Θα πάω στο μπαζάρ που διοργανώνει το βιβλιοπωλείο «Ελευθερουδάκης». Θα το κάνω, όμως, με την οξυμμένη συστολή του βιβλιόφιλου που γνωρίζει ότι κάτι πλέον έχει χαθεί. Δεν έχει νόημα να κλαίει κανείς πάνω από το γάλα που έχει χυθεί. Το ζητούμενο είναι να προλάβεις να μην γίνει η ζημιά. Φοβάμαι πως η ζημιά -πλέον- έχει επισυμβεί. Δεν είναι μόνο η οικονομική συνθήκη και τα capital controls που διαμόρφωσαν μια άκρως δεσμευτική συνθήκη για τα βιβλιοπωλεία της χώρας (όπως συνέβη και σε όλες τις επιχειρήσεις). Οι δραματικές οικονομικές συνθήκες των τελευταίων έξι ετών ήταν η θρυαλλίδα, το τελικό χτύπημα, αλλά όχι η αιτία.
Ο χώρος του βιβλίου, με τις αβελτηρίες των κυβερνήσεων και τις λογής παθογένειες του χώρου, έχει μείνει εδώ και πολύ καιρό με ελάχιστες αντοχές και ακόμη πιο ισχνές άμυνες. Εφτανε και περίσσευε ένας τυφώνας (βλ. κρίση) να συμπαρασύρει τους πιο αδύναμους, εκείνους που έκαναν κακούς υπολογισμούς, που δεν προνόησαν, που τους πήρε η μπάλα αν και το πάλεψαν όσο μπορούσαν, που ανοίχτηκαν στο εμπορικό πέλαγος δίχως καν μια σχεδία να τους προστατεύει από τα κύματα.
Φευ, ο «χρυσός» κανόνας του εμπορίου («ο πελάτης έχει πάντα δίκιο») δεν ισχύει ακριβώς στο χώρο του βιβλίου και τούτο διότι πλέον έχει μείνει μια ευάριθμη ομάδα αναγνωστών που με οικονομικό κόστος, κόντρα σε όλους και σε όλα, συνεχίζει να αγοράζει νέους και παλαιούς τίτλους, να κάνει τζίρο στα βιβλιοπωλεία ανά τακτά χρονικά διαστήματα και να κυκλοφορεί τα νέα του βιβλίου μέσα στην πόλη. Είναι λίγοι και γίνονται ολοένα λιγότεροι. Ακόμη και τα γνωστά ευπώλητα μυθιστορήματα, αυτά που με περισσή απαξίωση συνηθίζαμε να ονομάζουμε «ροζ», βλέπουν τις πωλήσεις τους να μειώνονται σημαντικά. Είναι εκ του περισσού να σημειώσουμε πόσα αντίτυπα καταφέρνουν να πουλήσουν τα… άλλα βιβλία που διαθέτουν την απαραίτητη λογοτεχνική ποιότητα που αποζητάει ο ρέκτης της καλής λογοτεχνίας.
Η κατάργηση της ενιαίας τιμής, τα λογής μπαζάρ (αρκετά από αυτά αμφιβόλου αξίας), η διείσδυση του Διαδικτύου και η αποσπασματικότητα της πληροφορίας που προσφέρει, οι αυτοεκδόσεις, αλλά πάνω από όλα η αδιαφορία της Πολιτείας για το βιβλίο (μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει μια ολοκληρωμένη και άμεσα εφαρμόσιμη πολιτική που θα περιλαμβάνει όλους τους φορείς του βιβλίου), έδωσαν και θα συνεχίσουν να δίνουν πολλές χαριστικές βολές.
Δεν έχει νόημα να σηκώσεις το φρύδι και να ζητήσεις από τον κόσμο να αρχίσει να διαβάζει βιβλία. Δεν θα το κάνει. Υπάρχουν βαθιές, σχεδόν ανεκρίζωτες αιτίες που έχουν προκαλέσει την «οργανική» απέχθεια του μέσου Ελληνα προς το βιβλίο. Στο κάτω κάτω ο καθένας κάνει τις προσωπικές επιλογές του και ζει με αυτές. Το θέμα, όμως, είναι ότι καμία κυβέρνηση δεν ενδιαφέρθηκε να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στον παθητικό δέκτη και το τυπωμένο χαρτί. Ούτε οι βιβλιοθήκες (αν υπάρχουν, όπου υπάρχουν) είναι τόποι συνάντησης, ούτε σοβαρές δράσεις γίνονται στα σχολεία έτσι ώστε να προκαλέσουν το ενδιαφέρον των μαθητών και ούτε εμφανίζεται στον ορίζοντα μια μορφή στήριξης στους εκδότες, τους βιβλιοπώλες και τους λοιπούς μετόχους στην αλυσίδα του βιβλίου που συνεχίζουν να παλεύουν με όσες δυνάμεις διαθέτουν.
Πριν από τον «Ελευθερουδάκη» ήταν ο «Παπασωτηρίου» και πιο πριν πολλά άλλα συνοικιακά βιβλιοπωλεία που αναγκάστηκαν να βάλουν λουκέτο υπό το βάρος των χρεών. Ποιος θα είναι ο επόμενος; Αυτή η στάγδην απομείωση δυνάμεων δεν φαίνεται να είναι πλέον σύμπτωμα, αλλά βαθιά πληγή.
Ναι, εξακολουθούν να υπάρχουν εκδοτικοί που εκδίδουν σημαντικά βιβλία γνωρίζοντας ότι το κέρδος τους θα είναι ελάχιστο. Το κάνουν, όμως, διότι γνωρίζουν πως η παρουσία τους στην ελληνική κοινωνία είναι σημαντική. Δεν το νομίζουν, είναι όντως σημαντική. Εν καιρώ κρίσης έχουν εκδοθεί στην Ελλάδα σημαντικοί τίτλοι και μάλιστα με αισθητική και γούστο που θα ζήλευαν ξένοι εκδοτικοί. Νέοι εκδότες μπήκαν στο χώρο προσφέροντας καινούργιες ιδέες και βιβλία αναφοράς.
Υπάρχουν μικρά και μεγαλύτερα βιβλιοπωλεία που αντέχουν και έχουν μετεξελιχθεί σε εστίες πολιτισμού, σε τόπους γιορτής για τους βιβλιόφιλους. Όλα τούτα είναι ιδιωτικές πρωτοβουλίες – είναι παυσίπονα σε μια χαίνουσα πληγή. Ελαχιστοποιούν τις ωδίνες, αλλά δεν λύνουν το πρόβλημα.
Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας: από το 2009 έως και σήμερα έχουν συμβεί πολλά στη χώρα και φυσικά στο χώρο του βιβλίου. Το ΕΚΕΒΙ πέρασε τα μύρια όσα, η ενιαία τιμή χάθηκε, υποσχέσεις δόθηκαν αλλά δεν τηρήθηκαν. Η κυβέρνηση Τσίπρα δεν έχει αποκαταστήσει τις πληγές, αν και θα περίμενε κανένας από μια αριστερή διακυβέρνηση να σκύψει με μεγαλύτερη ζέση στα θέματα που έχουν να κάνουν με τον πολιτισμό. Εκτός και αν στις ημέρες μας θεωρείται περιττό να ασχολείται κανείς με κάτι άλλο εκτός από τα ομόλογα, τα χρηματιστήρια και τις διεθνείς αγορές.
Το να σκέφτεσαι, με πόνο ψυχής, ποιος θα είναι ο… επόμενος «Ελευθερουδάκης» μοιάζει με αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Κάποια στιγμή θα συμβεί και φυσικά ουδείς θα μπορεί να αναστρέψει την κατάσταση. Φυσικά κάθε περίπτωση είναι ξεχωριστή, καθώς θα πρέπει να συνυπολογίσει κανείς και τις ευθύνες που έχει ο εκάστοτε επιχειρηματίας, αλλά η συνολική εικόνα δεν αλλάζει.
Το ιδανικό θα ήταν να βλέπαμε μια άνευ όρων αύξηση του ενδιαφέροντος του κοινού για το βιβλίο. Να βλέπαμε γεμάτα βιβλιοπωλεία, περισσότερες σελίδες στις εφημερίδες για το βιβλίο (μήπως δεν φταίνε και τα ΜΜΕ γι’ αυτή την καταβαράθρωση;) και τον εκάστοτε υπουργό Πολιτισμού να αποφασίζει να δράσει. Ευτυχώς ή δυστυχώς δεν ζούμε σε ιδανική κοινωνία, αλλά σε αυτή των εξαιρέσεων. Στο μεταξύ, θα πάμε στο μπαζάρ του «Ελευθερουδάκη», θα σκεφτούμε «αυτό ήταν, τέλειωσε κι αυτός» και θα συνεχίσουμε στο επόμενο κεφάλαιο του βιβλίου…
ΥΓ: Στο μεταξύ, η Αθήνα ορίστηκε από την UNESCO Παγκόσμια Πρωτεύουσα Βιβλίου για το 2018. Ναι, είναι μια ωραία -και απρόσμενη- είδηση. Ερχεται σαν ανάσα σε ένα σώμα που ξέμαθε να κουνιέται.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News