Μπαμ κάνουν η απειρία και το ευκαιριακό της απασχόλησης. Ο δίσκος, τίγκα στις δροσεράδες, πάει κι έρχεται με περίσκεψη, με ελεγχόμενη ελαφρά αδεξιότητα έως αστάθεια, αλλά και με κρυμμένη αγωνία. «Μη μου φύγει απ’ τα χέρια και γίνουν λίμπα όλα» είναι ο μύχιος φόβος και η γλώσσα του ιδρωμένου σώματος, που ακροβατεί στην καυτή άμμο, όλα τα φανερώνει στον ασκημένο παρατηρητή. Τα εποχικά γκαρσονάκια των μπιτσόμπαρων αλλά και των κάθε είδους παρά θίν’ αλός καταστημάτων και φέτος ιδροκοπούν προς εξυπηρέτηση μας.
Και πώς «να μπεις στα παπούτσια τους», που παίρνουν φωτιά, καθώς τα βλέπεις ώρες να πηγαινοέρχονται στους 40 βαθμούς κάθιδρα και ακροποδητί από ομπρέλα σε ομπρέλα; Η υποχρεωτική μασκοφορία ήρθε να προσθέσει άλλο ένα βάσανο σ’ αυτήν την πραγματικά δύσκολη δουλειά, που παίζει πια στα ίσα τους ψητάδες γύρου.
Τον αιώνα που το «λιτοδίαιτον» των Ελλήνων έχει παρέλθει οριστικά, την ώρα που οι πρώτοι στη μακραίωνη Ιστορία του Εθνους χορτασμένοι Ελληνες είναι εδώ, τη στιγμή που του χειμώνα ο δούλος γίνεται για τρεις μέρες θερινός άρχοντας παραλίας, τα γκαρσονάκια διακτινίζονται από ξαπλώστρα σε ξαπλώστρα για ένα μεροκαματάκι και βάρδα μην είναι ο φρέντος ανφρέντος, οι μπίρες ζεστές και τα παγάκια λιωμένα.
Η πείνα μοιάζει μεγαλύτερη σ’ ένα ψωμάδικο και φαντάζομαι πως ο καύσωνας γίνεται τελείως αφόρητος δίπλα στη θάλασσα, που μόνο κλεφτά της ρίχνουν κάνα βλέμμα τα ευκαιριακά γκαρσονάκια. Πού να μείνει χρόνος για τέτοια… Στην τσίτα είναι μήπως και κάποιος από τα λουόμενα ή λιαζόμενα σώματα τριγύρω κάνει σήμα παραγγελίας – πάντα υπάρχει η ελπίδα του φιλοδωρήματος ή και ο φόβος του μετρ.
Μετά τη δεύτερη ή τρίτη παραγγελία, ίσως και να ‘ναι η ώρα για οικειότητα και κοινωνιολογική ανάλυση και συνήθως περιέχει εκπλήξεις κάθε ψιλοκουβεντούλα με τα γκαρσονάκια. Ναι, η ανάγκη και η ανεργία είναι η συχνότερη αιτία, αλλά μου έχουν σερβίρει μπίρες έως και δυο μεταπτυχιακά ζηλευτά και καραμπινάτα – κάπως πρέπει να πληρωθούν δίδακτρα και εισιτήρια για εξωτερικό. Εξάλλου, πολλές σπουδαίες καριέρες ξεκίνησαν μ’ έναν δίσκο στο χέρι.
Τα γκαρσονάκια μετά από ένα δωδεκάωρο στον αδυσώπητο ήλιο του ελληνικού καλοκαιριού, στον λίβα που καίει τα κορμιά και την άμμο, μοιάζουν με αναστενάρηδες χωρίς θαύμα και άγιο – στην κυριολεξία σημερινοί «παίδες εν καμίνω» για κάνα 30άρι μεροκάματο και το ένσημο να επαφίεται στη φιλοτιμία και το κιμπαριλίκι του μπιτσόμπαρχου.
Μέρες που είναι, καθώς μάλλον θα συμμετάσχετε στο φετινό φεστιβάλ ξαπλώστρας, μην το πολυσκεφτείτε, εφόσον δύνασθε. Τα γκαρσονάκια της καυτής άμμου δεν είναι έμπειρα και δεν έχουν τον αέρα, τα κόλπα, για να το εκμαιεύσουν. Στην επόμενη παραγγελία σας, φανείτε γενναιόδωροι στο φιλοδώρημα – το αξίζουν με το παραπάνω.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News