«Η αποτυχία των μεταρρυθμίσεων. – Στην Ελλάδα, η αποτυχία πολλών προσπαθειών να δημιουργηθούν, ακόμη και σε αρκετά πρώιμες εποχές, καινούργιες ελληνικές θρησκείες αποτελεί τιμή για την ανώτερη κουλτούρα των Ελλήνων. Είναι προς τιμήν τους το ότι πρέπει να υπήρχαν ήδη από νωρίς στην Ελλάδα πλήθος ατόμων διαφορετικού είδους που οι διαφορετικές ανάγκες και δυσχέρειές τους δεν μπορούσαν να θεραπευτούν με μια μοναδική συνταγή πίστης και ελπίδας».
Φρ. Νίτσε, Η χαρούμενη επιστήμη -1882 (§149),
μετ. Ζήσης Σαρίκας, εκδ. Νησίδες, 2004
Ο γερμανός υπουργός Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε θέλει μεταρρυθμίσεις και μάλλον ες αεί. Προφανώς έχει τους σκοπούς του. Επανέλαβε πάλι ότι το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι το χρέος αλλά η έλλειψη ανταγωνιστικότητας και ότι η ελάφρυνση του χρέους θα μείωνε τη βούληση για μεταρρυθμίσεις στη χώρα. Αλλά δεν είναι ο μόνος. Οι πάντες θέλουν μεταρρυθμίσεις. Ο Τζακ Λιου θέλει μεταρρυθμίσεις, το ΔΝΤ θέλει μεταρρυθμίσεις, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, η Φώφη, ο Σταύρος Θοδωράκης. Αλλά ποιες; Αυτές που δεν έκαναν τα κόμματά τους επί δεκαετίες; Αυτές που λένε τα μνημόνια που επίσης δεν έκαναν και τις φορτώθηκε ο Τσίπρας; Και ποιες ακριβώς μεταρρυθμίσεις ζητάνε τα μνημόνια και οι δανειστές;
…Γιατί κανένας πολίτης δεν ξέρει ποιες και πιθανότατα δεν ξέρουν -παρά μόνο σε χοντρικές γραμμές- οι βουλευτές και ίσως δεν ξέρει επακριβώς ούτε η κυβέρνηση, γιατί πολλές φορές αισθανόμαστε ότι εκπλήσσεται από αυτά που καλείται να εφαρμόσει. Παρ΄ όλα αυτά κάνει μεταρρυθμίσεις, στην δευτεροβάθμια παιδεία για παράδειγμα, όπου τώρα θα βρεθεί απέναντι στην ανεκδιήγητη ΟΛΜΕ, σύμφωνα με τα γνωστά πρότυπα της ελληνικής κακοδαιμονίας.
Το ερώτημα είναι ποιες μεταρρυθμίσεις χρειάζεται η χώρα. Αλλά δυστυχώς, καμία κυβέρνηση από το 2010 δεν αποτόλμησε να παρουσιάσει ένα μεταρρυθμιστικό Εθνικό Πρόγραμμα Ανασυγκρότησης. Ετσι, όλες οι κυβερνήσεις προτίμησαν να εκχωρήσουν το προνόμιο των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων στους ξένους δανειστές, για να φορτωθούν αυτοί το ανάθεμα. Το ίδιο και ο κ. Σόιμπλε. Εφερε το κατά τεκμήριο κακό ΔΝΤ για να πάρει αυτό το ανάθεμα της παραβίασης του ευρωπαϊκού κεκτημένου και του συντάγματος μιας ευρωπαϊκής χώρας.
Οι δημοσκοπήσεις των τελευταίων ετών, πάντως, εμφανίζουν την ελληνική κοινωνία ανοιχτή στις μεταρρυθμίσεις, καθώς οι περισσότεροι αντιλαμβάνονται ότι πολλά πράγματα πρέπει να αλλάξουν στον τόπο μας. Ομως ταυτόχρονα οι πολίτες είναι εξαιρετικά καχύποπτοι κάθε φορά που ακούνε τη λέξη «μεταρρύθμιση», γιατί –τουλάχιστον τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια – οι μεταρρυθμίσεις ταυτίστηκαν με πολιτικές που είτε δεν απέδιδαν τα υπεσχημένα στους πολλούς, είτε τους αφαιρούσαν ευθέως δικαιώματα. Με δυο λόγια, ενώ είμαστε ανοιχτοί στις αλλαγές, δεν τις θέλουμε γιατί πάντα είναι εναντίον μας…
«Μεταρρυθμίζω» σημαίνει ότι αλλάζω κάπως αυτό που έχω για να το κρατήσω στη ζωή. Κι αυτό που έχουμε είναι ένα πελατειακό κράτος δύο αιώνων που εξυπηρέτησε τις 200 οικογένειες, οι οποίες στην πρόσφατη φάση της μονεταριστικής ευμάρειας και των ΚΠΣ αυξήθηκαν από τα στίφη των νεόπλουτων πιράνχας του κρατικού κορβανά. Αρα, μεταρρύθμιση σήμερα σημαίνει συντήρηση του πελατειακού κράτους στην συνείδηση των πολλών. Οι «μεταρρυθμίσεις» εκσυγχρονίζουν αυτό που κατέστρεψε τη χώρα.
Το να μιλάμε σήμερα για «μεταρρυθμίσεις» στην Ελλάδα της οκταετούς ύφεσης και της εκθεμελίωσης του παραγωγικού ιστού είναι είτε ύποπτο, είτε υποκριτικό. Η καχυποψία του κόσμου απέναντι στις μεταρρυθμίσεις είναι αρκετά δικαιολογημένη, διότι οι μεταρρυθμίσεις που έγιναν, είτε είχαν περιοριστικό δημοσιονομικό χαρακτήρα, στην κατεύθυνση της αποδόμησης του κοινωνικού κράτους και στη μεταφορά των υπηρεσιών του στον ιδιωτικό τομέα, είτε εξυπηρετούσαν την απορρύθμιση του κράτους υπέρ των αγορών. Οι δε ιδιωτικοποιήσεις που λογίζονται ως μεγάλες μεταρρυθμίσεις, συνήθως γίνονται έναντι εξευτελιστικού τιμήματος, λες και ο κόσμος τρώει κουτόχορτο.
Για να πετύχει μια μεταρρύθμιση και να στηριχθεί από τους πολίτες χρειάζεται εξαντλητική ανάλυση των προβλημάτων που έχουν ανακύψει και των καταστάσεων που πρέπει να αλλάξουν, αλλά και επαρκής τεκμηρίωση για τα αποτελέσματα των μέτρων που πρέπει να ληφθούν και κυρίως χρειάζεται πολιτικός σχεδιασμός που θα εγγυηθεί με θεσμικό τρόπο ότι τα οφέλη θα πάνε σε αυτούς που έκαναν τις θυσίες. Αυτά δεν έγιναν ποτέ στην Ελλάδα.
Η Ελλάδα δεν χρειάζεται μεταρρυθμίσεις για τη διαιώνιση του πελατειακού κράτους, αλλά δομικές ανατροπές για την αλλαγή του μοντέλου παραγωγής. Χρειάζεται επιστροφή στο γράμμα του νόμου και την κατάργηση της νομολογίας των εργοδοτικών δικαστηρίων, χρειάζεται ενίσχυση του δημοκρατικού ελέγχου των θεσμών, χρειάζεται ριζική αναδιάρθρωση της παιδείας και της υγείας, και γενικά επαναρρύθμιση του κράτους και του χρηματοπιστωτικού συστήματος υπέρ των πολιτών.
Ενα άλλο κρίσιμο πρόβλημα των περιβόητων μεταρρυθμίσεων του ελληνικού προγράμματος είναι η σύνδεσή τους με μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς στόχους. Οι πιστωτές διαμόρφωναν ήδη από το 2010 εξωπραγματικούς υπερφιλόδοξους δημοσιονομικούς στόχους, που έστυψαν στην κυριολεξία την ελληνική οικονομία και την οδήγησαν σε χρόνια βαθιά ύφεση. Επέλεξαν αυτή τη μέθοδο, θεωρώντας ότι έτσι διασφαλίζουν τα κεφάλαιά τους και δημιουργούν αξιοπιστία στο πρόγραμμα. Αυτό όμως ούτε στην πράξη επιβεβαιώθηκε, ούτε οδήγησε σε διέξοδο. Κι αυτό γιατί οι μεταρρυθμίσεις που έχουν δημοσιονομική επίπτωση, δεν χρησιμοποιούνται ούτε ως εργαλείο εξορθολογισμού, ούτε ως μοχλός ανάπτυξης, αλλά ως εισπρακτικός μηχανισμός. Το Ασφαλιστικό είναι το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα και το ίδιο ισχύει και για το Φορολογικό. Οι κυβερνήσεις, γνωρίζοντας καλύτερα τις αρνητικές επιπτώσεις τέτοιου τύπου μεταρρυθμίσεων, αντιστέκονται, διότι σταθμίζουν και τις κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις. Έτσι, δύο κορυφαίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις καταλήγουν να είναι μονοδιάστατες και αντικοινωνικές.
Για τους πολίτες το ερώτημα είναι εάν μπορεί η κυβέρνηση να παραδώσει στη δημοσιότητα την ακριβή και λεπτομερή λίστα των αλλαγών/μεταρρυθμίσεων που χρωστάμε και τα κόμματα να επιβεβαιώσουν. Μπορούν;
«Κάθε φορά που αποτυχαίνει η μεταρρύθμιση ενός ολόκληρου λαού και υπάρχουν μόνο αιρέσεις, μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι ο λαός είναι ήδη πολυειδής κι έχει αρχίσει να απελευθερώνεται από τα χονδροειδή ένστικτα της αγέλης και την ηθικότητα των ηθών: μια μεστή νοήματος ρευστή κατάσταση που συνήθως συκοφαντείται σαν παρακμή των ηθών και διαφθορά, ενώ αναγγέλλει ότι το αβγό πάει να ωριμάσει και ότι το τσόφλι είναι έτοιμο να σπάσει». Δεν είναι σημείωση κάποιου εθνικού μας αξιολογητή στο περιθώριο μιας έκθεσης από την οποία εξαρτώνται τα φάρμακα του λαού, ούτε ο αναστοχασμός των δανειστών που επιχειρούν με τα μνημόνια τη μεταρρύθμιση ενός ολόκληρου λαού με συκοφαντίες και διαφθορά. Είναι ο Φρειδερίκος Νίτσε πάλι στη «Χαρούμενη Επιστήμη»…
ΥΓ: …και θα λένε στα υπόγεια του Μαξίμου. Αν κάνουμε αυτά που λέει το 3ο Μνημόνιο, δεν θα μένει τίποτα να μεταρρυθμιστεί για το 4ο… οπότε τι κάνουμε τότε;
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News