώσης, παραπάνω ώρες, εκτός ωραρίου, και «κλέβει» στο τέλος και τις υπερωρίες, δύσκολα θα πτοηθεί από ένα νέου τύπου σύστημα. Αντιθέτως, το πιθανότερο είναι, όταν ο εργαζόμενος που θα δουλέψει περισσότερο θελήσει να δουλέψει κάποια άλλη περίοδο λιγότερο –όπως θα προβλέπεται στη συμφωνία– θα δεχθεί πίεση. Μικρή ή μεγάλη, δεν έχει σημασία. Μπορώ άνετα να φανταστώ επιχειρήματα, ειδικά στη μεγάλη μάζα των μικρών επιχειρήσεων, του στυλ, «καλά, τώρα τι θες να σου δώσω μια εβδομάδα άδεια, γιατί ξεπατώθηκες τους τελευταίους μήνες; Δεν βλέπεις τι γίνεται; Δήλωσε το να είμαστε εντάξει και τα βρίσκουμε εμείς…». Ας μην ξεχνάμε τη «γενιά των 450 ευρώ μαύρα», που ενδεχομένως δεν γνωρίζει άλλη πραγματικότητα.
Αλλωστε, όταν η ανεργία είναι διψήφια, σε μια τέτοια πίεση, υποχωρεί ο εργαζόμενος.
Στον αντίποδα, τι να κάνεις; Να μη ρυθμίσεις το σύστημα με βάση τα νέα δεδομένα, όταν μάλιστα στην πράξη, σε πολλές περιπτώσεις, μιλάμε για εργασιακό Μεσαίωνα, ειδικά στα χρόνια της κρίσης; Να το ρυθμίσεις, θα πει κάποιος καλόπιστα. Αρκεί όμως στην εφαρμογή να γίνει κατανοητό με παραδείγματα πως και έλεγχοι γίνονται και οι παραβάτες τιμωρούνται. Τόσο, ώστε να μην εκφυλιστεί (και) αυτή η εργασιακή μεταρρύθμιση παράγοντας οφέλη μονομερώς. Δηλαδή μόνο για την πλευρά των εργοδοτών.
«Τα όμορφα 8ωρα, όμορφα διαλύονται»
Πέραν της συμπαθούς φυλής των δημοσίων υπαλλήλων που διάγουν μια ανέφελη εργασιακή ζωή υπό τον ήχο της σφραγίδας και χωρίς το άγχος της παραγωγικότητας, πόσο δε της δημιουργικότητας (με την εξαίρεση κάποιων «μυρμηγκιών» στο Δημόσιο που κάνουν τη δουλειά όλων και λοιδορούνται ότι χαλούν την πιάτσα) όλοι όσοι εργαζόμαστε στον ιδιωτικό τομέα, υπερβάσεις έχουμε κάνει. Είτε μιλάμε για δουλειές που υπάγονται σε ωράριο είτε μιλάμε για περισσότερο ελεύθερα επαγγέλματα. Είναι επίσης πολλές οι φορές που οι υπερβάσεις αυτές γίνονται και οικειοθελώς. Είτε για λόγους φιλοδοξίας είτε γιατί ο εργαζόμενος επιλέγει να βάζει πλάτη για τον προϊστάμενο ή/και για την επιχείρηση γιατί έτσι αισθάνεται, είτε επειδή απλώς δεν υπάρχει άλλη λύση και η δουλειά πρέπει να βγει (με ή χωρίς υπερωρίες, ρεπό κ.ο.κ).
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις όμως, η ύπαρξη των κεκτημένων και ιδίως η αναντίρρητη παραδοχή όλων ότι αυτά πρέπει να είναι σεβαστά, είναι, αξιωματικά, δικλίδα ασφαλείας. Είτε αυτά λέγονται οκτάωρα είτε δικαίωμα στις υπερωρίες, είτε δικαίωμα στην απεργία, είτε δικαίωμα στον συνδικαλισμό και στη διεκδίκηση καλύτερων συνθηκών απασχόλησης.
Η τηλεργασία, που πολλοί λένε ήδη ότι έχει σκοτώσει το ωράριο 9-5, είναι ένα πλαίσιο που σκορπίζει τις δυνάμεις των εργαζομένων και de facto περιορίζει τη δύναμη της ζύμωσης και της επικοινωνίας στους χώρους εργασίας. Ενθαρρύνει και βοηθά πρακτικές ατομικών συνεννοήσεων, οι οποίες, μεταπανδημικά, μπορούν να εξελιχθούν σε νόρμα και όχι απλώς σε ένα δικαίωμα επιλογής. «Γιατί να πάρω εσένα που θες να εξασκείς και τα δικαιώματά σου, όταν με την άλλη ή τον άλλο, που έχουν και μεγαλύτερη ανάγκη και δουλεύουν παραπάνω, συνεννούμαστε και φωνή δεν ακούς;».
Είπαμε όταν η ανεργία είναι διψήφια, επιλογές αξιοπρέπειας δεν υπάρχουν.
Με ανοικτό μυαλό, από την άλλη πλευρά, μπορώ να δω πολλά από τα οφέλη και της τηλεργασίας, αλλά και της δυνατότητας να διευθετείς τον χρόνο εργασίας σου σε συμφωνία με τον εργοδότη. Είναι υπαρκτά και είναι και δελεαστικά, καθώς με έναν συνδυασμό μπορεί κάποιος να φτιάξει μια ιδανική κατάσταση απασχόλησης και ισορροπίας μεταξύ προσωπικού χρόνου και επαγγελματικής απόδοσης. Λαμβάνοντας, όμως, το ρίσκο ως εργαζόμενος ότι στο ατομικό δεν έχεις –και δεν μπορείς εξ ορισμού να έχεις– την προστασία της απειλής του συλλογικού.
Αντιλαμβανόμενη πλήρως τα επιχειρήματα όλων των πλευρών και ότι ο κόσμος και γυρίζει και αλλάζει, οφείλω –οφείλουμε εκτιμώ– να παραμένουμε, παραταύτα, σε εγρήγορση. Τα κεκτημένα ούτε αυτονόητα είναι ούτε διατηρούνται στα λόγια. Στην πράξη κρίνονται όλα και η πρακτική σίγουρα μέχρι στιγμής δεν είναι υπέρ τους. Αυτό συμβαίνει χρόνια. Δεν είναι «προνόμιο» σημερινό. Ειδικά σε μια χώρα όπου βασιλεύουν και η διψήφια ανεργία, η υποαπασχόληση και οι χαμηλές αποδοχές. Που είναι φυσικά και το πιο πιεστικό πρόβλημα στην αγορά εργασίας και στην ελληνική κοινωνία γενικότερα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News