Δεν ξέρω αν η αντιπολίτευση στη γείτονα, κατηγορεί ήδη τον Ματέο Ρέντσι για καλόπιασμα μελλοντικών ψηφοφόρων – στην Ελλάδα ο Τσίπρας θα κατηγορούνταν προτού ακόμα προλάβει να ανοίξει το στόμα του, αν έκανε ανάλογη προσφορά στους έλληνες δεκαοχτάρηδες. Πάμε στοίχημα;
Πάντως στην ιταλική κυβέρνηση, το πρότζεκτ αναμένεται να κοστίσει περί τα 290 εκατ. ευρώ και θα επωφεληθούν από αυτό 575.000 νέοι.
Ο Τομάσο Νανιτσίνι, Υπογραμματέας της Ιταλικής Βουλής, δήλωσε σχετικά στην ιταλική εφημερίδα Corriere della sera «Αυτά τα χρήματα ξοδεύονται με καλό σκοπό. Στέλνουμε το μήνυμα στους νέους ότι ανήκουν σε μία κοινωνία που τους υποδέχεται ανοιχτά μόλις ενηλικιωθούν. Επίσης τους θυμίζουμε πόσο σημαντική είναι η πολιτιστική κατανάλωση. Τόσο για να εμπλουτίζει κανείς τον εαυτό του, όσο και για να ισχυροποιείται ο κοινωνικός ιστός».
Τα χρήματα αυτά, οι νέοι που ενηλικιώνονται, θα τα λαμβάνουν μέσω μιας ειδικής εφαρμογής με την ονομασία «18app» από το κινητό τηλέφωνο ή το τάμπλετ τους. Θα κάνουν εγγραφή και θα κατεβάζουν την εφαρμογή. Μέσω αυτής, θα μπορούν να δημιουργούν κουπόνια από το Υπουργείο Πολιτισμού της ιταλικής κυβέρνησης, με τα οποία θα κάνουν τις αγορές τους ηλεκτρονικά ή δια ζώσης.
Τα κουπόνια θα πρέπει να εξαργυρωθούν έως τις 31 Δεκεμβρίου, σε βιβλία, συναυλίες, σινεμά, θέατρο, μουσεία αλλά και ταξίδια στα εθνικά πάρκα της χώρας.
Τον επόμενο χρόνο μάλιστα, η κυβέρνηση του Ματέο Ρέντσι ανακοίνωσε πως θα εφαρμόσει αντίστοιχο πρόγραμμα για τους εκπαιδευτικούς. Θα τους δώσει από 500 ευρώ για να εμπλουτίσουν τις γνώσεις και δεξιότητές τους.
Και κάνω την ερώτηση: πού βρήκε τα 290 εκατομμύρια ο ιταλός πρωθυπουργός;
Αν προέρχονται από δωρεά το όνομα του δωρητή δεν αναγράφεται πουθενά μέχρι στιγμής με μεγάλα χρυσά γράμματα.
Είναι κοινοτικά τα λεφτά;
Επέτρεψε η ΕΕ να ανοίξει τα ταμεία το υπουργείο και να μοιράσει πεντακοσάρικα; Γιατί δεν το ζητάμε κι εμείς; Θα μου πείτε τα ταμεία δεν έχουν… Γιατί όμως δεν ζητάμε ούτως ή άλλως το δικαίωμα; Γιατί δεν το σκεφτήκαμε καν;
Επίσης μου κάνει κάτι άλλο εντύπωση: θυμάστε όταν είχε καεί η Ζαχάρω που μοίραζε ο Καραμανλής τριχίλιαρα στους πληγέντες και μετά τα μάζευε πίσω γιατί πήγαν και τα σφετερίστηκαν τσιγγάνοι; Εντάξει, τότε είχαμε εκλογές, και προφανώς γι’ αυτό το έκανε. Εστω και γι’ αυτό.
Ο Ματέο Ρέντσι, δεν μοιράζει τα πεντακοσάρικα στους κατοίκους του Αματρίτσε – εκεί απ΄ό,τι φαίνεται θα κινηθεί διαφορετικά και με άλλη οργάνωση. Και μάλλον θα αποφύγει τα κόλπα του Μπερλουσκόνι στη σεισμοπαθή Λ’άκουιλα (2009) με τους εργολάβους και τις κατασκευαστικές, διότι τώρα ο κόσμος είναι υποψιασμένος.
Αυτό που με συγκινεί, είναι ότι η κυβέρνηση μιας χώρας που αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα, κάνει ένα δώρο στους νέους που ήδη βλέπουν το μέλλον με τα πόδια κομμένα και τους λέει: «Διαβάστε. Δείτε ταινίες. Δείτε θέατρο. Πηγαίνετε σε συναυλίες. Γίνετε πολιτιστικά ενεργοί, αποκτήστε ερεθίσματα, διότι έτσι μόνο έχει ελπίδα η χώρα».
Αυτό, λοιπόν, ορισμένοι λαοί το καταλαβαίνουν. Το Πάσχα του 2012 είχα πάει στη Βαρκελώνη και γινόταν πανηγύρι. Γιόρταζε κάποιος άγιος τη μεγάλη εβδομάδα, και οι κεντρικές οδοί της πόλης, ήταν γεμάτες με κιόσκια που πουλούσαν βιβλία. Εκείνη την εποχή δε μόλις είχε βγει το μυθιστόρημα του Χαβιέρ Μαρίας, του πολύ αγαπημένου ποιοτικού συγγραφέα των Ισπανών και το έβλεπες παντού.
Γενικά τα βιβλία που πουλούσαν στο πανηγύρι δεν ήταν μαγειρικής, ροζ λογοτεχνία και ό,τι πουλάει εδώ στην Ελλάδα. Εκεί ήταν καλά. Όχι ξεπουλήματα. Και προωθούνταν συγκροτημένα η ανάγνωση καλών βιβλίων. Περνώντας τυχαία έξω από ένα μεγάλο και εντυπωσιακό βιβλιοπωλείο, διάβασα γραμμένη σε ολόκληρη τη βιτρίνα με τεράστια γράμματα (διαβαζόταν μέσα από λεωφορείο εν κινήσει) την εξής φράση: «Η διαφορά ανάμεσα στο να διαβάζεις ένα καλό βιβλίο και ένα μέτριο βιβλίο είναι αντίστοιχη με τη διαφορά ανάμεσα στο να ξέρεις να διαβάζεις και να μπορείς να διαβάσεις ένα βιβλίο».
Θέλετε να σας πω τις δύο πιο πρόσφατες φράσεις που έχω ακούσει στην Ελλάδα σε σχέση με το διάβασμα, για να κάνουμε τη σύγκριση;
Η πρώτη ανήκει σε έναν φίλο μου: «Εγώ δεν προλαβαίνω να διαβάσω ούτε τα μέιλ μου. Πού να διαβάσω το βιβλίο;».
Και η δεύτερη ανήκει σε φίλο μου: «Ολο το καλοκαίρι στην Ανδρο έβλεπα πάλι στις παραλίες Μαντά και Δημουλίδου. Στο τοπικό βιβλιοπωλείο πλέον η Μαντά στέλνει και υπογεγραμμένα…».
Με στενοχωρεί αυτή η κατάσταση στην Ελλάδα. Οι άνθρωποι ή δεν διαβάζουν καθόλου ή διαβάζουν βιβλία που κάνουν καλό μόνο για γλωσσική εξάσκηση στις αλλοδαπές που έρχονται να δουλέψουν – και πράγματι έρευνες έδειξαν ότι αυτό είναι το μεγάλο κοινό της συγκεκριμένης κατηγορίας βιβλίων.
Ας πούμε θυμάμαι, πως στη δεκαετία του 1980 και στις αρχές του 1990, ήταν της μόδας να διαβάζεις. Αν δεν το έκανες θεωρούσουν μπανάλ τύπος. Στις παρέες τα βιβλία ήταν θέμα συζήτησης. Στο σχολείο διαβάζαμε τους κλασσικούς για να τους ξέρουμε και να μη γίνουμε ρεζίλι. Στο πανεπιστήμιο γινόταν χαμός με τους λατινοαμερικάνους και τους συγκρίναμε με τη Ζυράννα Ζατέλη που είχε γράψει τότε το «Και με το φως του λύκου επανέρχονται». Πού πήγαν όλα αυτά;
Και εντάξει, ας το πάρουμε απόφαση: δύο γενιές αναγνωστών χάθηκαν, κάηκαν μέσα στα μέιλ, στη φούσκα του χρηματιστηρίου και στα μπεστ σέλερ της χαρτεμπορικής. Μαζί μ΄αυτούς απ΄ό,τι φαίνεται χάνεται και η έντυπη ενημέρωση. Ισως μάλιστα να σχετίζονται αυτά τα δύο φαινόμενα.
Η νέα όμως γενιά δεκαοχτάρηδων, οι πραγματικοί μελλοντικοί ψηφοφόροι στην Ελλάδα, μήπως θα έπρεπε να μάθει ότι ο πολιτισμός είναι απαραίτητος για να προχωρήσει μία χώρα; Και μήπως πρέπει να ξέρει να διακρίνει τον πολιτισμό από τη μπριζόλα και το facebook;
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News