Μέχρι πέρσι τη λέγαμε Φόντα. Τζέιν Φόντα. Πήγαινε πέντε φορές την εβδομάδα στο γυμναστήριο, με τα πόδια εννοείται, κάπου τρία τέταρτα μακριά από το σπίτι της. «Για προθέρμανση», έλεγε, και το θεωρούσε πολύ φυσικό. Περπατούσε πολλά χιλιόμετρα κάθε μέρα, ήταν το τονωτικό της, το αντικαταθλιπτικό της, γενικά το φάρμακό της. Ειδικά από τότε που άρχισε να χάνει τους δικούς της, τον ένα μετά τον άλλο. Ξαφνικά, όμως, όλα άλλαξαν. Από το περασμένο φθινόπωρο, άρχισε να διαμαρτύρεται. Την πονάει η μέση της, νιώθει τα πόδια της μουδιασμένα. Τα κινητικά προβλήματα την αναγκάζουν να στηρίζεται σε μπαστούνι και έχει μειώσει δραστικά τις μετακινήσεις της, πράγμα πολύ σκληρό για έναν άνθρωπο υπερκινητικό. Ίσως πάλι συνειδητοποιεί τη μετάβαση σε μια άλλη φάση, πολύ πιο ζόρικη αυτή τη φορά.
Δεν υποφέρει πολύ από κάτι. Έχει λίγο απ’ όλα. Λίγο ζάχαρο, λίγα αρθριτικά, λίγη πίεση, κάτι αγγειακά. Φέτος αδυνάτισε πολύ, τρώει με το ζόρι. Αλλά εξακολουθεί να είναι αυτόνομη, φροντίζει τον εαυτό της και τους άλλους. Με πρόγραμμα, αυτή που ζούσε μια ζωή απρογραμμάτιστη γιατί δεν άντεχε τους περιορισμούς. Εμείς πάλι με τον αδελφό μου, που δεν τη βλέπει συχνά γιατί ζει στη Ρόδο αλλά μιλάνε πρωί βράδυ στο τηλέφωνο, παρατηρούμε έκπληκτοι την ανασφάλειά της. Είναι σαν να τσεκάρει τη μνήμη της, επαναλαμβάνοντας κάτι που ειπώθηκε πριν από δυο φράσεις. Κάπου κάπου κάνει και κάτι ερωτήσεις στα όρια της παιδικής αφέλειας, που δεν τις περιμένεις από μια τόσο έξυπνη γυναίκα όπως αυτή. «Μην το ψάχνεις», μου είπε ο νευρολόγος της, «γεράματα είναι». Δηλαδή η μαμά μου γέρασε; Δεν μπορώ να το πιστέψω. Έτσι γίνεται, κύριε Αγγελιδάκη; Είναι δυνατόν να γερνάς από τη μια μέρα στην άλλη; Μήπως έχασα κάτι; Εντάξει έκλεισε τα 87. Και λοιπόν;
Τη θυμάμαι νέα. Ήταν πολύ όμορφη με ένα βλέμμα λαμπερό κι ένα χαμόγελο εφηβικό, ευτυχώς αυτά διατηρούνται ακόμα και τώρα που το υπόλοιπό της από τη ζωή έχει μειωθεί δραστικά. Πιτσιρίκι, ήθελα τη μαμά μου πιο μαμά, τρυφερή και γλυκιά. Δεν ήταν από αυτό το καλούπι. Και θύμωνα πάρα πολύ όταν την φλέρταραν: «Η μικρή είναι η αδελφούλα σας;» ήταν το κλασικό κόρτε του ’60 που μου τίναζε τα νευράκια στον αέρα. Μετά μεγάλωσα και μου πέρασε. Με κολάκευε κιόλας που ήταν τόσο ωραία και γοητευτική.
Παλιά γινόμαστε βίδες. Ατέλειωτοι οι καυγάδες. Γιατί ήταν αυταρχική, απαιτητική και ανυπόμονη, πάρα πολύ «άντε τέλειωνε, αργείς» αλλά κι εγώ σκληρό καρύδι. Ήταν και πλακατζού. Λάτρευε τα σαρκαστικά σχόλια, αυτοσαρκαζόταν επίσης, νευρίαζε με το παραμικρό. Την έπιανε απελπισία με τα ανυπότακτα παιδιά της και τσακωνόταν συνεχώς με τον πατέρα μου που κάπνιζε σαν φουγάρο. Μετά καπνίζαμε όλοι εκτός από εκείνη οπότε υπήρχε πάντα μια καλή αφορμή για καυγά και εκτόνωση στο σπίτι μας. Μαζί μου είχε βρει τον διάολό της, έτσι έλεγε. Το τι ψέμα άκουγε, για να έχω την ησυχία μου, δεν λέγεται. Ο βαρώνος Μυνχάουζεν ήταν ο λατρεμένος μου ήρωας.
Μέχρι που τα βρήκαμε. Μαλάκωσε εκείνη, μεγάλωσα κι εγώ. Της αναγνώρισα την εξυπνάδα, το χιούμορ, την διάθεση για ανεξαρτησία, τον εκρηκτικό της χαρακτήρα κάτω από την αγγελική φιγούρα. Στο κάτω-κάτω, η καταπίεση που μου ασκούσε ήταν μάλλον επιφανειακή. Για να το κάνω καλύτερα ό,τι κι αν έκανα. Εξάλλου, στο τέλος, πάντα υποστήριζε με πάθος τις αποφάσεις μου. Όποιες κι αν ήταν αυτές, ακόμα και αν έπρεπε να τα βάλει με το συντηρητικό οικογενειακό της περιβάλλον.
Την παρατηρώ τώρα να συρρικνώνεται και βουλιάζω σε μια λίμνη από τρελά συναισθήματα. Δεν θα μιλήσω γι’ αυτά, κοιτάξτε λίγο στον καθρέφτη της ψυχής σας και θα τα βρείτε, όλα εκεί είναι κρυμμένα. «Να τη βλέπεις όσο πιο συχνά μπορείς, μην το αναβάλλεις αυτό ποτέ» μου είχε πει κάποτε ο Νίκος ο Κούνδουρος, μετανιωμένος για όλες τις φορές που ανέβαλε μια συνάντηση με τη δική του μάνα. Το θυμάμαι κάθε φορά που σηκώνω το τηλέφωνο για να της πω ότι έχω κάτι άλλο να κάνω. Και αυτό το άλλο δεν το κάνω ή περνάω προηγουμένως να τη δω έστω για πέντε λεπτά και ένα φιλί.
Χρόνια πολλά, μαμά μου, σ’ αγαπώ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News