Αν η κυβέρνηση θέλει να αντιμετωπίσει την ακρίβεια, ας λάβει υπ’ όψιν το ρητό «τα μεγαλύτερα εγκλήματα έχουν διαπραχθεί στο όνομα των καλυτέρων προθέσεων». Τα μεγαλύτερα όλων, για να αντιμετωπιστούν αυξήσεις στις τιμές του πετρελαίου. Με την Ελλάδα να μην έχει την αποκλειστικότητα.
Μετά την πετρελαϊκή κρίση του 1973, ανάμεσα σε άλλα μέτρα στην Αμερική, ένα στην Καλιφόρνια υποχρέωνε τους οδηγούς για να βγουν σε εθνικές οδούς να έχουν υποχρεωτικά συνεπιβάτη. Ετσι ώστε να δημιουργηθούν car pools και να μειώνεται η κατανάλωση βενζίνας. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί το επάγγελμα του «συνεπιβάτη». Νεαροί και νεαρές στήνονταν στις εισόδους των εθνικών οδών και ένας οδηγός, αντί κάποιου αντιτίμου, μπορούσε να τους πάρει για συνεπιβάτες μέχρι την έξοδο του προορισμού του. Οπου τους άφηνε να περιμένουν τον επόμενο πελάτη, για την επόμενη διαδρομή.
Στην Ελλάδα, η κρατική παρέμβαση στην αγορά της βενζίνης είχε άλλη μορφή. Τη διατίμηση. Μέχρι τη δεκαετία του ’90 η τιμή της βενζίνης στη λιανική ήταν ίδια σε όλα τα πρατήρια, μέχρι να γίνει ανατίμηση. Το αποτέλεσμα ήταν η νοθεία να πέφτει σύννεφο. Υποθέτω ότι ακόμα συμβαίνει, αλλά συζητήσεις όπως «ξέρω κοντά στην πλατεία Καραϊσκάκη έναν που πουλάει καθαρή» μπορεί σήμερα να γίνονται στη Μύκονο για κόκα – μου φαίνεται δύσκολο να γίνεται σε συνεργείο μοτοσικλετών και να την κάνει ο μάστορας.
Το άλλο πρόβλημα με τη διατίμηση της βενζίνης ήταν οι ανατιμήσεις. Ανάμεσα στις ικανότητες του πρατηριούχου ήταν να μαντεύει τις ανατιμήσεις της βενζίνης, ώστε οι δεξαμενές του να είναι στο φουλ όταν ανακοινώνονταν οι νέες τιμές. Οι τιμές συνήθως άλλαζαν τις Κυριακές. Το θυμάμαι καλά, γιατί μια φορά, παραλίγο από επιστροφή από Πάτρα να διανυκτερεύσω στους Αγίους Θεοδώρους, αφού όλα τα πρατήρια ήταν κλειστά, μέχρι να βρεθεί ένας τύπος και να μου δώσει στη ζούλα τιμολογημένη στη νέα τιμή.
Από τις εκπτώσεις, όπου από τη στιγμή που μπλέχτηκε το κράτος στις τιμές, τα μαγαζιά ανέβαζαν την τιμή μια εβδομάδα πριν από την έναρξή τους, μέχρι τους φούρνους τη δεκαετία του ’80, που το ψωμί διατίμησης τελείωνε στις 11 και ο ταλαίπωρος πελάτης μπορούσε να αγοράσει μόνο αρτοσκευάσματα, η Ιστορία της Ελλάδας είναι μια μακρά σειρά από αποτυχημένα κυβερνητικά μέτρα που ελήφθησαν στο όνομα των καλυτέρων προθέσεων. Μερικές, λοιπόν, σκέψεις πριν από τα επόμενα μέτρα.
Τα μόνα αποτελεσματικά μέτρα κατά των ανατιμήσεων στα καύσιμα είναι η μείωση των φόρων. Αν υπάρχει χώρος για μέτρα κατά της αισχροκέρδειας στις τιμές, είναι στην τιμή της βενζίνας στα νησιά, όπου λόγω μειωμένης ανταγωνιστικότητας μπορούν να γίνουν τραστ πρατηριούχων. Αν υπάρχει ελάφρυνση, η μέθοδος πρέπει να είναι απλή. Και να υπάρξει μέθοδος που δεν θα επιβραβεύει αυτούς που φοροδιαφεύγουν. Είναι εξοργιστικό να έχει κάποιος ενίσχυση επειδή δεν κόβει αποδείξεις και βρίσκεται στους χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές.
Το πιο δύσκολο είναι οι τιμές στα τρόφιμα. Αντίθετα με τα καύσιμα που είναι μία η απλή, μία η αμόλυβδη ένα το πετρέλαιο και τελειώσαμε, τα τρόφιμα είναι χάος. Η εποχή που υπήρχαν φέτα, κεφαλοτύρι, κασέρι, και κάπου καβάντζα η γραβιέρα για τους βιτσιόζους, υπάρχει μόνο στις ταινίες του Χατζηχρήστου. Οι μεγάλες αλυσίδες των σουπερμάρκετ δεν είναι τόσο πολλές που να μην υπάρχει συνεννόηση. Αντιληπτό ότι είναι δύσκολο να γίνει κάτι, αλλά το καλάθι της νοικοκυράς, νοικοκυρού, νοικοκυρό, για να είμαι politically correct, είναι κρίσιμο για την εικόνα κάθε κυβέρνησης.
Τέλος, οποιαδήποτε μορφή δελτίου είναι συνταγή για την καταστροφή. Η σημερινή κυβέρνηση μάλλον αποκλείεται να σκεφτεί κάτι τέτοιο, αλλά το αναφέρω γενικά. Ο τελευταίος που ανέφερε το δελτίο σαν λύση ήταν ο αγλαός Λαπαβίτσας, όταν στην πρώτη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 ονειρευόταν τη σοσιαλιστική Ελλάδα. Η ιστορική αναφορά που θυμάμαι για δελτίο ήταν από τον Ραϊμόν Καρτιέ στη μεταπολεμική Ιστορία, που έγραψε ότι η κίνηση οικονομικής ανασυγκρότησης της Γερμανίας έγινε από τον Κόνραντ Αντενάουερ, όταν κατάργησε τα δελτία το 1946 –και η καταστροφή της Αγγλίας, που στο όνομα της κοινωνικής πολιτικής, διατήρησε το δελτίο μέχρι το ’50.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News