Σε κείνη τη δομή αστέγων όλα έτρεχαν με έναν ρυθμό παράταιρης, άγριας -στα μάτια του επισκέπτη- κανονικότητας. Τα τραπέζια του καφενείου ήταν όλα κατειλημμένα. Η μέρα είχε και έναν ευεργετικά τρυφερό ήλιο. Μερικοί είχαν κλειστά τα μάτια και ρούφαγαν ακτίνες. Κάποιοι άλλοι κουβέντιαζαν μεταξύ τους. Αλλοι περίμεναν το συσσίτιο σχηματίζοντας μια ουρά. Πολλοί άνδρες, ελάχιστες γυναίκες. Τοπίο στατικό, στο κέντρο κέντρο της Αθήνας κι ωστόσο στη σκέψη μου καταχωρίστηκε ως μπροστά σε θάλασσα. Κάπως καφενείο απόμαχων ναυτικών σε νησί άγονης γραμμής, χειμώνα.
Εδώ όλα να στέκονται. Ωστόσο, γύρω όλα κινούνται. Αυτοκίνητα, κόρνες, ένας Πακιστανός κάνει ακροβατικό κουμάντο το δυσθεώρητο καρότσι του, πατάτες καθαρισμένες στοιβαγμένες σε σακούλες τρέχουν σε μαγαζιά, μια με τσαντόρ διασχίζει, κι άλλη, κι άλλη και μια απέναντι εναγώνια προσμένει πελάτη και χαμογελάει σε όποιον περνάει. Πιο κει, στο κέντρο ημέρας της Δομής αστέγων, ένας έφερε μια μαύρη σακούλα ρούχων για πλύσιμο, «δεν έχω ρεύμα, ούτε πλυντήριο στο σπίτι», ένας άλλος έφτασε για να κάνει μπάνιο και διαμαρτυρόταν ότι το νερό ήταν κρύο, ένας μπήκε για τουαλέτα, έναν τον κρατούσαν δυο για να ανέβει τα σκαλοπάτια, ένας ζήτησε τσιγάρο.
Στέκομαι φρικτά αμήχανη, για την ακρίβεια δεν ήξερα πού να σταθώ. Μέρες και μέρες με άστεγους. Τα βράδια πλήθος θραυσμάτων μέσα μου σπρώχνονται. Τίποτα ακόμα δεν μπορεί να γίνει «λέξεις». Τώρα Ρέα, μόνο νοιώθεις. Μα εκείνη η γυναίκα. Ξανά και ξανά, εκείνη η γυναίκα επανέρχεται. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου της, λες και με ρουφούσαν στη νιότη της. «Θα ήταν καλλονή αφού και τώρα ακόμα…», μέσα μου πρωτοσκέφτηκα.
Αρχικά την πρόσεξα για τον ιδιαίτερο τρόπο που ανοιγόκλεινε τα «παντζούρια» της. Θέλω δηλαδή να πω, ότι πλαγίως με κοίταζε με το κεφάλι κάτω και μόλις τόσο δα το παρασήκωνε, αυτόματα έπιανε την κουκούλα από το παλτό της και την κατέβαζε χαμηλότερα και ψιλοκρυβόταν. Ξεκάθαρα, εκεί που βρισκόταν δεν ήθελε ούτε ο εαυτός της να τη βλέπει ότι είναι.
Μετά από αρκετή ώρα που αρκετά με σκανάρισε με πλησίασε διστακτικά. «Νομίζω ότι εσείς μπορείτε να με βοηθήσετε» μου είπε. «Τι μπορώ να κάνω για σας;» αμήχανα αναρωτήθηκα. Χαμογέλασε με γλύκα ελπίδας, κάτι πήγε να πει, κοντοστάθηκε, δίστασε, πήρε φόρα. «Είστε εδώ;» θέλησε να καταλάβει. «Αν εννοείται αν εργάζομαι εδώ, όχι, δεν εργάζομαι. Για ένα τηλεοπτικό γύρισμα φροντίζω». «Ααααα» απογοητεύτηκε. Σβέλτα αναθάρρεψε. «Ξέρετε, εγώ δεν είμαι για εδώ πέρα» είπε, και με διαπέρασε βαθιά. Επιασα το μπράτσο της, της χαμογέλασα. «Σας έβλεπα και σκεφτόμουν πόσο όμορφο πρόσωπο έχετε!» της είπα. Με κοίταξε σαν να μην πίστευε και να πίστευε. Σιωπή… Σιωπή… Ανασήκωσε τον έναν ώμο, έκανε έναν μορφασμό γλυκιάς δυσπιστίας, είδα να γράφουν τα μάτια της «τέτοια ώρα τέτοια λόγια, κυρία μου». Σιωπή… Σιωπή…
Αρχισε να ψελλίζει. «Εμεινα εννέα μήνες σε μια φίλη μου. Πόσο να με κρατήσει; Εκείνη μου είπε να έρθω εδώ. Δίκιο έχει, την καταλαβαίνω… Πόσο να με κρατήσει;». Σιωπή… Σιωπή… Μαστίγιο τα ματάκια της. Αγωνία, φόβος, άγνωστο. Ολα φρέσκα, ολόφρεσκα. «Ηταν η πρώτη σας νύχτα;» τη ρώτησα. «Ναι» απαντάει. Σιωπή… Σιωπή… Συνεχίζει… «Εχω συνηθίσει σε λίγο φως την νύχτα. Αλλιώς νομίζω ότι σκάω. Μου έδωσαν ένα κρεβάτι κάπως υπερυψωμένο. Βέβαια η άλλη κυρία μου είπε ότι θα το αλλάζουμε ανά εβδομάδα. Ευγενική είναι, δεν λέω…» μιλούσε. Στον εαυτό της κυρίως μιλούσε. Με την ψυχούλα της διαπραγματευόταν. Να προσαρμοστεί. Να μάθει. Να συνηθίσει.
«Ξέρετε, εγώ δεν είμαι για εδώ» ξαναείπε. Μέρες και μέρες ζω με τον πυροβολισμό των λόγων της. Ατιμη ανθρώπινη φύση. Τέρας αντοχής και προσαρμοστικότητας. Τέρας! Με πόνο ψυχής έβλεπα τη γυναίκα που «δεν ήταν για εκεί», ήδη, να βγάζει νύχια. Να πιαστεί. Απ΄ «όπου» να πιαστεί. Να βγάζει μάτια, χίλια μάτια, να αντιληφθεί, να ορίσει το τοπίο, να εντοπίσει κάποιον, όποιον, να βοηθηθεί. Να βγάζει δόντια. Να βρίσκει φωνή. Ατιμη ανθρώπινη φύση! Μην δίνεις Θεέ μου αυτά που μπορεί να αντέξει. Και ποιος, αλήθεια, είναι για εκεί;
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News