1989. Ανάκτορο των Βερσαλλιών, τριάντα χιλιόμετρα έξω από το Παρίσι. Ηταν μία από εκείνες τις χορταστικές ουρές χιλιομέτρων. Από αυτές που αναπολούν σήμερα πολλές ευρωπαϊκές πόλεις, ακόμη και εκείνες με τα ισχυρά αντιτουριστικά κινήματα (όπως η Βαρκελώνη, το Αμστερνταμ ή η Βενετία). «Δεν πρόκειται να μπούμε ποτέ» μου λέει ο 67χρονος τότε πατέρας μου. «Εσύ που μιλάς γαλλικά, πες τους ότι είμαι ηλικιωμένος και ασθενής». «Αυτά εγώ δεν τα κάνω, δεν θα συμπεριφερθούμε σαν ελληνάρες» του είπα με το πολιτικώς ορθό, νεανικό μένος μου.
Δεν πέρασε ένα λεπτό και τον βλέπω να πιάνει το γόνατό του, φωνάζοντας προν κάποιον gendarme «Μaladie, maladie» («Ασθένεια, ασθένεια»), η μόνη γαλλική λέξη που γνώριζε λόγω ιατρικής. Ηθελα ν΄ανοίξει η γης να με καταπιει. Ενας γάλλος ούτε μπορούσε να διανοηθεί ότι πρόκειται περί απάτης. Μέχρι να πεις «φου» βρεθήκαμε στην Αίθουσα των Κατόπτρων.
Οι σχέσεις κάθε λαού με τις ουρές αποτελούν, υποθέτω, αντικείμενο ειδικής μελέτης (σήμερα ειδικά που υπάρχουν και ειδικότητες όπως «queue psychology»= «ψυχολογία της ουράς»). Ομως, εν έτει 2020 βρίσκονται σε αμηχανία και αυτοί ακόμα οι «ψημένοι» στην κόσμια αναμονή Αγγλοι (λέγεται ότι ένας μόνος του μπορεί να σχηματίσει μία αψεγάδιαστη ουρά, ενώ ο Τζορτζ Οργουελ στο δοκίμιό του «Ο αγγλικός λαός» αποτύπωσε «την εύτακτη συμπεριφορά του αγγλικού πλήθους, την απουσία σπρωξίματος και καβγάδων, την προθυμία να δημιουργήσει μια σειρά αναμονής» ).
Το 2020 είναι το έτος που λάνσαρε μια νέα εσοδεία ουράς: με τη μάσκα, το social distancing και τον απόκοσμο φόβο της εγγύτητας. Ουρές χιλιομέτρων για rapid test ανά τον πλανήτη, όπως αυτές στη Νέα Παραλία Θεσσαλονίκης. Οι ουρές έξω από τα ΑΤΜ εν όψει του επικείμενου lockdown (ήδη από την περασμένη Δευτέρα στη Λάρισα). Ουρές χιλιομέτρων ανά τις ΗΠΑ για εκείνους που σπεύδουν να ψηφίσουν νωρίς, εν όψει των εκλογών της Τρίτης· εκτιμάται ότι μέχρι τις 3 Νοεμβρίου θα φτάσουν τα 100 εκατομμύρια. Συγκινητικός ο τρόπος που ο βραβευμένος με Γκράμι αφροαμερικανός συνθέτης Τζόντα Οστιν ανακοινώνει στο twitter ότι έχει συμπληρώσει με την οικογένειά του —μαζί ο παππούς και η γιαγιά— ήδη 11 ώρες αναμονής: «Είμαστε όμως οι επόμενοι! Ηταν ένα μεγάλο ταξίδι αλλά δεν θα θέλαμε να βρισκόμαστε πουθενά αλλού! Σας παρακαλούμε: Ψηφίστε όλοι!» ).
Είναι και οι σειρές εκατοντάδων ανθρώπων προ ημερών στην πόλη Γίγου της ανατολικής Κίνας για ένα πειραματικό εμβόλιο στην τιμή των 60 δολαρίων (χωρίς να έχουν ολοκληρωθεί οι κλινικές δοκιμές!). Είναι ακόμα οι ατελείωτες ουρές ανέργων, αστέγων και νεόπτωχων της πανδημίας για συσσίτια «ακόμα και στην πλούσια Γενεύη» (όπως έλεγε ένας τίτλος ξένου ειδησεογραφικού site τον περασμένο Μάιο). Οι ουρές νεαρών στις «drive-thru» αποφοιτήσεις στους αμερικανούς αυτοκινητοδρόμους. Τέλος, οι κλασικές Covid ουρές έξω από σουπερμάρκετ και φαρμακεία και, αποκλειστικά στις ΗΠΑ, έξω από καταστήματα όπλων και «εξοπλισμού επιβίωσης».
Πού εκείνες οι παλιές, αρχοντικές ουρές έξω από γήπεδα, χώρους συναυλιών, θέατρα, κινηματογράφους, κλαμπ με «σκληρή πόρτα». Οπως έγραφε ένας φίλος στο Facebook: «Παλιά στις 12.30 εμείς ετοιμαζόμασταν για το +Soda». Οσοι τις τολμούν σήμερα, συγκαταλέγονται στους άφρονες ή στα κωλόπαιδα. Θυμίζω τι έγινε στις 8 του περασμένου Iουνίου όταν άνοιξε ξανά το μπαρ «Harper’s Brew and Pub» στο Ιστ Λάνσινγκ του Μίσιγκαν (με το 50% της πληρότητάς του). Οσοι λυσσασμένοι για κλάμπινγκ φοιτητές δεν μπόρεσαν να μπουν, στήθηκαν αμάσκωτοι απ’έξω. Η ουρά στο «Harper’s» συνδέθηκε τις επόμενες εβδομάδες με σχεδόν 200 κρούσματα.
Πού είναι ακόμα εκείνες οι ουρές χιλιομέτρων έξω από τα μεγάλα μουσεία (τώρα πρέπει να κλείσεις «slot» για να μπεις, όσο για τις προαναφερθείσες Βερσαλλίες, από τις 29 Οκτωβρίου έχουν αμπαρωμένες τις πόρτες). Ακόμα και οι παλιές, δουλοπρεπείς ουρές στις δημόσιες υπηρεσίες είχαν τουλάχιστον μια κάποια κανονικότητα (πχ σχεδόν μου «κακοφάνηκε» που πραγματοποίησα μέσα σε λίγα λεπτά μια έκδοση υπεύθυνης δήλωσης στο online KΕΠ).
Προσωπικώς, νοσταλγώ ακόμα και την ατελείωτη αναμονή στα μηχανήματα ανάληψης μετρητών του 2015. Δεν θα ξεχάσω πχ τη κυρία στην Πάτρα που βγήκε ημιτελής από το κομμωτήριο (με πλαστική μεμβράνη στα μαλλιά) για να σπεύσει στο πλησιέστερο μηχάνημα. Και βεβαίως τη μεσήλικη σε ΑΤΜ της Πατησίων που εξανέστη που το μηχάνημα δεν τής έβγαζε χρήματα. Και όταν κάποιος απαυδισμένος πίσω της στην ουρά τη ρώτησε: «Μήπως δεν έχουν μείνει άλλα στον λογαριασμό σας;», εκείνη απάντησε: «Μα δεν τα δίνει το κράτος;».
Ακόμα και εκείνες τις δύσκολες για την Ελλάδα μέρες, υπήρχε ένα ιδιότυπο «ΑΤΜ bonding» («αδελφοσύνη του ΑΤΜ»). Υπερκομματικό, υπερταξικό, κατευναστικό του πανελλήνιου τρόμου. Μπορούσες πχ να βοηθήσεις την ψηφιακά αναλφάβητη γιαγιά που δεν ήξερε πώς να τοποθετήσει την κάρτα της ή να περάσεις τέλος πάντων την ώρα με μια καταπραϋντική capital controls ψιλοκουβέντα. Μοναδική προϋπόθεση ήτο να είσαι προνοητικός, ώστε πριν πλησιάσεις αρκετά τον μπροστινό σου να έχεις ανιχνεύσει στον «αέρα» τις πολιτικές του πεποιθήσεις , για να προσαρμόσεις εγκαίρως τη ρητορική σου.
Πίσω στο… 2020, η αναμονή στην ουρά έχει χάσει την αξία της: αυτήν του μοιράσματος μιας συλλογικής οδύνης. Δεν νιώθεις πλέον, εκνευρισμό, ανία, απελπισία, υπαρξιακό τρόμο ότι πολύτιμος χρόνος από τη ζωή σου ροκανίζεται με τον πλέον βασανιστικό τρόπο ενώπιον μιας μεγάλης απειλής (οικονομικής καταστροφής, πολέμου κοκ) . Τώρα φοβάσαι τον κίνδυνο τoυ πλησιάσματος. Ενας φόβος που δεν μοιράζεται.
Παρακολουθούσα στις αρχές της περασμένης εβδομάδας μια ουρά μασκοφόρων πολιτών έξω από ένα υποκατάστημα της Εθνικής στο κέντρο της Αθήνας. Σιωπή, απόσταση και δεκάδες ζευγάρια παγωμένα μάτια που φωτίζονταν μόνο από το τόσο οικείο πλέον καχύποπτο βλέμμα, όταν αισθάνονταν ότι κάποιος σίμωνε κάτω από το 1, 5 μέτρο. Ακόμα και οι καβγάδες του πρώτου κύματος (θυμάμαι έναν «πολιτικό» έξω από κάποιο φαρμακείο, «Μα τι άλλο θέλετε επιτέλους να κάνουν κυρία μου;») έχουν εκλείψει.
Σκιά του εαυτού της εκτιμάται ότι θα είναι παγκοσμίως και η η Βlack Friday 2020 (η ονομασία της φαντάζει σαν πλεονασμός εφέτoς, καθότι όλες οι μέρες της εβδομάδας είναι πίσσα black). Προς αποφυγήν των ουρών, την 27η Νοεμβρίου (δεν έχει ανακοινωθεί επίσημα αν αυτή θα είναι η Black Friday και για την ελληνική αγορά) επιστρατεύονται παγκοσμίως κάμποσα όπλα: μεγαλύτερες προσφορές στα ηλεκτρονικά καταστήματα (ώστε να αποφευχθεί το στριμωξίδι στα «φυσικά»), το περίφημο virtual queueing και οι ενδιάμεσες φθινοπωρινές εκπτώσεις.
Ισως κάπως έτσι η πανδημία να εξαλείψει, μαζί με τις αναίτιες ουρές, και την καταναλωτική μανία των εορτών. Κανείς, υποθέτω, τον Δεκέμβριο του 2020 δεν θα σε ποδοπατήσει σαν μανιασμένος ελέφαντας για να πάρει πρώτος το τελευταίο εκπτωτικό DVD player, όπως είχε συμβεί το 2003 σε ένα κατάστημα Walmart της Φλόριντα (μια 41χρονη είχε μεταφερθεί στο νοσοκομείο). Εκτός βέβαια και αν πρόκειται για το τελευταίο μπουκάλι αντισηπτικό σε οικογενειακή συσκευασία ή το τελευταίο εμβόλιο για την (απλή) γρίπη.
Οι ειδικοί θα συνεχίσουν να αναζητούν τρόπους, προκειμένου να προσαρμόσουν περαιτέρω την ουρά («queue» για τους Αγγλους, «line» για τους Αμερικανούς) στις επιταγές της πανδημίας. Ιδιαίτερα στους χώρους που τα πλήθη είναι αναπόφευκτα και περιζήτητα (πχ στα αεροδρόμια και τα θεματικά πάρκα). Δεν είναι βέβαια όλα τόσα ζοφερά. Χάρη στο 2020, το «στέκομαι πίσω από τον άλλο χωρίς να μυρίζει τα χνώτα μου και χωρίς να θέλω να του φάω σαν βδελυρό όρνιο τη σειρά», να αναχθεί –γιατί όχι;– σε μια πράξη κοινωνικής συνείδησης.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News