Η τροπή της υπόθεσης με το βιτριόλι, όπως τουλάχιστον έχει προσδιοριστεί από τα σπαράγματα της δικογραφίας που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, είναι εντυπωσιακά αναντίστοιχη με την αποτρόπαια πράξη της 20ής Μαΐου: του ίδιου του βιτριολισμού. Το θειϊκό οξύ, χρόνια τώρα, από τον καιρό που η Σωτηρία Μπέλλου έλουσε τον τυραννικό σύζυγο των νεανικών της χρόνων, υπήρξε εργαλείο για το ξέπλυμα αμαρτιών, ενίοτε ατίμωσης, και τον εφ’ όρου ζωής στιγματισμό του «άλλου» για το κακό που αποτόλμησε. Πράξη-πέπλο για μεγάλα πάθη, ανεξίτηλους θυμούς, θυελλώδεις σχέσεις.
Η δικογραφία δεν φαίνεται να κρύβει τίποτε από όλα αυτά. Η πραγματικότητα του τριγώνου πίσω από το βιτριόλι καθορίζεται μάλλον από τη ρηχότητα των social media. Αιτήματα φιλίας στο Facebook, περιστασιακά μηνύματα στο Messenger, φωτογραφίες δήθεν καλοπέρασης, ναρκισσισμός, προσωπικές εμμονές. Λείπει το ισχυρό αντίβαρο για μια πράξη ανατριχιαστική, αδικαιολόγητη, αποτρόπαια. Κανένα έγκλημα δεν μπορεί ασφαλώς να στεφθεί με δάφνες, να γίνει αποδεκτό, να χωνευτεί ως φυσική εξέλιξη μιας ιστορίας, αλλά εδώ έχουμε την ελεγεία του ασήμαντου, του «δύο ζωές στράφι» για το απόλυτο τίποτα. Η Εφη, η Ιωάννα και ο άνδρας-τρόπαιο θα μπορούσαν να βρίσκονται στην αφηγηματική σκηνή ενός Γκυ ντε Μωπασάν, να ζουν στην οδό Μαρτύρων, να κατατρύχονται από τη ματαιοδοξία των δικών του ηρώων. Εχετε ξεφυλλίσει ποτέ «Το περιδέραιο»;
«ΗΤΑΝ ΑΠΟ ΕΚΕΙΝΕΣ τις όμορφες και γοητευτικές κοπέλες, που ένα λάθος, θαρρείς, της μοίρας τις έριξε από γεννησιμιού τους σε κάποια μικροαστική οικογένεια. (…) Υπέφερε συνεχώς καθώς ένιωθε γεννημένη για όλα τα φίνα και πολυτελή πράγματα».
Οπως κι εκεί, έτσι κι εδώ, το απόλυτο τίποτα ορίζει ολόκληρες ζωές με τον χειρότερο τρόπο. Η παρανόηση για ένα κόσμημα που φορέθηκε από μια όμορφη γυναίκα αλλά χάθηκε, η προσπάθεια να αντικατασταθεί από ένα άλλο που του έμοιαζε, με τίμημα ένα ιλιγγιώδες χρέος, μια δεκαετία με υλικές στερήσεις και ηθικά βάσανα στην προσπάθεια αποπληρωμής του τρομακτικού ποσού.
Και η ανατροπή: η αποκάλυψη, όλως τυχαίως, ότι το κόσμημα ήταν ψεύτικο και η αυτοθυσία φρούδα. Αυτό που άλλαξε τη ζωή τους, που έκανε τραχιά από την κακουχία τα πρόσωπα τους, κι έκανε τις ψυχές τους να δεινοπαθήσουν, δεν υπήρχε. Ισως είναι ίδιον των καιρών, τα πάθη να καταπίπτουν σε ιστοριούλες, οι έριδες και οι αντιζηλίες να ενδύονται με likes. Στην Αθήνα του 2020, με φόντο την πανδημία του κορονοϊού, δύο γυναίκες κι ένα έγκλημα παρωχημένο προσφέρουν απτή μαρτυρία για το πώς μπορεί κανείς να υποθηκεύσει με καταστρεπτικούς όρους την αλήθεια.
Στην υπόθεση του βιτριολιού, κι αν δεν υπάρξουν εκπλήξεις, η εξέλιξη-ερμηνεία της επίθεσης πολλαπλασιάζει το φορτίο του θύματος. Ο καθρέφτης της Ιωάννας θα γίνει μάρτυρας ενός σκληρού κενού, μιας καταστροφής χωρίς αιτία, απόδειξη μιας παράλογης τραγικότητας.
«Τι θα είχε συμβεί αν δεν είχε χάσει εκείνο το περιδέραιο; Ποιος ξέρει, ποιος το ξέρει; Τι παράξενη που είναι η ζωή, και τι άστατη! Πόσο εύκολα μπορεί κανείς να χαθεί ή να σωθεί!». Μακάρι το θύμα να βρει το κουράγιο να διαβάσει την ιστορία από την ανάποδη, από το τέλος ως την αρχή. Να αντλήσει δύναμη για το μαρτύριο, «γδαρμένη-ζωντανή», που ούτε στους χειρότερους εφιάλτες του θέλει κανείς να ζήσει. Να επαναπροσδιορίσει το όριο του σώματός της, όπως είναι για την Ψυχανάλυση το δέρμα, το σύνορο ανάμεσα στο μέσα και το έξω. Να αντέξει το απόλυτο τίποτα.
«Αχ, καημένη μου Ματίλντ! Μα το δικό μου ήταν ψεύτικο. Aξιζε το πολύ πεντακόσια φράγκα!..».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News