Σύμφωνα με τους ειδικούς, με δεδομένο ότι απαιτείται διάστημα έως και 14 ημερών για την επώαση του ιού, εάν τα φαινόμενα συνωστισμού και απειθαρχίας που παρατηρήθηκαν στην Ελλάδα (απ’ ό,τι γνωρίζω και στην Κύπρο), το τριήμερο του Αγίου Πνεύματος κυρίως, συνετέλεσαν στην διασπορά του ιού, αυτό θα φανεί στο τέλος της επόμενης εβδομάδας.
Είναι έντονος και σοβαρός ο προβληματισμός για την χαλάρωση των μέτρων προφύλαξης, που εκδηλώθηκε σε μέσα μαζικής μεταφοράς, σε χώρους διασκέδασης, αλλά και στη μη τήρηση της καραντίνας από το εξωτερικό. Και αυτά τα φαινόμενα λίγο απέχουν από το να καταπέσει ο έπαινος της «καλής διαγωγής» που μας απονεμήθηκε όταν τα βγάλαμε πέρα στα δύσκολα.
Προφήτης δεν είμαι, αλλά την φοβόμουν αυτήν την εκτροπή. Η όποια πειθαρχία μας, το σοζύγιασμα μεταξύ θέλησης και δυνατότητας κατά τον Καζαντζάκη, ήταν ανέκαθεν και παραμένει και τώρα «μικρής διαρκείας», και ολίγον παραφουσκωμένη από εμάς τους ιδίους. Εξάλλου, διαφορετικό ορισμό δίνουμε εμείς στη συγκεκριμένη λέξη απ’ ότι εκείνοι οι λαοί που την έχουν βαθιά μέσα στο γονίδιό τους. Εμείς, όχι.
«Τον ξέρω αυτόνα τον χορό. Κι αυτή τη λάμψη τη στενή μες τον καθρέφτη την έχω ξαναδεί. Γουστάρω ελεύθερη και πλούσια ζωή. Χαιρετώ σας, και φιλώ σας», απάγγελνε ο Σαββόπουλος στον θρυλικό του «Μπάλλο», που όποτε τον ακούω, κλαίω.
Δεν είναι κακό που είμαστε από άλλη πάστα. Κακό είναι να καμωνόμαστε πως είμαστε και από άλλην.
Κάποιες φορές, έρχεται μια καταιγίδα γερή, και η Κύπρος ξέρει από τέτοιες, που μας αναγκάζει να πειθαρχηθούμε. Δηλαδή, να προσαρμοστούμε σε έκτακτες συνθήκες ζωής που είναι έξω από εμάς. Από το DNA μας. Κι επειδή κάθε κτύπημα που κατά καιρούς δεχτήκαμε μας πόνεσε πολύ, μπαίναμε αμέσως στην Εντατική και στην καραντίνα, με την ελπίδα όμως όχι να εξαλειφθούν τα αίτια που μας έφεραν εκεί, αλλά απλώς να γίνουμε καλά και να βγούμε γρήγορα για να συνεχίσουμε από εκεί που ήμασταν πριν χρειαστεί να κλειστούμε.
Μεταξύ μας, δεν πολυσυμφωνώ επίσης και με την τόσο εύκολη και αλόγιστη χρήση της λέξης «θυσία».
Επί μια δεκαετία στην Ελλάδα, μέχρι και τώρα ακόμα, ακούμε από πολιτικούς και ΜΜΕ η φράση ότι «βγήκαμε από την οικονομική κρίση χάρη στις θυσίες του ελληνικού λαού». Την έζησα στο πετσί μου αυτή τη δεκαετία, κάθε μέρα, κάθε στιγμή της. Όπως έζησα και τις προηγούμενες της ευμάρειας, που μας οδήγησαν στη κρίση. Στην οποία είχε βάλει το χεράκι του μια χαρά και ο λαός. Γιατί όπως και το κράτος, έτσι και εμείς ξοδεύαμε απείρως πιο πολλά απ’ όσα εισπράτταμε, ζούσαμε με δανεικά, και όταν ήρθε η δύσκολη ώρα πάπαλα
Ξεχάσαμε αλήθεια τις μέρες που τα τραπεζικά ιδρύματα ήταν πλέον σε κάθε συνοικία, σε κάθε χωριό, περισσότερα και από τα περίπτερα και τους φούρνους; (Συστήνω ανεπιφύλακτα ένα καταπληκτικό βιβλιαράκι τους Στέλιου Παρασκευόπουλου με τίτλο «Ηττηθήκαμε; Νομίζω πως ναι!», και υπότιτλο «Ζητείται Ελλάς», Εκδόσεις Ι.Σιδέρης, με ειδική αναφορά στην «συλλογική ευθύνη του λαού» σε εκείνη την κρίση).
Θυσία λοιπόν, για να επανέλθω, δεν υπάρχει όταν σου επιβάλλεται να κάνεις κάτι έξω από τα όριά σου. Υπάρχει όταν εσύ, εν γνώσει σου ότι θα σε βλάψει και, προκειμένου να σωθεί η χώρα σου, το παιδί σου, η επιχείρησή σου, προσφέρεσαι να δουλέψεις αφιλοκερδώς ή με πολύ λίγα λεφτά, ή και να δώσεις την ίδια σου τη ζωή εάν μιλάμε για πιο ακραίες καταστάσεις.
Ούτε και στην α’ φάση της πανδημίας θεωρώ ότι η λέξη «θυσία» αρμόζει σε αυτό που κάναμε επειδή έπρεπε. Θυσία είναι να επιλέξει κανείς το δύσκολο, το σχεδόν αδύνατο, όταν μπορεί και να μην κάνει τίποτα. Θα έλεγα «ναι, θυσίασα την ελευθερία μου να κυκλοφορώ όπου και όποτε θέλω», εάν μπορούσα να κάνω και αλλιώς. Στην προκειμένη περίπτωση λοιπόν, εμείς κάναμε υποχρεωτικά, απλώς αυτό που έπρεπε. Και μάλιστα, για να τα λέμε κι όλα, πολλοί από εμάς το κάναμε και με επιδοτήσεις.
Ε σόρι! Θυσία επιδοτούμενη εγώ δεν γνωρίζω…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News