Θα πείραζε, Άρη…
Θα πείραζε, Άρη…
Ρωτά ο φίλος Αρης Δαβαράκης: δεδομένου ότι οι τέως βασιλείς μας δεν διώκονται για κάποιο αδίκημα, «σε τι θα πείραζε να πάει ο Υπουργός Πολιτισμού Παύλος Γερουλάνος στον γάμο του παιδικού του φίλου πρίγκιπα Νικόλαου…;» Επειδή είμαι από εκείνους που θεωρούν ότι θα πείραζε, επίτρεψέ μου Άρη μια απάντηση στο εύλογο ερώτημά σου.
Προφανώς, το να πας στον γάμο ενός παιδικού σου φίλου είναι βασικό σου δικαίωμα, αν όχι και ηθική υποχρέωση. Όμως, από την στιγμή που δέχεσαι την ευθύνη μιας υπουργικής θέσης, πρέπει να λάβεις υπ’ όψη κι άλλες διαστάσεις των πράξεών σου. Αυτό είναι ένα από τα κόστη της πολιτικής καριέρας: δεν σου επιτρέπονται κάποιες νόμιμες πράξεις λόγω του συμβολικού, πολιτικού τους νοήματος (π.χ. ενώ σίγουρα δεν θα ήταν παράνομο να παρευρεθεί η υπουργός Υγείας σε γιορτή που παραθέτουν οι βιομηχανίες τσιγάρων, αυτό δεν σημαίνει ότι μια τέτοια παρουσία είναι απλώς δικαίωμά της).
Προσωπικά δεν θα με πείραζε αν ο κ. Γερουλάνος παρευρισκόταν στον γάμο του φίλου του. Όμως, θα καταλάβαινα απόλυτα αν ο πρωθυπουργός τον παρακαλούσε να μην το κάνει για λόγους πολιτικού συμβολισμού. Χωρίς να γνωρίζω αν υπήρξε τέτοια παράκληση ή όχι, θεωρώ την απόφαση του υπουργού πέρα για πέρα σωστή. Ας εξηγηθώ.
Οι ρίζες της κακοδαιμονίας της χώρας μας είναι αναπόσπαστα δεμένες με την βασιλική οικογένεια και την έφεση με την οποία επενέβαινε συνεχώς στα πολιτικά πράγματα, δείχνοντας αμετροεπή περιφρόνηση προς την βούληση του ελληνικού λαού και προς την εκλεγμένη ηγεσία του. Δεν υπήρξε σημαντικός μεταρρυθμιστής πρωθυπουργός που να μην βρήκε μπροστά του την αναλγησία του Παλατιού. Από τον Ελ. Βενιζέλο και τον Κ. Καραμανλή μέχρι τον Γ. Παπανδρέου, οι μεγάλοι πολιτικοί μας ηγέτες, παρά το γεγονός ότι δεν ξεκίνησαν αρνητικά προδιατεθειμένοι προς το Παλάτι (και οι τρεις ξεκίνησαν την καριέρα τους ως βασιλόφρονες), κατέληξαν στο ασφαλές συμπέρασμα ότι, αντίθετα με την βασιλική οικογένεια της Δανίας, της Ολλανδίας ή της Βρετανίας (οι οποίες σέβονταν την δημοκρατική διαδικασία του τόπου τους), η δική μας βασιλική οικογένεια έπρεπε να εκδιωχθεί. (Όσο για τον ισχυρισμό σου ότι ο τέως ήταν ο πρώτος αντιστασιακός εναντίον της Χούντας, νομίζω ότι δεν αντέχει στο φως της κριτικής. Ποιός απέλυσε τον πρωθυπουργό του 53%, δημιουργώντας τις συνθήκες που έφεραν την Χούντα; Ποιος οργάνωνε πραξικόπημα με τους στρατηγούς, το οποίο προκατέλαβαν οι συνταγματάρχες; Ποιανού υπογραφή αλήθεια «νομιμοποίησε» την πρώτη χουντική κυβέρνηση;)
Από την μία μεριά, είχαμε τις συνεχείς αποσταθεροποιητικές παρεμβάσεις τους στην πολιτική ζωή ενώ από τη άλλη είχαμε την αποκρουστική τους απαίτηση να ζουν, ελέω του φτωχού ελληνικού λαού, σε πλούτη αντίστοιχα των βορειοευρωπαίων ξαδελφιών τους. Ποιος δεν θυμάται τους πριγκηπικούς γάμους που προκαλούσαν το δημόσιο συναίσθημα την εποχή που οι καραβιές των ελλήνων μεταναστών έφευγαν για τα ξένα; Πιο πρόσφατα, ποιος ξέχασε ότι ο τέως έτρεχε για χρόνια το ελληνικό δημόσιο στα ευρωπαϊκά δικαστήρια απαιτώντας, και εξασφαλίζοντας, εκατομμύρια ευρώ αποζημιώσεων για παλάτια και οικόπεδα από τον έλληνα φορολογούμενο; Δικαίωμά του, θα μου πεις. Ναι, αλλά και δικό μου δικαίωμα να μην θέλω ο υπουργός Πολιτισμού μας να παρευρεθεί στον παραμυθένιο γάμο των Σπετσών που, σε κάποιο ποσοστό, πληρώθηκε από το ελληνικό δημόσιο. (Ή μήπως πληρώθηκε από τον μισθό τους και δεν το ξέρω;)
Θα μου πεις, περασμένα ξεχασμένα. Ναι και όχι. Η συγκεκριμένη οικογένεια αρνείται de facto (κι αυτή την στιγμή που μιλάμε) να αναγνωρίσει το Σύνταγμα της χώρας επιμένοντας: (α) σε τίτλους που το Σύνταγμά μας δεν αναγνωρίζει σε κανέναν έλληνα πολίτη και (β) να μην δηλώνει επίθετο. Θα μου πεις: Εκεί κόλλησες; Ναι, Άρη εκεί. Το αν θα έχει επίθετο και τι επίθετο θα έχει ο Νικόλαος ή ο μπαμπάς του ποσώς με ενδιαφέρει. Με θυμώνει όμως το γεγονός όταν κάποιοι θεωρούν ότι έχουν εκ γενετής δικαιώματα που εσύ κι εγώ δεν έχουμε.
Να το πω απλά: Αν η τέως βασιλική οικογένεια είχε αποδεχθεί την βούληση του ελληνικού λαού να μην έχει βασιλιάδες και πρίγκιπες, κι αν τα μέλη της συμπλήρωναν την αίτηση για ελληνικό διαβατήριο όπως κάνουμε εσύ κι εγώ, δεν θα υπήρχε θέμα και ο υπουργός Πολιτισμού κάλλιστα θα συμμετείχε στον γάμο του φίλου του. Όμως, δεν το κάνουν. Πατέρας και υιός επιμένουν να διατηρούν ελληνικούς τίτλους που ο ελληνικός λαός αποφάσισε μην έχουν. Για αυτό και επιλέγουν να ταξιδεύουν στην Ελλάδα με δανέζικα διαβατήρια. Όσο συμπεριφέρονται έτσι, θα ήταν εύλογο για τον πρωθυπουργό να ζητά από τους υπουργούς του να μην παρευρίσκονται στους μεγαλειώδεις γάμους τους, όσο σημαντικοί κι αν είναι οι λοιποί καλεσμένοι ή αγαπητός φίλος ο γαμπρός.
Τέλος, επειδή αναφέρθηκες στην Αριστερά, επιχειρηματολογώντας ότι η πράξη του κ. Γερουλάνου να μην συμμετάσχει στον γάμο αντανακλά ένα γενικότερο «ψάρωμα» απέναντι στους ηττημένους του Εμφυλίου, επίτρεψέ μου μερικές σκέψεις: Ο Εμφύλιος δεν ήταν απλώς ένα ματς με χαμένους και ηττημένους. Ήταν μια καταστροφή για την χώρα για την οποία ευθύνονται όλες οι πλευρές. Από μία άποψη, η Αριστερά κέρδισε χάνοντας. Ο πατέρας μου διηγείται ότι ακόμα κι όταν έλιωνε στην Μακρόνησο, σκεφτόταν πως αν κέρδιζε η «μεριά» του εκεί θα κατέληγε πάλι κάποια στιγμή – με διαφορετικούς φρουρούς, κομματικούς. Η ήττα του Δημοκρατικού Στρατού το 1949, στην τιτάνια μάχη εναντίον αντιπάλου στις τάξεις του οποίου πρωτοστατούσε το Παλάτι, οδήγησε την Αριστερά στα ξερονήσια, στα βασανιστήρια και στις εκτελέσεις σώζοντας την ψυχή της – επιτρέποντάς της κάτι που η νίκη θα της είχε στερήσει για πάντα: Να διεκδικήσει τον ρόλο του θύματος και έτσι να παίξει καίριο ρόλο στον πνευματικό, επιστημονικό και πολιτιστικό τομέα.
Σε δεύτερη φάση, με την κατάρρευση της Σοβιετίας (1989-1991), η Αριστερά (με λίγες αστείες εξαιρέσεις) ήρθε αντιμέτωπη με την ευθύνη της για τον Εμφύλιο. Σχεδόν όλα τα ηγετικά στελέχη του Δημοκρατικού Στρατού και του τότε ΚΚΕ παραδέχθηκαν τα λάθη τους και, όπως κι ο πατέρας μου, σχεδόν ανακουφίστηκαν που χάσανε (Καπετάν Μάρκος, Καπετάν Μπελάς, Γρηγόρης Φαράκος, Λεωνίδας Κύρκος κ.α.). Από την άλλη μεριά, κάτι ανάλογο συνέβη και στην δημοκρατική Δεξιά, τότε που πολλοί δεξιοί αναφώνησαν το δικό του mea culpa για την περίοδο εκείνη – κάτι στο οποίο συνεισέφερε η ήττα της ΝΔ από το ΠΑΣΟΚ το 1981 και η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης από τον Ανδ. Παπανδρέου. Ακόμα και η μετέπειτα συνεννόηση ΝΔ-ΚΚΕ στην συγκυβέρνηση του 1989, και αργότερα σε πολλούς δήμους της χώρας (η οποία τόσο εξαγρίωσε το ΠΑΣΟΚ), βοήθησε στην συμφιλίωση.
Σύγκρινε τώρα αυτό το ώριμο πολιτικό σκηνικό, που βοήθησε να γιάνουν οι πληγές του παρελθόντος, με τους μοναδικούς αμετανόητους: Τους άρτι αναχωρήσαντες Δ. Ιωαννίδη και Α. Καντιώτη και, βεβαίως, τη “βασιλική” οικογένεια που συμπεριφέρεται σαν να μην έγινε τίποτα το μεμπτό επί των ημερών της, την οικογένεια που πεισματικά προσπαθεί να αναβιώσει τους πριγκηπικούς γάμους της δεκαετίας του 1960 διατηρώντας στο ακέραιο την διεκδίκηση του Στέμματος για έναν από τους απογόνους της.
Να το πω κι αλλιώς Άρη: Ο Εμφύλιος μας έκανε απίστευτο κακό ως χώρα. Αν είχαν κερδίσει εκείνοι που έχασαν, ίσως να ήμασταν ακόμα χειρότερα. Δεν διαφωνώ. Όμως αυτό δεν δίνει συγχωροχάρτι στους νικητές, και ιδίως στο Παλάτι, που μας πήγαν τόσο πίσω. Και για να μην νομίζεις ότι παίρνω ψυχροπολεμική θέση υπέρ της μιας μεριάς, θα σου πω τούτο: Αν η οικογένεια Γκομούλκα παρακινούσε σήμερα τον Πολωνικό λαό να ξαναφέρει το προ του 1991 καθεστώς, ώστε να ξαναέρθει εκείνη στα πράγματα, κι έκανε φανταχτερούς γάμους στην Βαρσοβία, ε, σε διαβεβαιώνω ότι, κατ’ εμέ, ο υπουργός Πολιτισμού της δημοκρατικής κυβέρνησης θα έσφαλε αν παρευρισκόταν. Κι ας ήταν παιδικός φίλος του γαμπρού.
Τελικά, νομίζω ότι αδικείς τον κ. Γερουλάνο. Δίνοντας συγχωροχάρτι στην βασιλική μας δυναστεία για τα πολλαπλά δεινά που έφερε στον τόπο (από την εποχή του Βενιζέλου μέχρι πρόσφατα), καθώς και την επιμονή τους στην διεκδίκηση του ελληνικού «θρόνου», τον παρουσιάζεις ως δειλό που δεν στέκεται δίπλα στην λοιδορούμενη αυτή οικογένεια. Ως έναν πολιτικό που ψάρωσε μπροστά στην πιθανή κατακραυγή των αριστερών. Έτσι, επισκιάζεις το πραγματικό, σκληρό δίλημμά του ως, ταυτόχρονα, φίλου του γαμπρού και υπουργού πολιτισμού: Να επιλέξει μεταξύ του να τιμήσει τον παιδικό του φίλο ή να απέχει δηλώνοντας έμμεσα, και ως πολιτικό πρόσωπο, πολιτική αντίθεση στις εσκεμμένα πολιτικές και πολιτισμικές διαστάσεις του (κιτς) γάμου των Σπετσών.
Κάποιες φορές είναι πρέπον να νιώθουμε συμπάθεια ακόμα και για έναν πολιτικό – ιδίως όταν στην ψυχή του το καθήκον απέναντι στον φίλο συγκρούεται με το καθήκον απέναντι στον δήμο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News