Aπόγευμα Κυριακής, την ώρα που ολοκληρωνόταν το συλλαλητήριο για τη Μακεδονία, ένας φίλος που περνούσε με τη μηχανή του από του Γκύζη έπεσε πάνω σε μια ομάδα μαυροντυμένων ανδρών, ορισμένοι εκ των οποίων κρατούσαν ελληνικές σημαίες. Πριν καλά καλά καταλάβει τι συμβαίνει τον κύκλωσαν, τον πέταξαν κάτω και άρχισαν να τον κλωτσάνε και να τον γρονθοκοπούν. Ένας βάρεσε με δύναμη το κράνος του με ένα σφυρί, σαν να προσπαθούσε να το σπάσει. «Τους παρακαλούσα να σταματήσουν, τους έλεγα “ρε παιδιά εγώ μαζί σας είμαι, δεν έχω κάνει κάτι, στη δουλειά μου προσπαθώ να πάω”, αλλά δεν με άκουγε κανένας». Έφυγαν αφήνοντάς τον πεσμένο στο δρόμο, αφού προηγουμένως του έσπασαν τη μηχανή. Θυμάται κάποιον να φωνάζει «δεν υπάρχει πατρίδα ρε, δεν υπάρχει τίποτα». Την ίδια στιγμή κάποιοι άλλοι ξυλοκοπούσαν γάλλο δημοσιογράφο και έλληνα φωτορεπόρτερ στο Σύνταγμα. Και κάποιοι μαχαίρωναν άνδρα στη συμβολή των οδών Ασκληπιού και Σόλωνος. «Είσαι τυχερός, τουλάχιστον εσένα δεν σε μαχαίρωσαν» είπαν στον σοκαρισμένο φίλο μου, προσπαθώντας να τον παρηγορήσουν. Εκεί φτάσαμε; Να θεωρούμαστε τυχεροί αν στο δρόμο προς τη δουλειά ή προς το σπίτι μας, μας σπάσουν ένα-δύο πλευρά και μας ανοίξουν το κεφάλι, αλλά μας χαρίσουν τη ζωή;
Δεν περιμέναμε βεβαίως το συλλαλητήριο, ένα συλλαλητήριο σαν αυτό για τη Μακεδονία όπου τα πνεύματα είναι οξυμένα και όπου δραστηριοποιούνται και σκοτεινές δυνάμεις, για να επιβεβαιώσουμε πως η Αθήνα έχει πάψει προ πολλού να είναι αυτό που λέγαμε «μία ασφαλής πόλη». Το διαπιστώνουμε καθημερινά. Με τους διαρρήκτες, που μπαίνουν στα σπίτια μας να γίνονται όλο και πιο βίαιοι, βασανίζοντας, ακόμα και δολοφονώντας τα θύματά τους. Με τις απαγωγές ηλικιωμένων προκειμένου να τους αποσπάσουν τις συντάξεις και τις οικονομίες τους. Με τραγικά περιστατικά σαν τη δολοφονία του νεαρού φοιτητή στο λόφο του Φιλοπάππου, όπου δρουν επικίνδυνες συμμορίες. Με τους καθημερινούς βανδαλισμούς και τα περιστατικά βίας από περιθωριακές (;) ομάδες. Το διαπιστώνουμε όταν βλέπουμε τους εμπόρους ναρκωτικών να στήνουν τα μαγαζάκια τους μπροστά στην πόρτα του σπιτιού μας. Όταν όλο και περισσότερες περιοχές, από το Μενίδι ως τα πέριξ της πλατείας Ομονοίας. χαρακτηρίζονται γκέτο.
Το 2016 η διεθνής εταιρεία συμβούλων επιχειρηματιών Mercer στον κατάλογο με τις καλύτερες πόλεις για να ζει κανείς, που δημοσιεύει κάθε χρόνο, χαρακτήρισε την Αθήνα ως την τρίτη πιο επικίνδυνη πόλη στην Ευρώπη, καθώς μετά τα παρατεταμένα μέτρα λιτότητας αυξήθηκαν η φτώχεια και η εγκληματικότητα, μαζί και οι βίαιες διαδηλώσεις, επιδεινώνοντας τη θέση της ελληνικής πρωτεύουσας σε θέματα ασφάλειας. Σε πρόσφατη έρευνα διαβάζουμε πως οι Αθηναίοι ανησυχούν για διάρρηξη στο σπίτι τους σε ποσοστό 41,8% και για επίθεση-ληστεία στον δρόμο σε ποσοστό 31,3%.
Οταν πρόσφατα βρέθηκα για υπόθεσή μου σε ένα αστυνομικό τμήμα του κέντρου, άκουσα υπάλληλο να λέει σε παππού που τον είχαν χτυπήσει και ληστέψει: «Να το ξέρετε, αυτές τις γειτονιές πρέπει να τις αποφεύγουμε, γίνονται πολλά εκεί». Εκείνος ο παππούς όμως, όπως και εγώ, μεγαλώσαμε σε μια πόλη όπου δεν υπήρχε λόγος να αποφύγεις καμία γειτονιά, όπου το πολύ-πολύ σε ορισμένα σημεία πρόσεχες λίγο παραπάνω για να μην σου αρπάξουν το πορτοφόλι. Τώρα, ανησυχούμε όλο και περισσότερο, όχι μόνο μην μας κλέψουν αλλά και μην μας σκοτώσουν. Και αποφεύγουμε τα Εξάρχεια το βράδυ, αποφεύγουμε το Μεταξουργείο, αποφεύγουμε τα Κάτω Πατήσια, αποφεύγουμε τον λόφο Φιλοπάππου, αποφεύγουμε τους δρόμους γύρω από το Πεδίον του Αρεως… Ωσπου να αποφύγουμε μια και καλή όλη την Αθήνα, να μαζέψουμε τα μπογαλάκια μας, όπως έχουν κάνει τόσοι και τόσοι, και να φύγουμε;
«Θέλουμε μια Αθήνα χωρίς μίσος, χωρίς φόβο, χωρίς κραυγές και ψιθύρους», έγραψε ο υποψήφιος Δήμαρχος Αθηναίων, Κώστας Μπακογιάννης στο Διαδίκτυο. Την ίδια Αθήνα θέλει, όπως έχει δηλώσει ξανά και ξανά, ο νυν δήμαρχος Γιώργος Καμίνης ο οποίος όμως, έχει παραδεχτεί πως η εγκληματικότητα είναι ένα πρόβλημα που «έχει ξεπεράσει τα όρια της ανοχής». «Θα συμφωνήσω ότι υπάρχουν θέματα» είπε πρόσφατα και η υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Ολγα Γεροβασίλη, στην Ολομέλεια της Βουλής απαντώντας σε επίκαιρες ερωτήσεις για την κατάσταση στα ελληνικά πανεπιστήμια, συμπληρώνοντας: «Δίνετε όμως για την Αθήνα μια εικόνα καταυλισμού εγκληματικότητας. Δεν θα συμφωνήσω σε αυτό (…). Δεν δέχομαι την εκτίμηση ότι η παρανομία και παραβατικότητα έχουν ξεπεράσει κάθε όριο». Παρατηρώντας τι συμβαίνει γύρω μου, μετά και από τον ξυλοδαρμό του φίλου στην ήσυχη μέχρι πρότινος γειτονιά μου, αναρωτιέμαι: Ποιο είναι τελικά το όριο μετά από το οποίο θα πρέπει να πάρουμε επιπλέον μέτρα; Στους πόσους ξυλοδαρμούς, στις πόσες απαγωγές, στις πόσες δολοφονίες θα παραδεχτούμε το μέγεθος του προβλήματος και θα κάνουμε αυτό που πρέπει;
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News