Οι περισσότεροι από εμάς γνωρίζουμε ανθρώπους που θέλησαν διακαώς να αναλάβουν τη φροντίδα ενός παιδιού, είτε υιοθετώντας το είτε με αναδοχή, αλλά εγκατέλειψαν την προσπάθεια, όχι γιατί δεν υπήρχαν παιδιά που αναζητούσαν μια οικογένεια, αλλά γιατί ταλαιπωρήθηκαν επί χρόνια από την αδυσώπητη -αχρείαστη- γραφειοκρατία. Αρκεί να αναφέρω ότι σε πολλές περιπτώσεις, ο ενδιαφερόμενος πολίτης κατέθετε έως και δέκα αιτήσεις σε διάφορους φορείς παιδικής προστασίας ανά την Ελλάδα, προκειμένου να αυξήσει τις πιθανότητες επιτυχίας στη διαδικασία υιοθεσίας ή αναδοχής, με αβέβαιο το αποτέλεσμα. Ωστόσο, το κράτος δεν είχε καταγεγραμμένες κεντρικά όλες τις αιτήσεις, αγνοούσε ακόμη και τον αριθμό των παιδιών και των εφήβων που φιλοξενούνταν σε κλειστές δομές, δεν είχαν οργανωθεί ποτέ εκπαιδευτικά σεμινάρια υποψήφιων γονέων, που εκ νόμου ήταν προϋπόθεση για να «ανοίξει» η αίτηση.
Από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε η παρούσα κυβέρνηση έθεσε ως προτεραιότητα να κλείσει αυτή τη χαίνουσα πληγή για την κρατική παιδική πρόνοια. Να μπορεί κάθε παιδί να απολαύσει τη σταθερότητα, τη θαλπωρή και την αγάπη μιας οικογένειας, καθώς η ιδρυματική δομή –όσο καλές κι αν είναι εκεί οι συνθήκες– δεν θεωρείται ο πιο κατάλληλος χώρος για να μεγαλώνει ένα παιδί.
Τον Δεκέμβριο του 2019, ο Πρωθυπουργός είχε δεσμευτεί για την οργάνωση ενός λειτουργικού και ασφαλούς συστήματος υιοθεσίας και αναδοχής, που θα βάζει τέλος στις μέρες αναμονής και αβεβαιότητας των παιδιών χωρίς οικογένεια και των υποψηφίων χωρίς παιδιά.
Δεκαέξι μήνες μετά, η χώρα διαθέτει ένα σύγχρονο και διαφανές πλαίσιο αναδοχής, που υπηρετεί το βέλτιστο συμφέρον των παιδιών, όπως αρμόζει σε μια αναπτυγμένη κοινωνία, όχι μόνο κανόνων αλλά και αξιών.
Η κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι δεν ξεκίνησε από το μηδέν: το 2018, είχε ψηφιστεί νέος νόμος για τις υιοθεσίες και τις αναδοχές με αλλαγές προς τη σωστή κατεύθυνση, ωστόσο ήταν τόσο δύσκολος στην εφαρμογή του (αναγκαίες ΚΥΑ, ψηφιοποιήσεις, εκπαιδεύσεις, δικαιολογητικά, συνεργασία με τοπική αυτοδιοίκηση, στελέχωση) που ενάμιση χρόνο μετά την ψήφισή του, η ίδια κυβέρνηση που τον ψήφισε δεν μπόρεσε να τον εφαρμόσει. Συγκεκριμένα, δεν είχε προχωρήσει η καταγραφή και ψηφιοποίηση των εκκρεμών αιτήσεων, ούτε δημιουργήθηκαν τα διασυνδεδεμένα μητρώα υποψηφίων γονέων και παιδιών, δεν είχε ανατεθεί σε πιστοποιημένους ιδιώτες κοινωνικούς λειτουργούς να βοηθήσουν με τον όγκο των συσσωρευμένων από το 2016 αιτήσεων, ούτε είχε ξεκινήσει η εκπαίδευση των υποψήφιων γονέων. Αρκεί να αναφέρω ότι μέχρι τον Ιούλιο του 2019 είχαν καταγραφεί τα παιδιά μόλις δύο εκ των 82 δομών.
Σήμερα, παρά την υγειονομική κρίση λόγω πανδημίας, με εντατική δουλειά από τον τομέα Πρόνοιας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης του Υπουργείου Εργασίας και πρωτίστως απο την υφυπουργό Δόμνα Μιχαηλίδου, σε συνεργασία με τις 13 Περιφέρειες και Φορείς, έχουμε καταγεγραμμένα και τα 1.650 παιδιά φιλοξενούμενα στις 82 δημόσιες, ιδιωτικές και εκκλησιαστικές δομές παιδικής προστασίας σε όλη την Ελλάδα.
Με τη χρήση ψηφιακών μέσων, ξεκίνησε η εκπαίδευση των υποψήφιων θετών και αναδόχων γονέων σε κάθε γεωγραφική περιφέρεια από πιστοποιημένους κοινωνικούς λειτουργούς. Ταυτόχρονα δημιουργήθηκε μια μεγάλη ομάδα ειδικών, οι οποίοι άρχισαν να επεξεργάζονται εκκρεμείς και νέες αιτήσεις, πραγματοποιώντας την απαραίτητη έρευνα για την καταλληλότητα των υποψήφιων γονέων, ώστε να εγγραφούν στα Εθνικά Μητρώα Υποψηφίων Θετών και Αναδόχων Γονέων. Αξίζει να επισημάνουμε ότι ανάδοχος γονέας μπορεί να γίνει κάθε πολίτης ως μοναδικός γονιός, κάθε έγγαμο ζευγάρι και κάθε ζευγάρι που έχει σύμφωνο συμβίωσης, ετερόφυλο ή ομόφυλο, οικογένειες που ήδη έχουν ένα ή περισσότερα παιδιά.
Ήδη από τον περασμένο Ιούλιο, ολοκληρώθηκαν 303 υιοθεσίες και 338 αναδοχές! Απλοποιώντας καταλυτικά τη διαδικασία, αισιοδοξούμε ότι με το νέο Εθνικό Σύστημα, κάθε νέα αίτηση θα διεκπεραιώνεται σε οκτώ μήνες όταν πρόκειται για αναδοχή και σε 12 μήνες στις περιπτώσεις υιοθεσιών, εύκολα, γρήγορα και με πλήρη διαφάνεια.
Αξίζει, όμως, να διευκρινίσουμε τη διαφορά υιοθεσίας και αναδοχής, που συνιστούν τους δύο κύριους θεσμούς της παιδικής προστασίας, με την έννοια ότι εξασφαλίζουν την έξοδο του παιδιού από τις κλειστές δομές ιδρυματικού τύπου και την ένταξη του σε οικογενειακό περιβάλλον. Ενώ η υιοθεσία προϋποθέτει την πλήρη ρήξη των δεσμών του παιδιού με τη βιολογική του οικογένεια και την επακόλουθη μόνιμη ένταξη του στη θετή οικογένεια, η αναδοχή χαρακτηρίζεται επί της αρχής από τον προσωρινό της χαρακτήρα. Η αναδοχή αφορά παιδιά τα οποία απομακρύνονται –για διάφορους λόγους– από το οικογενειακό περιβάλλον τους, εξακολουθούν όμως να διατηρούν σχέση με αυτό. Έως ότου επιστρέψουν στη βιολογική τους οικογένεια, όταν οι συνθήκες είναι κατάλληλες ή έως ότου τεθούν προς υιοθεσία –εάν διαπιστωθεί οριστική αδυναμία επιστροφής στη βιολογική οικογένεια για αυτό το μεταβατικό διάστημα–, η αναδοχή εξασφαλίζει ότι το παιδί δεν θα μεγαλώνει σε ίδρυμα, αλλά σε ασφαλές οικογενειακό περιβάλλον, το οποίο θα είναι σε θέση να παρέχει στήριξη στις εξατομικευμένες ανάγκες του.
Γιατί ως κυβέρνηση δίνουμε προτεραιότητα στην αναδοχή; Από τα 1.650 παιδιά που φιλοξενούνται στα ιδρύματα, μόλις τα 74 πληρούν τις προϋποθέσεις για υιοθεσία, ενώ υπάρχουν 825 υποψήφιοι θετοί γονείς. Αντιθέτως, 638 είναι τα παιδιά για αναδοχή και μόλις 13 οι υποψήφιοι ανάδοχοι γονείς. Για τα υπόλοιπα παιδιά δεν προτείνεται οικογενειακή αποκατάσταση λόγω της βεβαρημένης κατάστασης της υγείας τους ή υπάρχει εισήγηση να επιστρέψουν στη βιολογική οικογένειά τους.
Με δεδομένο ότι η συντριπτική πλειονότητα των προς αναδοχή παιδιών είναι άνω των έξι ετών, δεν θέλουμε να περνούν τα χρόνια της παιδικότητα τους μέσα στα ιδρύματα. Η αναδοχή είναι η πλέον ανιδιοτελής μορφή σύνδεσης και προσφοράς σε παιδιά που χρήζουν προστασίας, δεδομένου ότι από τη φύση της είναι προσωρινή και συνδέεται με τους δεσμούς που δημιουργεί η υιοθεσία.
Θεσπίζουμε τρία μέτρα για να στηρίξουμε τις ανάδοχες οικογένειες σε αυτό το έργο αγάπης: τη μηνιαία οικονομική ενίσχυσή τους, τη διεύρυνση των ηλικιακών ορίων για όσους επιθυμούν να γίνουν ανάδοχοι, όπως εισηγήθηκε ο Συνήγορος του Πολίτη και τη δημιουργία της πρώτης ψηφιακής πλατφόρμας paidi.gov.gr με όλη την πληροφορία που αφορά στο παιδί (παροχές του Κράτους, οικονομικές ενισχύσεις, υπηρεσίες, διαδικασίες, συγκεκριμένες δράσεις, δομές κ.λπ.).
Ταυτόχρονα επιδιώκουμε την ενημέρωση και την ευαισθητοποίηση των πολιτών μέσω Εθνικής Καμπάνιας Ενημέρωσης –με τη συνεργασία της UNICEF, στο πλαίσιο της υλοποίησης του πιλοτικού προγράμματος «Child Guarantee» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ώστε να βρούμε «Μια οικογένεια για κάθε παιδί».
Η αναδοχή είναι μια γέφυρα που ενώνει δύο ζωτικές ανάγκες: των παιδιών, που ορισμένες συγκυρίες τα οδήγησαν μακριά από τους βιολογικούς τους γονείς, και συμπολιτών μας, που επιθυμούν να αφοσιωθούν στην ανατροφή ενός παιδιού και να το εντάξουν στην οικογένειά τους, να το φροντίσουν και να το αγαπήσουν. Χρέος της Πολιτείας είναι να στηρίξει αυτήν τη «γέφυρα» και αυτό κάνουμε.
* Ο Ακης Σκέρτσος είναι υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ, αρμόδιος για τον συντονισμό του κυβερνητικού έργου
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News