Κατά τη συζήτηση για το Μεσοπρόθεσμο, η παροχή εγγυήσεων από το Υπερταμείο προς τον ESM, ύψους 25 δισ. ευρώ, ανέβασε κάπως το θερμόμετρο της αντιπαράθεσης μεταξύ των πολιτικών κομμάτων. Πέραν των άλλων θύμισε σε πολλούς πράγματα που θα ήθελαν να ξεχάσουν, κυρίως την περίφημη 17ωρη διαπραγμάτευση της 12ης Ιουλίου του 2015 και όσα αναγκάστηκε να «δώσει» ο Αλέξης Τσίπρας εκείνο το βράδυ για να αποφευχθεί το Grexit. Σε γενικές γραμμές η συζήτηση επικεντρώθηκε στο νομικό πλαίσιο της δανειακής σύμβασης. «Το Υπερταμείο ήταν το πιο δύσκολο θέμα και το τελευταίο που έκλεισε εκείνο το ξημέρωμα» θυμάται κυβερνητικός αξιωματούχος.
Για αυτό το νομικό πλαίσιο το υπουργείο Οικονομικών απάντησε στις κατηγορίες ότι μπήκε υποθήκη η δημόσια περιουσία διευκρινίζοντας τα εξής: «Η εγγύηση δεν είναι απεριόριστη, δεν αφορά δηλαδή στο σύνολο των οικονομικών υποχρεώσεων του Ελληνικού Δημοσίου που απορρέουν από τη δανειακή σύμβαση, αλλά περιορίζεται σε ένα ποσό (25 δισ.) το οποίο προσεγγίζει την θεωρητική αξία, σε βάθος χρόνου, που θα μπορούσε να εισπράξει το Δημόσιο από την Εταιρεία, ως μέρισμα».
Ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ βρέθηκε αυτή τη βδομάδα στην Αθήνα και συμφώνησε ευγενικά με τον Ευκλείδη Τσακαλώτο ότι η επίμαχη διάταξη του πολυνομοσχεδίου είναι όντως εγγύηση και όχι ενέχυρο, προσθέτοντας βεβαίως ότι το Υπερταμείο θα βοηθήσει στην εξυπηρέτηση του χρέους προς τον ESM που αναμένεται να εξοφληθεί το 2059!
Αυτή είναι η επίσημη ερμηνεία για τη νομική διάσταση των εγγυήσεων που επιβεβαιώνεται από τον ESM. Και ας το αφήσουμε εκεί γιατί εδώ θα μας απασχολήσει η οικονομική διάσταση.
Ας τα πάρουμε με τη σειρά:
Τα κέρδη του Υπερταμείου (ΕΕΣΥΠ) βασίζονται ουσιαστικά στα έσοδα από τις αποκρατικοποιήσεις και την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας. Σύμφωνα με όσα προβλέπονται στην τελευταία αναθεώρηση του μνημονίου, τα συνολικά έσοδα αποκρατικοποιήσεων (τραπεζικά και μη) για την περίοδο 2017-2060 προβλέπονται σε 17 δισ. ευρώ με βάση τις ήδη συμφωνημένες πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων και συμβάσεις παραχώρησης. Ενδεικτικά, στο Μεσοπρόθεσμο προβλέπεται ότι την περίοδο 2019 – 2022 τα έσοδα από αποκρατικοποιήσεις θα ανέλθουν περίπου στα 4 δισ. ευρώ.
Όπως είναι γνωστό, τα έσοδα των αποκρατικοποιήσεων πρέπει να χρησιμοποιούνται για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους. Με τις νομικές δεσμεύσεις όμως που προβλέπονται στη δανειακή σύμβαση με τον ESM, τα έσοδα των αποκρατικοποιήσεων (είτε από την πώληση του ποσοστού συμμετοχής του ΤΧΣ στις τράπεζες, είτε από την αξιοποίηση της κρατικής περιουσίας) δεσμεύονται για την αποπληρωμή ενός συγκεκριμένου τμήματος του δημόσιου χρέους (το δάνειο του ESM) που είναι χαμηλότοκο και μακράς διάρκειας. Η τελευταία δόση αποπληρώνεται το 2059, σε 41 ολόκληρα χρόνια από σήμερα.
Επομένως τα έσοδα των αποκρατικοποιήσεων (ή καλύτερα το 50% αυτών των εσόδων της ΕΕΣΥΠ) δεν θα χρησιμοποιηθούν για την αποπληρωμή του χρέους που λήγει την τρέχουσα περίοδο, αλλά για την αποπληρωμή μέρους του δανείου του ESM που λήγει πολλά χρόνια αργότερα, δημιουργώντας έτσι ένα χρηματοδοτικό κενό. Τι σημαίνει με απλά λόγια χρηματοδοτικό κενό στην περίπτωση μας; Σημαίνει πως πληρώνουμε χρέος που ωριμάζει μετά από δεκαετίες και προφανώς είμαστε ταυτόχρονα υποχρεωμένοι να εξυπηρετήσουμε το τρέχον χρέος χρησιμοποιώντας δανεικά αντί να αξιοποιούμε τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις για να μπαλώσουμε τις άμεσες τρύπες εύκολα και χωρίς κόστος.
Με τη δέσμευση μέρους των εσόδων του Υπερταμείου για την αποπληρωμή του δανείου του ESM δημιουργείται ένα χρηματοδοτικό κενό, ιδίως την περίοδο μέχρι το 2022, όπου οι στόχοι των αποκρατικοποιήσεων αναμένεται να είναι δεσμευτικοί, λόγω της ενισχυμένης μετα-μνημονιακής εποπτείας.
Το χρηματοδοτικό κενό θα πρέπει να καλυφθεί είτε με υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα (ιδού τα τερατώδη υπερπλεονάσματα που είδαμε στο Μεσοπρόθεσμο ή, αν προτιμάτε, ο «εκτιμώμενος δημοσιονομικός χώρος» κατά την κυβερνητική ορολογία), είτε με συγκριτικά ακριβότερο δανεισμό από τις αγορές. Φυσικά με υψηλότερο δημοσιονομικό κόστος, εξαιτίας των υψηλότερων δαπανών για τόκους τα επόμενα χρόνια.
Αν η ελληνική κυβέρνηση θέλει να κρατήσει σταθερό το ύψος του χρέους σε ονομαστικούς όρους και να δανείζεται από τις αγορές μόνο τα ποσά που απαιτούνται για την ανακύκλωση των χρεολυσίων, τότε η κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού θα πρέπει να γίνει από τον περίφημο δημοσιονομικό χώρο που διαφημίζει.
Και εκεί κρύβεται το μυστικό. Τυπικά, by the book (με βάση το βιβλίο των ορθών πρακτικών που… θα έλεγε και ο Ευκλείδης) προκειμένου να μειωθεί η αβεβαιότητα στις αγορές το λεγόμενο μαξιλάρι διαθεσίμων (cash buffer) των περίπου 18 δισ. ευρώ που δημιουργείται θα πρέπει να διατηρηθεί, ώστε πάντα το ελληνικό Δημόσιο να μπορεί να έχει αρκετά διαθέσιμα που θα καλύπτουν τις δανειακές ανάγκες για τους επόμενους 12-18 μήνες.
Με άλλα λόγια, οι κανόνες συνετής διαχείρισης του δημοσίου χρέους και η προσεκτική διαχείριση κινδύνου απαιτούν τη δημιουργία και διατήρηση αρκετών διαθεσίμων ώστε να καλύπτονται οι δανειακές υποχρεώσεις τους επόμενους μήνες, και κατ’ επέκταση η Ελλάδα να μπορεί να δανείζεται με όσο το δυνατό χαμηλότερα επιτόκια στις αγορές κεφαλαίου. Διότι αν μπει χοντρό χέρι στο «μαξιλάρι» η απόδοση του 10ετούς ομολόγου είναι βέβαιο ότι θα τιναχθεί ακόμη πιο ψηλά από το 4,48% της περασμένης Παρασκευής στέλνοντας την Ελλάδα ακόμη πιο μακριά από τις αγορές.
Όπως εξηγεί στο Protagon έμπειρος οικονομολόγος που γνωρίζει καλά τα θέματα, το χρηματοδοτικό κενό που αναμένεται να δημιουργηθεί μέχρι το 2022 λόγω της νομικής κατοχύρωσης του ESM, ανέρχεται περίπου σε 2 δισ. ευρώ. Το 50% του συνολικού χρηματοδοτικού κενού δημιουργείται ήδη το 2018, μιας και αναμένονται υψηλά έσοδα αποκρατικοποιήσεων.
Μας λείπει δηλαδή φέτος σχεδόν 1 δισ. ευρώ που θα μας ανακούφιζε από άμεσες υποχρεώσεις σε μια χρονιά που δεν προβλέπεται υψηλός δημοσιονομικός χώρος – υπερπλεόνασμα. Γι αυτόν τον λόγο, σύμφωνα με το Μεσοπρόθεσμο, η κυβέρνηση αναμένεται να χρησιμοποιήσει μέρος από το χιλιοτραγουδισμένο cash buffer για να καλύψει τις τρέχουσες δανειακές της υποχρεώσεις, ήδη από το 2018. Έτσι, περίπου 900 εκατ. ευρώ αναμένεται να χρησιμοποιηθούν από το cash buffer για να καλύψουν αυτές τις ανάγκες.
Για το 2019 σχεδόν του 70% του εκτιμώμενου δημοσιονομικού χώρου είναι πολύ πιθανό να χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού, παρά τις κυβερνητικές εξαγγελίες για φοροελαφρύνσεις. Συνολικά, για την περίοδο 2019-2022 το 25% του δημοσιονομικού χώρου ίσως χρειαστεί να χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη των χρηματοδοτικών κενών, και όχι για επεκτατική δημοσιονομική πολιτική.
Η νομική κατοχύρωση του ESM, απαιτώντας την παροχή εγγυήσεων από την ΕΕΣΥΠ και καθιστώντας το Υπερταμείο συμβαλλόμενο μέρος στη δανειακή σύμβαση, φαίνεται ότι μπορεί να προκαλέσει αρνητικές επιπτώσεις στη διαχείριση του δημόσιου χρέους.
Αν υποθέσουμε ότι υπάρχει μεγάλη αξία στη δημόσια περιουσία και η αξιοποίησή της προβλέπεται να εισφέρει σημαντικά έσοδα στα ταμεία της ΕΕΣΥΠ τα επόμενα χρόνια, θα προκύψουν ζητήματα διαχείρισης του δημόσιου χρέους εξαιτίας της νομικής αυτής ρήτρας η οποία προβλέπει την πρόωρη αποπληρωμή χαμηλότοκου χρέους μακράς διάρκειας λήξης, αντί για την αποπληρωμή συγκριτικά υψηλότοκου χρέους -όπως το ΔΝΤ, τα δάνεια του πρώτου μνημονίου (GLF) ή τα πρόσφατα ομόλογα που εξέδωσε η Ελλάδα- το οποίο ωριμάζει την αμέσως επόμενη περίοδο.
Σε περίπτωση που αναμένονται υψηλά μερίσματα της ΕΕΣΥΠ τα επόμενα 10-15 χρόνια, όπου δεν υπάρχουν σημαντικές λήξεις του δανείου EFSF/ESM, το χρηματοδοτικό κενό θα πρέπει να καλύπτεται είτε χρησιμοποιώντας μέρος από τον ενδεχόμενο δημοσιονομικό χώρο, είτε από συγκριτικά ακριβότερο και βραχύβιο δανεισμό από τις αγορές, επηρεάζοντας φυσικά και τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες για την επόμενη περίοδο.
Κάπως έτσι η περίφημη νύχτα αποκτά μια ακόμη διάσταση που θα μπορούσε ίσως να διορθωθεί με την κατάλληλη διαπραγμάτευση και το απαραίτητο απόθεμα αξιοπιστίας αλλά… εν ευθέτω χρόνω.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News