Λίγες ημέρες πριν από τη Μεγάλη Εβδομάδα του 1980, έξω από την πρεσβεία των ΗΠΑ στην Τεχεράνη γίνεται χαμός. Φοιτητές με ντουντούκες και φοιτήτριες με τσαντόρ στέκονται πίσω από τραπεζάκια με έντυπο υλικό, κόσμος περιφέρεται, η ατμόσφαιρα έχει κάτι από τη δική μας γιορτή του Πολυτεχνείου, αλλά στο πιο άγριο. Επίσης εδώ αντί για Θεοδωράκη και Μαρκόπουλο από τα ηχεία ακούγονται επιτυχίες της Μαρινέλας και του Βοσκόπουλου.
Μέσα κρατούνται οι 52 όμηροι, αμερικανοί διπλωμάτες και πολίτες, που είχαν συλληφθεί στις 4 Νοεμβρίου του 1979, όταν αριστεροί ιρανοί φοιτητές, ωθούμενοι από το αντιαμερικανικό μένος του Αγιατολάχ Χομεϊνί, κατέλαβαν την πρεσβεία απαιτώντας από τον πρόεδρο Τζίμι Κάρτερ να εκδώσει τον Σάχη για να δικαστεί στο Ιράν.
Εχω μόλις φθάσει στην Τεχεράνη μέσω Άμστερνταμ και οι φίλοι μου οι Πέρσες, από το αεροδρόμιο με πηγαίνουν κατευθείαν να δω το βασικό αξιοθέατο των ημερών, την κατάληψη της πρεσβείας.
Τα λαϊκά μας τραγούδια δεν ήταν, όμως, το μοναδικό ελληνικό στοιχείο που με υποδέχτηκε εκείνο το Πάσχα στην Τεχεράνη. Το ένα από τα δύο σινεμά της πόλης, που είχαν σωθεί από τους εμπρησμούς «αγνώστων», έπαιζε αποκλειστικά Γαβρά (ένα βράδυ είδαμε την Κατάσταση Πολιορκίας) και το άλλο τα άπαντα της Ναργκίς. Οι περισσότεροι κινηματογράφοι είχαν καεί τους προηγούμενους μήνες από τους φανατικούς μουσουλμάνους επαναστάτες, προφανώς γιατί το περιεχόμενο των ταινιών που πρόβαλαν είχε κριθεί ανήθικο και εχθρικό.
Εκείνη τη χρονιά ήμουν ακόμη φοιτήτρια στο Μαθηματικό Αθηνών. Είχα παρατήσει, όμως, τα μαθήματα και δούλευα σαν διορθώτρια στις εκδόσεις Παπαζήση πλάι στον υπέροχο Στέφανο Στεφάνου. Λίγα χρόνια πριν, σε ένα καλοκαιρινό κολέγιο στο Λονδίνο, είχα γνωρίσει δυο Περσίδες. Γίναμε φίλες, επιστρέφοντας στις πατρίδες μας αρχίσαμε να αλληλογραφούμε και όταν με κάλεσαν στην Τεχεράνη σήκωσα γη και ουρανό για να πάω.
Ήταν οι ημέρες που οι Ιρανοί γύριζαν από τις πρωτοχρονιάτικες διακοπές τους στο εξωτερικό και όλες οι πτήσεις από την Ευρώπη ήταν γεμάτες. Κατάφερα, όμως, (με λίγο σπρώξιμο) να βρω εισιτήριο με την KLM. Φόρτωσα το σακίδιό μου και έφυγα με σκοπό να φτάσω μέχρι τα σύνορα με το Αφγανιστάν και το Πακιστάν. Μόνη μου. Με ότοστοπ. Ναι, ναι. Ακόμα το θυμάμαι και γελάω.
Πριν καν βγω από το αεροδρόμιο, βέβαια, κατάλαβα πόσο τρελό ήταν το σχέδιό μου. Φρουροί της Επανάστασης παρέλαβαν τις αποσκευές μου (οι γυναίκες δεν σηκώνουν βάρη στο Ιράν, τουλάχιστον όχι τότε) και τις παρέδωσαν στους φίλους μου που με περίμεναν απέξω. Αμέσως εκείνοι μου εξήγησαν τους κανόνες. Σε κάποια μέρη ήμουν υποχρεωμένη να φοράω τσαντόρ (λουλουδάτο ως ανύπαντρη, μαύρα φορούν οι παντρεμένες), κάπου αλλού αρκούσε απλά να έχω σκεπασμένο το κεφάλι μου με μαντήλα.
Δεν επιτρεπόταν να κάνω βήμα χωρίς τη συνοδεία κάποιου άντρα της παρέας. Ακόμα και στα εστιατόρια (τρώγαμε παντού κεμπάπ και πιλάφι που το «κουταλίζαμε» με φύλλα κρεμμυδιού κομμένα στα τέσσερα) ούτε στην τουαλέτα δεν μπορούσα να πάω χωρίς συνοδεία. Για την ασφάλειά μου. Φυσικά το διαβατήριό μου έμενε στο σπίτι. Υπήρχαν άνθρωποι έτοιμοι να σκοτώσουν για ένα ξένο διαβατήριο που θα τους έδινε την ευκαιρία να φύγουν από τη χώρα.
Η εμπειρία ήταν τρομερή από κάθε πλευρά για μένα, ήμουν νέα, ήμουν Ευρωπαία και όλο αυτό που ζούσα μου φαινόταν απίστευτο. Όταν φεύγαμε ταξίδι οι άντρες κατέβαζαν τις αποσκευές μας στο αυτοκίνητο, εμείς φοράγαμε τα τσαντόρ μας και περιμέναμε να μας ειδοποιήσουν όταν το αυτοκίνητο ήταν έτοιμο για αναχώρηση. Τα βράδια ανοίγαμε τα παράθυρα και καπνίζαμε κοιτάζοντας έξω. Μέσα στο σκοτάδι έλαμπαν παντού τριγύρω μικροσκοπικά φωτάκια.
Δε ήταν πυγολαμπίδες, όπως νόμιζα, καύτρες ήταν. Όλη η Τεχεράνη κάπνιζε μπάφους, παρόλο ότι εκτελούσαν κάθε βδομάδα 4-5 μικροεμπόρους ναρκωτικών. Το ίδιο γινόταν και παλιότερα (για ξεκάρφωμα, μου έλεγαν) όταν η αδελφή του Σάχη είχε τον έλεγχο του εμπορίου ναρκωτικών. Και αν για το χασίς έκαναν κάπως τα στραβά μάτια, το αλκοόλ απαγορευόταν αυστηρά. Στο σπίτι μας, το ουίσκι ήταν κλειδωμένο με κρυφό κλειδάκι μέσα σε μια μεγάλη υδρόγειο. Φοβόντουσαν ακόμη και τους συγγενείς τους. Θα μπορούσε κάποιος φανατικός μουσουλμάνος επισκέπτης να προσπαθήσει να την ανοίξει.
Ταξιδέψαμε πολύ εκείνες τις ημέρες. Επισκεφτήκαμε αρχαιολογικούς χώρους, μουσεία, κήπους, γέφυρες, τζαμιά, παζάρια, θαυμάσαμε παλιά κοσμήματα και χαλιά. Πήγαμε στην Περσέπολη. Περιπλανηθήκαμε σε δρόμους, φιλοξενηθήκαμε σε τρομερά πλούσια σπίτια. Σε ένα από αυτά οι άνδρες κάπνιζαν τελετουργικά όπιο στο ειδικό δωμάτιο με τα ωραιότερα μεταξωτά χαλιά, που έχω δει ποτέ, στους τοίχους. Περάσαμε από την ιερή πόλη Κομ, όπου εντωμεταξύ είχε αποσυρθεί ο Χομεϊνί, επισκεφθήκαμε το υπέροχο Σιράζ και το Ισφαχάν (ακόμα έχω στη μύτη μου το άρωμα από τα χιλιάδες τριαντάφυλλα στους κήπους) αλλά στο Αμπαντάν δεν καταφέραμε να φτάσουμε, η τρομερή ζέστη ήταν αποτρεπτική.
Στην αγορά του Ισφαχάν με έκλεψαν. Όταν γύρισα στην Αθήνα ανακάλυψα ότι το τεράστιο πακέτο με τα αντικείμενα που είχα αγοράσει ήταν απλά ένας μπόγος από εφημερίδες με 2-3 πανιά πάνω πάνω. Και στο πολυτελές ξενοδοχείο της πόλης δεν μπορέσαμε να μείνουμε. Το είχαν καταλάβει οι φρουροί της Επανάστασης με τις οικογένειές τους, που έτρωγαν στο πάτωμα και βρώμιζαν τα πάντα. Μέσα στην πισίνα λίμναζαν σπασμένα μπουκάλια με πανάκριβα κρασιά και σαμπάνιες. Η πολύτιμη κάβα του ξενοδοχείου δεν υπήρχε πια. Θλιμμένος ο διευθυντής -φίλος της οικογένειας που με φιλοξενούσε- μας έστειλε να μείνουμε κάπου αλλού.
Έκπληκτη διαπίστωσα ότι ο κωδικός «ελληνίδα δημοσιογράφος» άνοιγε ακόμη και τις πιο δύσκολες πόρτες. Ήταν κάτι σαν κλειδί ασφαλείας, έπρεπε να προσέχεις πολύ με τους Φρουρούς. Δημοσιογράφος δεν ήμουν ακόμη τότε, ούτε πέρναγε από το μυαλό μου ότι κάποτε θα γινόμουν, αλλά αυτό ήταν το κόλπο που είχαν βρει οι φίλοι μου για να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο.
Θυμάται κανείς τους διθυράμβους που έγραφε για την Ισλαμική Επανάσταση στην Ελευθεροτυπία ο Γιώργος Μαύρος; Παρασυρμένη από τα άρθρα του, ήθελα να το ζήσω όλο αυτό. Η φήμη του εντωμεταξύ είχε φτάσει μέχρι τα βάθη του Ιράν, κάποιοι ήξεραν ακόμη και το όνομά του και τους άρεσε που γνώριζαν μια συνάδελφό του.
Καθώς διασχίζαμε την έρημο διασταυρωνόμαστε με απίστευτα πολυτελή αυτοκίνητα που δεν ήξερα καν ότι υπάρχουν (μέχρι και ένα περασμένο ολόκληρο με αληθινό χρυσάφι είδα), αλλά και σακαράκες, αφού η τιμή της βενζίνης ήταν εξευτελιστικά χαμηλή στο Ιράν.
Στο δρόμο ακούγαμε ροκ στη διαπασών. Απαγορευόταν αλλού. Τραγουδούσαμε συνέχεια το Breakfast in America των Supertramp ουρλιάζοντας όλοι μαζί, ακόμη είναι κολημμένο στα αυτιά μου σαν τραγουδότσιχλα, που λέει και ο Ζαχαριάδης. Κάπου κάπου έβλεπα στον ορίζοντα να διαγράφονται τείχη από λάσπη. Μέσα τους έκρυβαν χωριά. Ζήτησα να μπούμε σε ένα από αυτά. Μου το απέκλεισαν με ένα κοφτό «είναι πολύ επικίνδυνο». Δεν ήταν ευπρόσδεκτοι οι ξένοι σε τέτοια μέρη.
Μια μέρα πήγαμε σε μια τεράστια διαδήλωση. Γύρω από το Αζαντί, την ισλαμική αψίδα – σύμβολο της Τεχεράνης, είχαν συγκεντρωθεί 2-3 εκατομμύρια φανατικοί οπαδοί της Ισλαμικής Δημοκρατίας. Τρώγαμε άγνωστα φρούτα και κάτι σαν ωμό κανταΐφι περιχυμένο με ελαφρύ σιρόπι τριαντάφυλλο σε γυάλινα μπολ, που τα ξέπλεναν μέσα σε ένα μαύρο από τη βρώμα νερό και τα σκούπιζαν με ένα εξίσου βρωμερό πανί, και ακούγαμε την ομιλία του Χομεϊνί από μεγάφωνα-ντουντούκες στερεωμένα σε «ντατσούν», που ήταν σταματημένα παντού ανάμεσα στον κόσμο.
Ο Αγιατολάχ τα είχε βάλει με τα ξένα πανεπιστήμια που τα θεωρούσε εχθρούς του Ιράν. Μερικές ημέρες αργότερα παρακολουθήσαμε άλλη μια, ανάλογης έκτασης, συγκέντρωση με ομιλητή τον πρόεδρο Αμπολχασάν Μπανισάντρ. Ο ιρανός οικονομολόγος που είχε επιστρέψει πριν από ένα χρόνο μαζί με τον Χομεϊνί από το Παρίσι, όπου ήταν και οι δύο εξόριστοι, είχε αρχίσει να εκφράζει τις αντιρρήσεις του. Τα πράγματα όμως εξελίχθηκαν τόσο άσχημα που ακόμη και αυτός θα αναγκαζόταν την επόμενη χρονιά να αποδράσει ντυμένος γυναίκα.
Η «γιορτή της φύσης», γιορτάζεται στο Ιράν την 13η ημέρα μετά την (ιρανική) Πρωτοχρονιά με πικ νικ στις εξοχές. Εκείνη την ημέρα είμαστε καλεσμένοι μαζί με πολλούς άλλους σε ένα μεγάλο αγρόκτημα κοντά στην Κασπία. Έπιασα την κουβέντα με ένα νεαρό Κούρδο, φίλο της οικογένειας, που πολέμαγε στα σύνορα με την Τουρκία.
Είχε πουλήσει το καλάσνικοφ για να αγοράσει αυτοκίνητο το οποίο θα ξαναπούλαγε μετά από δυο μέρες για να ξαναπάρει το όπλο του και να επιστρέψει στο μέτωπο. Εκείνη την ημέρα γνώρισα επίσης μερικούς νέους επιστήμονες που είχαν σπουδάσει στην Ευρώπη και την Αμερική και είχαν γυρίσει στη χώρα τους για να τεθούν με ενθουσιασμό στις υπηρεσίες της Επανάστασης.
Μετά από ένα χρόνο εξακολουθούσαν να είναι άνεργοι και απογοητευμένοι, γιατί οι Μουλάδες τους θεωρούσαν εχθρούς, «μολυσμένους» από τον δυτικό τρόπο ζωής. Σε εκείνη τη γιορτή, μου έκανε επίσης εντύπωση ότι οι γυναίκες ήταν πολύ περισσότερες από τους άντρες. Το γιατί το κατάλαβα όταν ένας αμερικανοθρεμένος οικονομολόγος από το περιβάλλον του Μπανισάντρ μού έδειξε τις τρεις γυναίκες του πατέρα του, που καθόντουσαν όλες μαζί σε ένα καναπέ. Η νεότερη, το πολύ 25 ετών, κράταγε στην αγκαλιά της το μωρό της και η μεγαλύτερη της έδινε συμβουλές.
Οι ένοπλες συγκρούσεις με το Ιράκ που κράτησαν οκτώ ολόκληρα χρόνια, θα ξεκινούσαν επίσημα τον ερχόμενο Σεπτέμβρη. Τα τύμπανα του πολέμου, όμως, άρχισαν να ηχούν στην Τεχεράνη στα μέσα του Απριλίου. Τρόμαξα. Εξάλλου μετά από τρεις εβδομάδες στο Ιράν ένιωθα να πνίγομαι από τους φανατικούς μουσουλμάνους που μας περιτριγύριζαν και δεν άντεχα να μείνω ολόκληρο μήνα όπως είχα προγραμματίσει.
Δεν μου άρεσε καθόλου αυτό που ζούσα. Κατάφερα να αλλάξω το εισιτήριο της επιστροφής και έφυγα πέντε ημέρες νωρίτερα. Ευτυχώς πρόλαβα. Λίγες ώρες αργότερα κάπου στην έρημο θα έληγε άδοξα η μυστική επιχείρηση της CIA για τη διάσωση των ομήρων και το αεροδρόμιο της Τεχεράνης θα έκλεινε για έναν ολόκληρο μήνα.
Η εμπειρία αυτού του ταξιδιού στο Ιράν των Μουλάδων και των Μουτζαχεντίν ήταν συγκλονιστική και σίγουρα πολύ «παιδαγωγική». Όταν γύρισα στην Αθήνα ρίχτηκα με τα μούτρα στο διάβασμα, πήρα το πτυχίο μου, άρχισα να νιώθω τεράστια απέχθεια για κάθε μορφής ράσο, μαντήλες και τσαντόρ και να βλέπω με άλλα μάτια την αριστερά και τις επαναστάσεις.
Δυστυχώς έχω ελάχιστες φωτογραφίες κι αυτές έχουν ξεθωριάσει από το χρόνο. Στο αεροδρόμιο οι φρουροί της επανάστασης έψαξαν τα πράγματά μου και κράτησαν τα φιλμ που βρήκαν. Άνοιξαν και τη φωτογραφική μου μηχανή. Μια απλή Kodak Instamatic ήταν. Ένα φιλμ τους ξέφυγε όμως γιατί ήταν χωμένο σε μια τσέπη παντελονιού.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News