Τρέφεις σεβασμό για όσους αποφασίζουν κάποια στιγμή του βίου να γράψουν ένα τραγούδι, ένα ποίημα, ένα βιβλίο , ή ξεκινούν μια έρευνα για την ίδια τη γενιά τους, για τα χαρακτηριστικά της, για αυτά που «της τύχαν», για τα λόγια και τα χρόνια της εν τέλει.
Σε συναρπάζει το πώς βλέπει ο καθένας και η καθεμία από αυτούς -και παραμυθιάζεται- τον τρόπο που η γενιά τους τους «διεκδίκησε» την «Αθανασία», αυτή την ομορφονιά που δεν την κέρδισε κανείς , όπως έγραψε υπέροχα ο Νίκος Γκάτσος κάνοντας αθάνατο το τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι.
Η πιο πολυσυζητημένη περίπτωση είναι το εμβληματικό τραγούδι του Διονύση Σαββοπούλου «Εμείς του εξήντα οι εκδρομείς» που αναφέρεται στη γενιά των νέων των sixties (που γεννήθηκαν τη δεκαετία του ’40). Μια γενιά που πήγαινε ως την διαδήλωση τραγουδώντας και ως το πάρτυ συζητώντας και έζησε την σεξουαλική επανάσταση, τις μεγάλες διαδηλώσεις κατά του πολέμου στο Βιετνάμ, το «χάπι» και τη μίνι φούστα των κοριτσιών, για να ενηλικιωθεί βλέποντας το ‘69 τον άνθρωπο στο φεγγάρι και τον επίλογο της ροκ ουτοπίας στο Γούντστοκ.
Κάθε γενιά, θα πείτε, είναι κατά κάποιον τρόπο «εκδρομείς». Οι εκδρομές είναι που διαφέρουν. Από κάπου ξεκινάνε και στη συνέχεια στην κάθε μια τυχαίνουν «πυκνές» και «αραιές» εποχές σε γεγονότα και αλλαγές. Ερεβώδες το θέμα.
Γι’ αυτό και με πολύ ενδιαφέρον, σχεδόν αδημονώντας, έσπευσα να διαβάσω το νέο βιβλίο του Δημήτρη Κατσαντώνη, με τίτλο «Μέρες του ’79 στη Θεσσαλονίκη» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Επίκεντρο» και ήδη διαβάζεται και συζητείται. Θέλησα να μάθω «πού το πάει» και με ποιον τρόπο, ο συγγραφέας.
Γιατί όμως οι «μέρες του ‘79», τα γεγονότα και οι τάσεις, οι μόδες και τα γούστα τους δέκα χρόνια μετά το τέλος της λάμψης του Εξήντα,να «αξίζουν» να απαθανατιστούν σε ένα βιβλίο που είναι και -κατά τη γνώμη μου -πολύ καλό;
Τι ξεσήκωσε τον συγγραφέα και έβαλε μπρος το βιβλίο;
Το μυστικό είναι κατά τη γνώμη μου η ίδια η Μεταπολίτευση η ανθεκτικότητα της πολιτικής, κοινωνικής και πολιτισμικής κληρονομιάς της οποίας θα τύχουν ιδιαίτερης προσοχής από τους ιστορικούς του μέλλοντος. Ηδη πολλά άρθρα πολιτικής ανάλυσης εστιάζουν στο φαινόμενο της αδυναμίας της πολιτικής ζωής να απαλλαγεί από τις «συνήθειες» της Μεταπολίτευσης . Οι αξίες, οι υπερβολές, οι αυταπάτες, η αισθητική και οι «εγωϊσμοί» της ακόμα υπάρχουν στην πολιτική «θέαση» και τη δράση κάποιων σημερινών κομμάτων.
Η Μεταπολίτευση , με άλλα λόγια και κυρίως τα πρώτα χρόνια της, τα οποία ζήσαμε έφηβοι και εικοσάρηδες, εξακολουθεί να «ιντριγκάρει».
Ο δεύτερος λόγος είναι η Θεσσαλονίκη, η φτωχομάνα και φοιτητομάνα. Η πόλη για την οποία , κατά ανεξήγητο ακόμα λόγο, γράφονται συνεχώς κάθε χρόνο δεκάδες λογοτεχνικά, ιστορικά κ.α. βιβλία και στην οποία σπούδασαν πολλές εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι. Έζησαν δηλαδή σ’ αυτήν τα καλύτερα τους χρόνια. Νιάτα, φοιτητιλίκι, ανεξαρτησία από το σπίτι…
Ο τρίτος λόγος είναι ο ίδιος ο συγγραφέας, ο Δημήτρης Κατσαντώνης οποίος αναλαμβάνει να μας εξηγήσει γιατί και ο τόπος και ο τρόπος του βίου τότε, είχε μια αυθεντικότητα και μια ιδιαιτερότητα που αξίζει να μελετηθεί. Πρόκειται για ένα βιβλίο με τα μάτια ενός 18άρη, που έρχεται για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη το Φθινόπωρο του 1979 για να σπουδάσει στο τμήμα Φυσικής του ΑΠΘ.
Το βιβλίο στο οποίο ο Δημήτρης Κατσαντώνης ξεδιπλώνει λογοτεχνικές αρετές μέσα από αυτοβιογραφικές «στιγμές» που ανασυνθέτει, μας μεταφέρει σε μια εποχή που σφράγισαν οι πολύβουες και μαζικές διαδηλώσεις των φοιτητών εναντίον του νόμου 815 που στερούσε από τους τελευταίους πολλά κεκτημένα αλλά και έθετε σε κίνδυνο τη διατήρηση της ίδιας της φοιτητικής ιδιότητας.
Τότε νομίζω ότι πρωτοεμφανίστηκε το φαινόμενο των καταλήψεων κτιρίων πανεπιστημιακών σχολών, πράγμα που έφτασε μέχρι τις μέρες μας, τέσσερις δηλαδή δεκατίες μετά.
Ολα αυτά γίνονται, μόλις πέντε χρόνια μετά την πτώση της χούντας, με το υπερπολιτικοποιημενο κλίμα, τη στροφή «προς αριστερά» αλλά και τις υπερβολές και την έντονη κομματικοποίηση να αποτελούν καθημερινότητα.
Ο συγγραφέας δεν κρύβει το γεγονός ότι ερωτεύθηκε τη Θεσσαλονίκη, τα στέκια, τα σινεμά, τις ταβέρνες , τη φοιτητική ζωή με τα «πηγαδάκια» και τις συνελεύσεις και πιο πολύ το «κλίμα» που προοιωνίζονταν μια ανατροπή όχι μόνο στο πολιτικό σκηνικό αλλά και στη ίδια τη ζωή και τις προτεραιότητές της.
Τα πράγμα πήγαινε εμφανώς αριστερά, με τα συνθήματα, τα τραγούδια, τις ατέλειωτες συζητήσεις, τις αφίσες. Ηταν φως φανάρι. Γίνεται κι αυτός κομμάτι αυτού του ρεύματος. Οργανώνεται σε φοιτητική παράταξη, συγκρούεται, ενθουσιάζεται, απογοητεύεται και δένεται μαζί του, όπως εύκολα καταλαβαίνει ο αναγνώστης, άπαξ και δια παντός.
Δένεται επειδή ακόμα, καλώς ή κακώς, πιστεύει ότι πράγματι «ευνοϊκοί ήταν οι καιροί, κατάλληλος ο τόπος» για μια μεγάλη κοινωνική αλλαγή.
Αυτό περί ευνοϊκών καιρών και κατάλληλου τόπου μου θύμισε το στίχο του τραγουδιού «Υπάρχει λόγος σοβαρός», του Νίκου Πορτοκάλογλου, γραμμένου το 1985 που θεωρείται και ύμνος της γενιάς της μεταπολίτευσης.
«Υπάρχει λόγος σοβαρός που ήμουν νέος χλιαρός
Αυτά μου τύχαν δυστυχώς, μα τα αγαπάω ευτυχώς
Και να ένας λόγος σοβαρός που είμαι ωραίος».
Σα να έλεγε ο χλιαρός νέος του ‘70, στον μεγάλο του αδελφό, τον εκδρομέα του εξήντα «δες κι εμέ το παλικάρι». Η ομοιότητα αυτή με συνάρπασε.
Ο συγγραφέας ξεκαθαρίζει ότι η ουσία του βιβλίου συνοψίζεται στη φράση του Μάρκου Αυρηλίου, που προτάσσεται ως εισαγωγική ρήση στο κυρίως κείμενο: «Να έχεις πάντα στο νου σου ότι κανείς αξίζει, όσο αξίζουν αυτά για τα οποία αγωνίστηκε».
Οσοι «ήταν εκεί» τις μέρες του ‘79 και ειδικά αυτοί που μένουν πια αλλού, θα δοκιμάσουν μια ευχάριστη έκπληξη διαβάζοντας το βιβλίο. Θα τα βρουν όλα όπως τα άφησαν παίρνοντας το πτυχίο τους με τη σχετική ή τη μεγαλύτερη καθυστέρηση και φεύγοντας από τη Θεσσαλονίκη.
Τα αμφιθέατρα, τους χαρακτηριστικούς τύπους συνδικαλιστών, τις εφημερίδες και τα περιοδικά της εποχής, τις γωνιές της πόλης, τα συνθήματα που σήμερα ηχούν άλλη ως καλτ και άλλα ως κομμάτι της ιστορίας του φοιτητικού κινήματος, τα παλιά βιβλία, τα παλιά τραγούδια…
Το βιβλίο βέβαια έχει και ήρωες και χαρακτήρες και διάχυτο το αίτημα του προσώπου να ζήσει πάνω από ετικέτες : φοιτητής συνδικαλιστής, εργάτης, καθηγητής, μπάτσος. Το αίτημα και το δικαίωμα να σταθείς «στη μέση εκεί του κόσμου».
*Οι φωτογραφίες του αξέχαστου φωτορεπόρτερ Βασίλη Μποζίκη είναι όλες από την εποχή 1979-80 και αποτυπώνουν το φοιτητικό κίνημα και τη φοιτητική ζωή στη Θεσσαλονίκη στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News